Καραγκιόζικο Πάσχα | του Βασίλη Πλάτανου
Μια πασχαλιάτικη καραγκιόζικη κωμωδία του Γ. Χαρίδημου
Καραγκιοζίστικο Πάσχα στη στάνη που έχει ο Μπαρμπαγιώργος στο βουνό, είναι μια σύντομη κωμωδιούλα, που κυριολεκτικά αυτοσχεδίασε ο αξέχαστος φίλος, δάσκαλος, κορυφαίος καγκιοζοπαίχτης Γιώργος Χαρίδημος (μας «αποχαιρέτησε» ανοιξιάτικα πριν δέκα χρόνια),(1924-1996), βασισμένος στην πλούσια παράδοση που έχει το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο, με τις φιγούρες – σκιές.
Όπως είναι γνωστό, ο Έλληνας Καραγκιόζης, καθώς τόνε ξεχώρισε ο αναμορφωτής του Μίμαρος, είναι πλούσια πηγή με ελληνικά δρώμενα, όχι μόνο στα ηρωικά – ιστορικά του έργα, αλλά και στις κωμωδίες του. Σε αρκετές σκηνές στο ελληνικό λαϊκό θέατρο παρακολουθούμε ελληνικά ήθη κι έθιμα, τα οποία, ο επιδέξιος και γνήσιος λαϊκός καραγκιοζοπαίχτης, αυτοσχεδιάζοντας, τα ενσωματώνει στα καραγκιόζικα έργα που παίζει.
Η Λαμπρή στην μπαρμπαγιώργικη στάνη είναι στα ελληνικά έθιμα. Οι περισσότεροι τις πασχαλιάτικες μέρες πηγαίνουμε στα χωριά μας και στις εξοχές για να ψήσουμε το πασχαλιάτικο αρνί, τον πατροπαράδοτο «οβελία», να βάψουμε κόκκινα αυγά, να κάνουμε τις λαμπροκουλούρες, να παρακολουθήσουμε την Ανάσταση στην εκκλησιά και κατόπι να φάμε, να πιούμε μπόλικο κρασί, να τραγουδήσουμε με πίπιζες, ζουρνάδες, κλαρίνα, σαντούρια, βιολιά, νταούλια, να χορέψουμε, να γλεντίσουμε τρικούβερτα.
Ένα τέτοιο Πάσχα κάνει κι ο Καραγκιόζης με την οικογένειά του στην μπαρμπαγιώργικη στάνη, μια κι είναι φτωχός και πάντα πεινασμένος. Το μαντρί που έχει ο μπάρμπας του, ο μπάρμπα – Γιώργος, προσφέρει πλούσια τα καλά και τ’ αγαθά για ένα αβραμιαίο πασχαλινό γλέντι. Ο δημοφιλής και θρυλικός ήρωας στο Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο Σκιών, όπου και να πάει δεν ξεχνά πως είναι Καραγκιόζης, κι αυτό που συνηθίζει κι έχει στο μυαλό του θα το κάνει, κι ας φάει στο τέλος ξύλο.
Το καραγκιοζίστικο Πάσχα στην μπαρμπαγιώργικη στάνη μοσχοβολά βουνίσιο αγέρα, πεύκα, σούβλες, κοκορέτσια, τυριά, γαρδούμπες, σπληνάντερα, γιαούρτια, μυτζήθρες, φρεσκοψημένο χωριάτικο ψωμί στον εξοχικό φούρνο, στην αυτοσχεδιαστική κωμωδία που σκάρωσε ο καραγκοζοπαίχτης Γιώργος Χαρίδημος.
Η κωμωδία
Ανταμώνουν ο Καραγκιόζης κι ο Χατζηαβάτης και κλαίνε τη φτωχή μοίρα τους. Ο Χατζηαβάτης καταφέρνει τον Καραγκιόζη να πάει στον μπάρμπα – Γιώργο να κάνει Λαμπρή. Το πανί δείχνει ελληνική εξοχή με την μπαρμπαγιώργικη στάνη, υψωμένη την ελληνική σημαία, ένα πηγάδι, ένα ξωκλήσι με πεύκο, ή όπως έλεγε σ’ ένα ποίημά του ο Ιωάννης Γρυπάρης: «Βλέπω αντικρύ την άγια θύρα και το ξωκλήσι στο βουνό».
Η καμπάνα κρέμεται από το κλαδί, σ’ ένα δέντρο, και το αρνί είναι στη σούβλα. Βγαίνουν ο Καραγκιόζης, η γυναίκα του, η Αγλαΐα, και τα Κολλητήρια.
– «ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ:(φωνάζει δυνατά): Μπάρμπααα! Μπάρμπαααα! (Με τις αγριοφωνάρες του αρχίζουνε να γαυγίζουνε τα σκυλιά). Μπάρμπαααα. Πού ‘σαι μπάρμπααα!
