Ούτε η πρώτη στο Παρίσι ούτε η τελευταία στον κόσμο. Μικρές ιστορίες γυναικών. Cho | της Ζωής Δικταίου
Σήκωσε το δεξί χέρι,
το ασημένιο δαχτυλίδι απέσπασε προσωρινά μόνο το βλέμμα της,
φέρνοντάς το στον αριστερό ώμο είχε ανάγκη να ψηλαφίσει
εκείνο το παλιό σημάδι,
βιώνοντας σιωπηλά ανατροπές, ρυτίδες, αγωνίες,
με πλάνες και αλήθειες, όλες μαζί,
από την αστυνόμευση και τη λογοκρισία εκείνης της εποχής
μέχρι τη σύγχυση και τον αποπροσανατολισμό της σύγχρονης,
μια φάρσα, έτσι της φαινόταν, στην ενήλικη ζωή της.
Έβγαλε το πουκάμισο, κοιτάχτηκε στον καθρέφτη,
έτσι έκανε όταν άκουγε σειρήνες, πορείες, απεργίες,
όταν η διαμαρτύρηση του πλήθους οδηγούσε
αναμφίβολα σε επεισόδια και συμπλοκές.
Επέστρεφε στο δικό της σημάδι, άλλοτε με θυμό
και άλλοτε με απόγνωση,
«ο χρόνος δεν σβήνει όλα τα ίχνη καθώς φαίνεται» , μονολόγησε
καθώς παρατηρούσε για πολλοστή φορά τις αλλαγές,
αυτές, που είχε επιφέρει το νεανικό τραύμα στο δέρμα της.
Τούτο το παράσημο το είχε αποκτήσει στην εξέγερση του Μάη του 68,
πρωτοετής φοιτήτρια στη Σορβόννη, χλευάζοντας κάθε μορφή εξουσίας,
θυμόταν τον εαυτό της να τρέχει σαν παλαβή
για να μην την συλλάβουν,
ξεγλωσσισμένη μεν, ανέπνεε όμως ελεύθερα.
Έκλεισε τα μάτια,
κάποια από τα συνθήματα δεν είχαν ξεθωριάσει στις αναμνήσεις της,
«Η ποίηση βρίσκεται στους δρόμους, Ούτε Θεός ούτε αφέντης,
Η Φαντασία στην Εξουσία,
Ο επαναστάτης είναι ένας ακροβάτης του ονείρου,
Σ’ αγαπώ! Ω, πες το με πέτρες, Απαγορεύεται το απαγορεύεται,
Θεέ υποψιάζομαι ότι είστε αριστερός διανοούμενος,
Ζωή όχι επιβιώση» , ψηλάφισε το σημάδι, χαμογέλασε.
Γέμισε ένα ψηλό κολονάτο ποτήρι φρέσκια παγωμένη λεμονάδα,
αυτή ήταν η μόνη πολυτέλεια που παρείχε στον εαυτό της,
ήπιε μια γουλιά, η νύχτα υγρή,
το βρεγμένο χώμα αναστάτωσε τα ρουθούνια της,
από το ανοικτό παράθυρο μαζί με τις μυρωδιές, έφταναν και οι φωνές,
πιο δυνατές τώρα, αφουγκράστηκε με προσοχή,
μπορούσε να ξεχωρίσει μία, κι άλλη μία κραυγή, μετά πιο πολλές,
στηρίχτηκε στο μπαστούνι της, προσπάθησε να σκεφτεί κάτι άλλο,
μάταια, άνοιξε την τηλεόραση,
ήταν κάτι φήμες που κυκλοφορούσαν, ή μήπως όχι,
«η άνοδος της ακροδεξιάς…» ,
τα μάτια, πόσο γρήγορα μετατρέπονται σε μια σχισμή,
«και οι φήμες όπλα είναι» ,
θυμήθηκε τα λόγια του πατέρα της στη φυλακή.
Άνοιξε διάπλατα το παράθυρο, ανάσανε βαθιά, να καθαρίσει ο νους,
βέβαιη πως με το πέρασμα του καιρού, η διανοητική ραθυμία
καταστρέφει μνήμη και στόχαση, κοίταξε προς τη λεωφόρο,
ένα αίσθημα ασφυξίας την κυρίευσε,
ο κόσμος ένα κουβάρι λαίμαργες κάμπιες που τυλίγεται και ξετυλίγεται,
τα πανό, οι λοστοί, τα συνθήματα,
δεν είχαν να κάνουν με τα ανθρώπινα δικαιώματα, όχι,
οι «σωτήρες» της δημοκρατίας,
οι νέοι φρουροί της ασφάλειας είχαν αλλάξει συνθήματα,
δεν άντεχε τα επικίνδυνα χρυσωμένα λόγια,
έσφιξε τη γροθιά,
όχι άλλοι στενόμυαλοι και στενόκαρδοι,
όχι άλλοι φανατισμένοι στα σύνορα της ηλιθιότητας,
όχι άλλοι κατευθυνόμενοι
από τους ίδιους επιδέξιους σκηνοθέτες κάθε φορά,
όχι άλλοι τυφλωμένοι από το μίσος.
