Χρόνος ανάγνωσης περίπου:9 λεπτά

Για τη μητέρα μου… | της Άννας Κεφαλέλη


Όλο γράψε και γράψε της έλεγα.

…Με άκουσε η μητέρα μου και στρώθηκε να γράψει αναμνήσεις από τα παιδικά της χρόνια, από τις περιπέτειες στον Αγώνα ως μαχήτρια του ΔΣΕ, από την ξενιτιά στην πολιτική προσφυγιά και την επιστροφή της στην Πατρίδα μετά από 30 χρόνια. Πήρε φόρα και δε σταματούσε. Έβλεπα κάτω απ’ την πόρτα και μες στα μεσάνυχτα αναμμένο το φως του δωματίου της και καταλάβαινα πως έπιασε δουλειά… Αγαπούσε όμως και το διάβασμα.
Ένα βράδυ άνοιξα σιγά σιγά την πόρτα του δωματίου της και αντίκρισα τη μητέρα μου να κάθεται κάτω και να ακουμπάει στο κρεβάτι της. Σκυμμένη πάνω στα χαρτιά της έγραφε στο μπλοκ που τις αγόρασα. Και ήταν μεσάνυχτα, δύο η ώρα, με πρόσωπο κόκκινο φορτισμένο με αναμνήσεις και συναισθήματα, με τις μάχες στο ΔΣΕ… με τραυματισμούς και χίλιους δύο κινδύνους. Δεν ξέχασα ποτέ τούτη την εικόνα. Έμπαινα στο δωμάτιό της και όλο έγραφε. Πήρε φόρα και δεν έλεγε να σταματήσει. Ήξερα τι γράφει από το κατακόκκινο πρόσωπό της. Δε γύρισε ούτε το κεφάλι. Μόνο τη ρώτησα βιαστικά: Τελείωσες;… Πού έφτασες;… Έχω και άλλο τετράδιο να σου δώσω… Ήθελα να την ενθαρρύνω για να συνεχίσει να γράφει. Ήθελα να της δείξω πόσο πολύ ενδιαφέρομαι για την ιστορία της. Ακόμη θυμάμαι και γελάω με τις απαντήσεις της: «Τώρα είμαι στους Παπάδες της Δράμας, τώρα είμαι στο Μάλι Μάδι, τώρα είμαι στις Πρέσπες, τώρα εκεί που τραυματίστηκα πρώτη φορά. Έχω πολύ δρόμο μέχρι το Γράμμο»… Αυτό όμως της έδινε και δύναμη για να συνεχίσει. Κάποια στιγμή έφτασε στο τέλος της πορείας ζωής και πολέμου. Έπιασα να διαβάσω μια μια σελίδα τα γραπτά της. Διψούσα να μάθω και τίποτα δε με σταματούσε. Ξημέρωσε και ούτε που το κατάλαβα. Η συγκίνηση ήταν μεγάλη και οι εκπλήξεις ακόμα πιο πολλές. Είναι στιγμές που δεν περιγράφονται ούτε με το πινέλο ζωγραφικής αλλά ούτε και με λέξεις. Συγκινήθηκα όχι γιατί ήταν η μητέρα μου, έτσι κι αλλιώς τα παιδιά αγαπάνε τις μητέρες τους. Συγκινήθηκα για εκείνα που δεν ήξερα… για τον τρόπο που σκεφτότανε, για την ευαισθησία που κουβαλούσε μέσα της στα δεκαεπτά της χρόνια όταν έφυγε για το «Βουνό», για τον Αγώνα… Εμείς τα παιδιά, βλέπουμε τις μαμάδες μας να τρέχουν, να εργάζονται, να κρατάνε το σπίτι με ό,τι συνεπάγεται, να προλαβαίνουν την οικογένεια, να υποδέχονται φίλους, συναγωνιστές και τις παρέες τους. Το σπίτι μας ήταν ανοιχτό και μπαινόβγαιναν οικογενειακοί φίλοι της ξενιτιάς. Η μάνα μας ήτανε όλη την ώρα στο όρθιο, με την κουζίνα και τα κεράσματα που δε σταματούσαν. Όποτε συμμετείχε στην κουβέντα της παρέας συμπλήρωνε στο όρθιο κι έτρεχε στην κουζίνα. Συμπλήρωνε όμως με το αστειάκι της και ήταν πάντα πετυχημένο και εύστοχο. Γι’ αυτό, διαβάζοντας τα γραπτά της πότε δάκρυζα και πότε γελούσα. Προσπάθησα να τα μελετήσω και να τα περάσω στον υπολογιστή. Τη ρωτούσα και ζητούσα διευκρινήσεις, λεπτομέρειες, ονόματα και τοποθεσίες. Φοβόμουν κανένα δικό μου λάθος διαβάζοντας τα γραμματάκια της… γιατί ήταν του δημοτικού του πολέμου. Πρόλαβα να κάνω και μικρές διορθώσεις με τις εξηγήσεις της μητέρας μου, κυρίως σε λέξεις και έννοιες του πολέμου. Δύο χρόνια κράτησε τούτη η διαδικασία (αυτό το στάδιο) και η μητέρα μου έφυγε απρόσμενα από τη ζωή το 2000. Δυστυχώς δεν πρόλαβα να της πω τις σκέψεις μου για βιβλίο… γιατί ποτέ δεν είχα σκοπό να γράψω. Όμως αποφάσισα κάποια στιγμή να τα συμμαζέψω, να τυπώσω ό,τι έγραψε και να τα φυλάξω για τα παιδιά μου. Μα όσες φορές ξαναδιάβαζα τις σημειώσεις της μητέρας μου τόσο πιο πολύ μεγάλωνε ο φόβος μην τις χάσω… Ήθελα να το σιγουρέψω… Ήθελα να μείνουν στα παιδιά μου. Έτσι προχώρησα και τύπωσα το πρώτο μου βιβλίο με τίτλο «Μια πεζοπορία της Ζωής και του Πολέμου από το τρίγωνο του Έβρου στο Γράμμο-Βίτσι». Άκουσα αρκετά κολακευτικά σχόλια, κυρίως από αγωνιστές που έζησαν και πολέμησαν στις «κορυφές των βουνών» στα χρόνια του Εμφυλίου Πολέμου.

