Χρόνος ανάγνωσης περίπου:4 λεπτά

Μάνα Μουργκάνα αντήχησε ο λόγγος | της Ζωής Δικταίου



Αφήσαμε τ’ ασπρόρουχα στο σκοινί
εκεί κρύβονται οι ψυχές λένε, τέτοιες μέρες
τού καλοκαιριού,
ανάμεσα στα κουμπιά, σε ραφές και στις παλιές δαντέλες,
κρύβονται από τον άλικο ήλιο
μανταρισμένες ψυχές περάτες τού Αχέροντα.

Μαζώχτηκαν γυναίκες πολλές
το λευκό πουκάμισο ανέμιζε στα μανταλάκια,
σκούριασαν τα συρματοπλέγματα στο Τσεροβέτσι
ησύχασαν οι σάλπιγγες στο Σκηταριό
τα ματωμένα χνάρια στις πέτρες τήςΒελίκας σβήστηκαν,
κόπασε ο παραλογισμός τού ηρωισμού ως το θάνατο,
στις οβίδες φύτεψαν λουλούδια στον Τσαμαντά
το στάρι αθέριστο
το τραγούδι κατέβηκε από την Ταβέρα,
Δεροπολίτικο παράπονο…

« Άιντε καλώς, μωρέ, καλώς ανταμωθήκαμαν,
να κλάψομε τα ντέρτια μας
και τα παράπονά μας, μωρέ παιδιά καημένα…»

 

Διακονήσαμε τα παλιά μοιρολόγια
με καινούρια δάκρυα,
με λόγια ξεχασμένα σε αλαζόνες καιρούς,
τούτα τα νιάτα δεν λες ρίξανε ρίζες στα ξένα χώματα
τούτα τα νιάτα τ’ αδικοχαμένα θρέψανε ρίζες
σήκωσαν μπόι τα έρημα δέντρα
κι αναστήθηκαν φυλλωσιές και κλαδιά
να ξαποσταίνουν τ’ αγρίμια
να βρίσκει ο άνεμος αιτία να σταθεί
να κελαηδούν τα πουλιά…

«Να ‘χα, μωρέ, να ‘χα τον ουρανό χαρτί,
και τη θάλασσα μελάνι, και ακόμα δε με φτάνει…»

Μουρμουρίζει ψιθυριστά, αργά – αργά
άξαφνα στυλώνει το βλέμμα,
σαβανωμένος ίσκιος αχνοτρέμει στη βρύση
δεν πρόλαβε ο δόλιος να ξεδιψάσει,
κλαίει διπλωμένη στα δυο
πάνω στα ξερά χόρτα και τ’ αγκάθια
η μνήμη γδύνει τη ζωή, κυλάει το αίμα,
κυλάει παγωμένος κι ο ιδρώτας στο μέτωπο,
το σκουπίζει με το μαντίλι της.

«Αλησμονώ και χαίρομαι θυμιούμαι και δακρύζω…»
Ύστερα από τόσα χρόνια γυρεύει ενθύμια
ένα λιωμένο φυλαχτό, ένα σταυρουδάκι, ένα γράμμα,
μια φωτογραφία κι ας μην τά ’χει ανάγκη για να θυμάται
εδώ η θύμηση φυτρώνει στα ματοτσίνορα
κραυγή απ’ τη γη, μέσα βαθιά
κραυγή ίσαμε τα ξέφτια του ήλιου…

«Τό ‘μαθες μωρ’ δόλια μάνα, μωρ’ γιαλένια, κρουσταλλένια
τι έχει γίνει στην Μουργκάνα, μωρή, κόρη διαμαντένια…»

Κι από εδώ κι από εκεί το ίδιο
σφυρίζει το ξεροβόρι,
άγριος, ασύνορος ο αέρας, δεν γνωρίζει
τούτος ο αέρας ξυπνά τις λύπες ολονών
και τα κρίματα.
Ζεστό ακόμη το χώμα,
θαρρείς και τόσες ανάσες δε σβήσανε
ούτε με τις μπόρες, ούτε με τα χρόνια
θαρρείς γι’ αυτό υψώνουν
πράσινα λάβαρα τα κυπαρίσσια.