Ξαφνικά το δωμάτιο γέμισε καπνό,
«η ψυχή που ξέρει να ειρηνεύει,
ξέρει και να μάχεται, Cho…»,
αναζητώντας μια καινούργια μυρωδιά, μια μυρωδιά που να φέρνει γιατρειά
και μαζί μια καινούργια ελπίδα,
πήρε ένα κόκκινο μήλο από την κάλπη – φρουτιέρα,
το πιο μεγάλο, το πιο σφιχτό,
το δάγκωσε, απόλαυσε γεύση και άρωμά,
μετά πλησίασε ξανά στο παράθυρο,
έκλεισε το δεξί μάτι, σημάδεψε τον πιο κοντινό της στόχο,
δεν χρειάστηκε δεύτερη σκέψη, μάζεψε όλη της τη δύναμη,
το εκσφενδόνισε, με ευχαρίστηση είναι αλήθεια, στο κεφάλι του,
στο κράνος του, δηλαδή…
ποιος να ήξερε, ίσως μετά από αυτό, αύριο,
στις γαλλικές εκλογές,
ο ίδιος άνθρωπος να γίνει ψηφοφόρος της ελπίδας.
Παρίσι, 12 Ιουνίου 2022
Αύριο, εν ονόματι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
Ζωή Δικταίου
Η Χαρούλα Βερίγου – Μπάντιου, (λογοτεχνικό ψευδώνυμο Ζωή Δικταίου) γεννήθηκε στον Άγιο Νικόλαο της Κρήτης το 1962. Μεγάλωσε στο Τζερμιάδων του Οροπεδίου Λασιθίου. Είναι πτυχιούχος της Σχολής Τουριστικών Επαγγελμάτων Κέρκυρας. Εργάστηκε στον Ξενοδοχειακό Τομέα, καθώς και στις Σχολές Τουριστικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης ως Διοικητικός Υπάλληλος. Την γοητεύουν τα γιασεμιά, τα φεγγάρια, τα βλέμματα, τα δακρυσμένα μάτια, τα κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης, οι ξεχασμένοι δρόμοι, τα βουνά, τα ξέφτια από τις δαντέλες του παλιού καιρού. Πιστεύει στην αγάπη. Συνεργάζεται με τα Διαδικτυακά Περιοδικά, Ποιείν, Fractal, Ατέχνως κ.α. Στίχοι της έχουν μελοποιηθεί από τους: Νίκο Ανδρουλάκη, Γιώργη Κοντογιάννη, Ανδρέα Ζιάκα, Γιάννη Νικολάου, Αλέξανδρο Χατζηνικολιδάκη και Θοδωρή Καστρινό.
Η μέχρι τώρα εργογραφία της περιλαμβάνει τα βιβλία:
– Αύριο, μια ελιά η μέσα πατρίδα, Εκδόσεις: Φίλντισι, Φεβρουάριος 2023, Αθήνα
– Λασίθι, Τόπος Μέγας – Η κούπα των θεών, Αφήγημα, Εκδόσεις: Φίλντισι, Μάιος 2021, Αθήνα
– Αύριο, αφή αλμύρας οι λέξεις, Ποιητική συλλογή, Εκδόσεις: Φίλντισι, Νοέμβριος 2020, Αθήνα
– Αθιβολή γαρύφαλλο και θύμηση κανέλλα, Διηγήματα, Εκδόσεις: Φίλντισι, Νοέμβριος 2019, Αθήνα
– Αύριο στάχυα οι λέξεις, Ποιητική συλλογή, Εκδόσεις: Φίλντισι, Σεπτέμβριος 2018, Αθήνα
– Οι άλλες ν’ απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα, Διηγήματα, Εκδόσεις: Φίλντισι, Φεβρουάριος 2018, Αθήνα
– Μια κούρσα για τη Χαριγένεια, Μυθιστόρημα, Εκδόσεις: Φίλντισι, Μάιος 2017, Αθήνα
– Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο, Μυθιστόρημα, Εκδόσεις: Φίλντισι, Ιούνιος 2015, Αθήνα
– Ιστορίες για φεγγάρια, Παιδική Λογοτεχνία, Εκδόσεις: Έψιλον, 1996, Αθήνα
Συμμετοχές σε συλλογικά έργα
– Γράμματα της ποίησης, Ποιητική ανθολογία, Εκδόσεις: Ατέχνως, 2020, Αθήνα
– Μονόλογοι, Ποιητική ανθολογία, Εκδόσεις: το βιβλίο, 2017, Αθήνα
– Λογοτεχνικά Μονοπάτια, Εκδόσεις: Όστρια, 2022, Αθήνα
– Λογοτεχνικό Ολόγραμμα 1, Έκδοση της Εταιρείας Κοινωνικού Έργου και Πολιτισμού, Τυπογραφείο Γιώργου Κωστόπουλου, Δεκέμβριος 2022, Αθήνα