Τασούλα Κεφαλέλη

Με ενθάρρυναν πολλοί μέχρι που προχώρησα και σε κείμενα με δικά μου βιώματα αλλά και με ιστορίες πολέμου πολιτικών προσφύγων που επέστρεψαν στην Πατρίδα. Κάποια από αυτά δημοσιεύθηκαν στο Ριζοσπάστη, στο περιοδικό της Εθνικής Αντίστασης και στο περιοδικό ΚΑΛΗΜΕΡΑ των Ελλήνων στην Τσεχία. Είδα ότι διαβάζονται. Γνώρισα και αρκετούς αγωνιστές που μού αφηγήθηκαν τη δική τους πορεία ζωής και πολέμου. Όσο προλάβαινα κρατούσα και σημειώσεις. Ηχογραφούσα αφηγήσεις κι έγραφα κείμενα. Γνώρισα υπέροχους Ανθρώπους. Κάποιοι από αυτούς μου δώσανε και τα χειρόγραφά τους.
Ήταν ότι καλύτερο μπορούσε να μου συμβεί. Οι αναζητήσεις αυτές μού επιφύλαξαν και απρόσμενες εκπλήξεις. Ακόμα θυμάμαι τη γνωριμία μου με την αγωνίστρια Τσιομπανίδου Ελένη (με ψευδώνυμο Νίκη). Δεν τη γνώριζα. Η πρώτη τηλεφωνική μας επικοινωνία ήταν συναρπαστική. Συστήθηκα στην πρώτη μας επικοινωνία και ανέφερα τα ονόματα των γονιών μου. Ακολούθησαν λίγα δευτερόλεπτα απόλυτης σιγής. Η Νίκη άκουγε και μετρούσε τα λόγια μου, γύρισε το χρόνο πίσω και ξαφνικά με ρώτησε: «Αννούλα εσύ;;;»…

Κόλλησε το ακουστικό στο αυτί μου. Ξαφνιάστηκα και δεν ήξερα πώς να πάω παρακάτω.