«Μ’ έμασε, γιε μ’ ο πόνος σου, μ’ έπνιξε ο καημός σου…»

Γονατιστή η βάβω
πάνω στα φύλλα τής καρυδιάς,
με την καρδιά να τρέμει, τη φλόγα στο βλέμμα,
στα χέρια το πρόσφορο, το μαχαίρι στο σοφρά,
«θ’ ανταμώσουμε τάχατε μια μέρα», συλλογίζεται
πριν αγγίξει το αχ ουρανό…
«Εγώ είμαι ’κείνη που ζητάς μαυροπαλίκαρό μου
εμένα μ’ έλιωσε ο καημός κι εσένανε το χώμα…»

Αρμπαρόριζα καίει τον ουρανίσκο,
διάβηκε ο καιρός
καλές ,κακές πέρασαν και οι πραμάτειες μαζί του
ένα κομμάτι σύννεφο απόμεινε φορτωμένο βροχή,
ανάμεσα στις ρυτίδες ταξιδεύει σιωπηλά,
οι ραγισμένες πέτρες ποτίστηκαν
και τα μνήματα γέμισαν τριαντάφυλλα.

«Ανάμεσα τρεις θάλασσες τριανταφυλλάκι κόκκινο,
πύργος θεμελιωμένος νεράντζι και λεϊμόνι…»

Παραδίπλα η κόρη βρίσκει άλλες λέξεις
θυμαρίσιο το μέλι τής ζωής,
στα χείλη της ξορκίζει τόσο θάνατο
που κουβαλούν τα μάτια.

Στη γλώσσα τής πικροδάφνης ξεφαντώνει η αγάπη
είπαμε τραγούδια,
κρατώντας
το φιλί μέχρι το ξημέρωμα.

«Στης πικροδάφνης τον ανθό έγειρα ν’ αποκοιμηθώ…»

Ύστερα σώπασε το κλαρίνο
κίνησαν τ’ αηδόνια αγαλιανά στον ποταμό
οι πεταλούδες στροβιλίζονται στο ρέμα, χρυσά φτερά,
η κόρη ορθή μετρούσε από μέσα της τα βήματα
και τους αλειτούργητους έρωτες
μαλλιά σγουρά, μαύρα μαλλιά σε ξένο παραθύρι…

«Πέρασα σ’ ένα γεφύρι βλέπω μια στο παραθύρι
με τη μάνα της μαλώνει και βαριά τη βαλαντώνει…»

Μάνα ακούστηκε,
τ’ ασπρόρουχα τινάχτηκαν στο σκοινί,
το σκοινί παγίδα των αθώων
οι στοιχειωμένες ψυχές αρνούνται
δεν περιμένουν παράδεισο…
Μάνα, ξανακούστηκε δεύτερη φορά
τα σκυλιά αλύχτησαν στην Πόβλα
ένα ουρλιαχτό στου Λια, λύκος θά ’τανε,
χορτασμένα τα όρνια πέταξαν κατά τη Λεσινίτσα.
Μάνα φώναξαν απ’ τα σπλάχνα τής γης,
τα σκουριασμένα κλειδιά έτριξαν
το ποτάμι γύρισε πίσω,
μάνα Μουργκάνα στα έρημα πολυβολεία
μάνα Μουργκάνα
μάνα Μουργκάνα αντήχησε ο λόγγος…

Άδειασαν τα μάτια,
αμίλητες πόσες στιγμές μαζώχτηκαν
αδέξιο το χέρι στον αποχωρισμό
άδειασε και η ασημόκουπα
χοντρές σταγόνες κρασί, σκούρο κεχριμπάρι,
πήραν να σκοτεινιάζουν τα περάσματα
ο τόπος μύρισε
βασιλικό και δυόσμο.

Ανοίγουν κάποτε οι ουρανοί
και καθρεφτίζονται τα πέτρινα γεφύρια.