Η Νίκη ένιωθε τη σιγουριά της και προχωρούσε: «Σε θυμάμαι όταν ήσουν μωρό. Το 1950 – 1954 μέναμε δίπλα δίπλα, στην ίδια αυλή, στο χωριό που γεννήθηκες. Άκουσα και τα πρώτα σου λογάκια. Δεν είδα όμως τα πρώτα βηματάκια σου γιατί ήμουν από τότε τυφλή. Τη μητέρα σου όμως τη γνώρισα νωρίτερα, όταν ταξιδεύαμε στο ίδιο βαγόνι για τη Γιουγκοσλαβία, Βουλγαρία… Δεν τη γνώριζα από τον Έβρο… αν και τα χωριά μας ήταν κοντά. Ούτε στο «Βουνό» ανταμώσαμε. Τραυματισμένες και οι δυο, το Γενάρης του 1949, μας βάλανε πάνω στα άχυρα και δίπλα, δίπλα στο ίδιο βαγόνι. Ήταν εμπορικό βαγόνι που μεταφέρανε τα ζώα. Έπρεπε να μας προστατέψουνε από τυχόν επιθέσεις αντιπάλων… Δύσκολες καταστάσεις. Ήμασταν σε πόλεμο. Είχαμε τα χάλια μας. Εγώ τυφλή και η μάνα σου με βαρύ κοιλιακό τραύμα. Ρωτούσαμε η μία την άλλη από πού είναι. Άκουσα για το χωριό τής μάνας σου, την Ελιά… και πετάχτηκα να της πω ότι κάποιος Μητσάκος από την Ελιά σκοτώθηκε σε μάχη κάπου έξω από το χωριό». Υποψίες είχε η μητέρα μου για το θάνατο του δικού της Μητσάκου. Τώρα άκουσε και το κακό μαντάτο. Τώρα επιβεβαιώθηκε ο θάνατος του δικού της ανθρώπου. Και συνεχίζει η Νίκη: «Στο άκουσμα αυτό πάγωσε το αίμα της μάνας σου. Ήταν το ξέσπασμα, έκλαιγε για πολλή ώρα κι εγώ έψαχνα να μαζέψω τα λόγια μου. Τίποτα όμως δεν μαζεύονταν. Τότε έμαθα πως ο Μητσάκος ήταν ο αρραβωνιαστικός της. Τι στιγμές και αυτές. Τέτοια γεγονότα πολέμου ζούσαμε καθημερινά»… Άκουγα τη Νίκη και το μυαλό μου πήγαινε πέρα δώθε. Πού να φανταζόμουν ότι μετά από εβδομήντα χρόνια μαθαίνω για τον Εμφύλιο πράγματα που δεν ήξερα. Άκουγα τούτη την ιστορία από τη Νίκη και η καρδιά μου κόντευε να σπάσει. Για πολλή ώρα μιλιά δεν έβγαζα. Μόνο την κοιτούσα με μάτια βουρκωμένα. Η Νίκη όμως κρατούσε τη δύναμη και την ψυχραιμία ενός ανθρώπου που είδε και έζησε πολλά… Δεν έκρυψα τα συναισθήματά μου. Ήταν όμως γλυκά συναισθήματα που δεν τα ζούμε συχνά. Την άκουγα και έφτιαχνα εικόνες μέσα στο μυαλό μου. Περνούσαν σαν φωτογραφίες η μία μετά την άλλη εικόνες με τις δύο κοπέλες μαχήτριες βαριά τραυματισμένες. Η Νίκη μιλούσε για ΤΟΤΕ και το μυαλό μου ταξίδευε στο ΧΤΕΣ. Δύο λέξεις που έχουν τη δική τους χρονική και ιστορική αξία. Από τη γενιά του πολέμου ήταν η Νίκη, από τη γενιά της ΕΙΡΗΝΗΣ είναι η δική μου γενιά. Ονειρευόμουν πως θα δω από κοντά τη Νίκη και θα μάθω περισσότερα πράγματα και γεγονότα. Τα καταφέραμε. Πήγαινα τακτικά στη Βέροια όπου έμενε μόνιμα.
Στο μυαλό μου η Θεσσαλονίκη ήτανε λίγα χιλιόμετρα από τη Βέροια. Στιγμές αξέχαστες γιατί σήμερα που γράφω τούτες τις αράδες δε ζει ούτε η Νίκη. Δεν μπορώ να ξεχάσω ούτε το ταξίδι μου στην Καστοριά.

Σ’ ένα χωριό έξω από την Καστοριά επισκέφτηκα τους γονείς ενός φίλου. Είχα στείλει το βιβλίο της μαμάς κι ο αγωνιστής τότε παππούς ενενήντα τριών χρόνων το έδωσε και στον γείτονα.
Και αυτός μαχητής του ΔΣΕ. Διάβαζε ο γείτονας το βιβλίο και πεταγότανε. Του θύμιζε πολλά… Στο σπίτι που επισκέφτηκα μιλούσαμε για το ΧΤΕΣ, για τον αγώνα τους και τη ζωή τους, για την Ιστορία και τα πάθη τους. Παρών ήταν και ο γείτονας. Όσο μιλούσαμε, ο γείτονας με κοίταγε, κοκκίνιζε και πεταγότανε. Ανήσυχος και όλο πέρα δώθε κουνιότανε. Κάποια στιγμή με ρώτησε: « Έζησε;;;…Έζησε κείνο το κορίτσι;;;… Έζησε η Τασούλα;;;…Ήμασταν μαζί όταν τραυματίστηκε. Εκεί στην καλύβα, όπου τραυματίστηκε ήμουν κι εγώ. Εγώ την κουβάλησα στην αγκαλιά. Ήταν βαριά τραυματισμένη. Η Τασούλα ΖΕΙ;;;»…Ήταν αυτόπτης μάρτυρας στον τραυματισμό της μητέρας μου… Τον κοιτούσα με δάκρυα που πλημμύρισαν το πρόσωπό μου. Έχασα τα λόγια μου. Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε κι ακόμα θυμάμαι τη φωνή αυτού του ανθρώπου. Η λέξη ΖΕΙ;;;… ΖΕΙ;;;… που επαναλαμβάνονταν κείνο το βράδυ καρφώθηκε στ’ αυτιά μου. Τον κοίταγα και ήθελα το χρόνο μου να συνέλθω. Δεν ξέχασα ποτέ τούτες τις στιγμές. Το βιβλίο αυτό μου επιφύλαξε πολλές εκπλήξεις και συγκινήσεις που ούτε τις φανταζόμουν. Άξιζε ο κόπος να κάνω το ταξίδι στην ΙΣΤΟΡΙΑ. Δεν είχα όμως την τύχη να τα πούμε με τη μητέρα μου, να την ενημερώσω και να της πω τα νέα, να της κάνω το δώρο της χαράς και της συγκίνησης. Μας άφησε ξαφνικά το 2000.