«Με τούτη (ν’) ασημόκουπα, μωρέ,θέλω να πιω πέντ’ έξι,
κι αν δε μεθύσω κόρη μου, μωρέ, κέρνα μ’ όσο να φέξει…»

.

Φιλιάτες 18 Ιουνίου 2019, στη βρύση…
Αύριο, εν ονόματι της αγάπης

Ζωή Δικταίου


[Από την ποιητική συλλογή «Αύριο, παλιές συλλαβές καινούργια ανάγνωση»]


Η Χαρούλα Βερίγου – Μπάντιου, (λογοτεχνικό ψευδώνυμο Ζωή Δικταίου) γεννήθηκε στον Άγιο Νικόλαο της Κρήτης το 1962. Μεγάλωσε στο Τζερμιάδων του Οροπεδίου Λασιθίου. Είναι πτυχιούχος της Σχολής Τουριστικών Επαγγελμάτων Κέρκυρας. Εργάστηκε στον Ξενοδοχειακό Τομέα, καθώς και στις Σχολές Τουριστικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης ως Διοικητικός Υπάλληλος. Την γοητεύουν τα γιασεμιά, τα φεγγάρια, τα βλέμματα, τα δακρυσμένα μάτια, τα κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης, οι ξεχασμένοι δρόμοι, τα βουνά, τα ξέφτια από τις δαντέλες του παλιού καιρού. Πιστεύει στην αγάπη. Συνεργάζεται με τα Διαδικτυακά Περιοδικά, Ποιείν, Fractal, Ατέχνως κ.α. Στίχοι της έχουν μελοποιηθεί από τους: Νίκο Ανδρουλάκη, Γιώργη Κοντογιάννη, Ανδρέα Ζιάκα, Γιάννη Νικολάου, Αλέξανδρο Χατζηνικολιδάκη και Θοδωρή Καστρινό.

Η μέχρι τώρα εργογραφία της περιλαμβάνει τα βιβλία:

– Αύριο, μια ελιά η μέσα πατρίδα, Εκδόσεις: Φίλντισι, Φεβρουάριος 2023, Αθήνα
– Λασίθι, Τόπος Μέγας – Η κούπα των θεών, Αφήγημα, Εκδόσεις: Φίλντισι, Μάιος 2021, Αθήνα
– Αύριο, αφή αλμύρας οι λέξεις, Ποιητική συλλογή, Εκδόσεις: Φίλντισι, Νοέμβριος 2020, Αθήνα
– Αθιβολή γαρύφαλλο και θύμηση κανέλλα, Διηγήματα, Εκδόσεις: Φίλντισι, Νοέμβριος 2019, Αθήνα
– Αύριο στάχυα οι λέξεις, Ποιητική συλλογή, Εκδόσεις: Φίλντισι, Σεπτέμβριος 2018, Αθήνα
– Οι άλλες ν’ απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα, Διηγήματα, Εκδόσεις: Φίλντισι, Φεβρουάριος 2018, Αθήνα
– Μια κούρσα για τη Χαριγένεια, Μυθιστόρημα, Εκδόσεις: Φίλντισι, Μάιος 2017, Αθήνα
– Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο, Μυθιστόρημα, Εκδόσεις: Φίλντισι, Ιούνιος 2015, Αθήνα
– Ιστορίες για φεγγάρια, Παιδική Λογοτεχνία, Εκδόσεις: Έψιλον, 1996, Αθήνα
Συμμετοχές σε συλλογικά έργα
– Γράμματα της ποίησης, Ποιητική ανθολογία, Εκδόσεις: Ατέχνως, 2020, Αθήνα
– Μονόλογοι, Ποιητική ανθολογία, Εκδόσεις: το βιβλίο, 2017, Αθήνα
– Λογοτεχνικά Μονοπάτια, Εκδόσεις: Όστρια, 2022, Αθήνα
– Λογοτεχνικό Ολόγραμμα 1, Έκδοση της Εταιρείας Κοινωνικού Έργου και Πολιτισμού, Τυπογραφείο Γιώργου Κωστόπουλου, Δεκέμβριος 2022, Αθήνα

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:198