Τελευταία (Αύγουστος του 2022) γνώρισα την αγωνίστρια Βαΐτσα Πουρζιτίδου μόνιμος κάτοικος Βερολίνου. Μαχήτρια, Ανθυπολοχαγός του ΔΣΕ, ανάπηρη και αυτή, με κομμένα τα δύο πόδια της και στα 92 της χρόνια περπατάμε μαζί στο μονοπάτι της Ιστορίας. Ζει μόνη της στη Γερμανία και για συντροφιά, της έστειλα λίγα βιβλία. Μεταξύ αυτών και το βιβλίο της μητέρας μου. Λίγες μέρες αργότερα ξαναμιλήσαμε στο τηλέφωνο. Ρωτούσα πού έφτασε με το διάβασμα, σε ποια σελίδα είναι… Και η Βαΐτσα με αφόπλισε με την γρήγορη παρτιζάνικη απάντηση: «Μου θυμίζει πολλά… Διαβάζω λίγες, λίγες τις σελίδες γιατί δεν θέλω να τελειώσει»…

Δεν θα γράψω πάλι για τα συναισθήματά μου. Θα πω όμως πως δεν σκέφτηκα ποτέ αυτή την εκδοχή. Έγραψα λίγες αράδες με στιγμές από δικές μου αναμνήσεις τιμώντας τη μνήμη της μητέρας μου, όλων των μαχητριών και συναγωνιστών του ΔΣΕ που μαζί βρήκαν τη δύναμη και την αντοχή σ΄ αυτόν τον δίκαιο και δύσκολο Αγώνα.

19/11/2022 Θεσσαλονίκη

Άννα Κεφαλέλη


Απόσπασμα από το βιβλίο «Μια πεζοπορία της ζωής και του πολέμου – από το Τρίγωνο του Έβρου μέχρι το Γράμμο – Βίτσι» της Τασούλας Κεφαλέλη


Τασούλα Κεφαλέλη

Η Τασούλα Κεφαλέλη, γεννήθηκε το 1931 στο χωριό Ελιά του Έβρου. Δυναμική μαχήτρια Ανθυπολοχαγός του Δ.Σ.Ε., Πολιτική Πρόσφυγας στη συνέχεια στη Λαϊκή Δημοκρατία της Ρουμανίας, επαναπατρίστηκε το 1988 και πέθανε ξαφνικά το 2000. Πρόλαβε να αποτυπώσει μια απλή αλλά συνταρακτική καταγραφή της πολυτάραχης ζωής της, στο βιβλίο «Μια πεζοπορία της ζωής και του πολέμου από το Τρίγωνο του Έβρου μέχρι το Γράμμο – Βίτσι».

«Από πολύ μικρή μπήκα στις δυσκολίες της ζωής ως όλα τα παιδιά των αγροτών. Πρώτα μου δώσανε τη βέργα για να βόσκω τα ζώα, στα οκτώ την τσάπα – σκαλιστήρι, μετά και το δρεπάνι. Ηρθε η επιστράτευση με πολλές λαχτάρες και αγωνίες, βοηθούσα με όλες τις παιδικές μου δυνάμεις στη μάχη του Σπηλαίου – ήμουν πάνω στην εξέδρα λέγοντας ένα ποίημα για να μη φύγει το ακροατήριο, ενώ οι Γερμανοί ορμούσαν για να μας διαλύσουν. Κάθισα μέρες ολόκληρες πάνω στα πράσινα ξύλα για να μη βρούνε οι Γερμανοί τα τρόφιμα. Μικρή έμαθα να πλέκω πουλόβερ για τον ΕΛΑΣ. Ήρθε ο εμφύλιος και μας βρήκε πιο μεγάλους, γεμάτους όνειρα. Πέρασα όλη τη φρίκη του εμφύλιου από το Τρίγωνο Έβρου μέχρι το Γράμμο. Τραυματίστηκα δύο φορές, πέρασα βουνά με χιόνια, ποτάμια με νερό, κουβάλησα σφαίρες, πείνα, δίψα, ψείρες. Λαχτάρες πολλές και ό,τι δεν μπορεί να βάλει ο νους. Είδα νεκρούς, κοιμήθηκα δίπλα τους. Ύστερα απ’ όλα αυτά έφτασα στη Ρουμανία το 1949, δούλεψα μέχρι εκεί που μου επέτρεψαν οι δυνάμεις μου, 21 χρόνια και μετά στη σύνταξη. Το 1988 ήρθα στην πατρίδα».

Άννα Κεφαλέλη

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:203