– ΜΠΑΡΜΠΑ – ΓΙΩΡΓΟΣ: Στέκα ισακάτου ρε. Μη ρουβουλίσ’ ισαπάνου, τσι μου κάνεις καμιά κασκαρίκα.
– ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Μπάρμπα, μάζεψε τα σκυλιά, θα μας δαγκώσουν.
– ΜΠΑΡΜΠΑ – ΓΙΩΡΓΟΣ: Μη φουβάσι ρε κλιφταράδκου, είνι κουτάβια.
– ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Τι κουτάβια; Αυτά ρε μπάρμπα είναι μουλάρια.
– ΜΠΑΡΜΠΑ – ΓΙΩΡΓΟΣ(σφυρίζει, φωνάζει τον ψυχογιό του Μήτρο και τη γυναίκα του Μαλάμω): Αϊ Μήτρου, Μαλάμου. Νάχι τι του νου σας, γιατί ήρθι ου κλιφταράς ου Καραγκιόζ’ς. (Πηγαίνει στον Καραγκιόζη). Αϊ τι θελ’ς μαθές ρε κλιφταράδκου;
– ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Να ρε μπάρμπα, πεινάμε. Σκεφτήκαμε, πού να κάνουμε και μεις Πάσχα , κι ήρθαμε στη στάνη. Ελα ρε μπάρμπα, τα Κολλητήρια κοντεύουνε να λυσσάξουν από την πείνα. (Τον παρακαλάνε τα Κολλητήρια και η Αγλαΐα).
– ΜΠΑΡΜΠΑ – ΓΙΩΡΓΟΣ(συγκινημένος): Αϊ καθίστι να κάνουμε Λαμπρή, αλλά μη μου καν’ς Καραγκιόζ’ καμιά ζαβουλιά, γιατί θα σι αφαλουκόψου!»
Τους παίρνει στη στάνη και κάνουνε Λαμπρή. Οταν έχει ανάψει το γλέντι και χορεύουνε με τις πίπιζες και τα νταούλια, ο Καραγκιόζης μαζί με τα Κολλητήρια κλέβουν από την καλύβα βελέντζες, φλοκάτες, τυριά, κρέατα, τσαρούχια και φεύγουνε κρυφά χωρίς να τους δει κανείς. Σαν τέλειωσε το γλέντι, ο μπάρμπα – Γιώργος ψάχνει να βρει τον Καραγκιόζη και τα Κολλητήρια και δεν τους βρίσκει. Τότε καταλαβαίνει πως κάτι του έχουνε κλέψει. Ψάχνει στην καλύβα και βλέπει πως του λείπουνε πράγματα. Θυμώνει και φεύγει από τη στάνη. Ακόμα και στην παράγκα ψάχνει και δε βρίσκει τον Καραγκιόζη. Θυμωμένος, πάει και χτυπά την πόρτα στο σαράι. Βγαίνει ο Βεληγκέκας και ρωτά:
– ΒΕΛΗΓΚΕΚΑΣ: Πω, τ’ είναι ορέ;
– ΜΠΑΡΜΠΑ – ΓΙΩΡΓΟΣ: Θέλου να δω τουν τρανό!
– ΒΕΛΗΓΚΕΚΑΣ: Πώς, τι θέλεις ορέ τον Πασά;
– ΜΠΑΡΜΠΑ – ΓΙΩΡΓΟΣ (αγριεμένος): Φώναξι τουν τρανό ρε! (Ο Βεληγκέκας ειδοποιεί τον Πασά και βγαίνει).
– ΜΠΑΡΜΠΑ – ΓΙΩΡΓΟΣ: Μαθές, κυρ – τρανέ, ου κλιφταράς ου Καραγκιόζ’ς μου έκλιψι τις βιλέντζις κι τα τσαρούχια.
– ΠΑΣΑΣ: Θα δώσω διαταγή να πιάσουν τον κλέφτη τον Καραγκιόζη και σου υπόσχομαι ότι θα τον τιμωρήσω.
– ΜΠΑΡΜΠΑ – ΓΙΩΡΓΟΣ: Οχ’ δε θα τουν τιμουρήσ’ς.
– ΠΑΣΑΣ: Εκλεψε και πρέπει να τιμωρηθεί, κι ας είναι ανιψιός σου. Εγώ θα τον τιμωρήσω.
– ΜΠΑΡΜΠΑ- ΓΙΩΡΓΟΣ: Δε θα τουν τιμουρήσ’ς, αλλά αυτά που μούκλιψι ου Καραγκιόζ’ς θέλου να μου τα πλερώσεις ισύ.
– ΠΑΣΑΣ: (οργισμένος): Εγώ θα στα πληρώσω;! Βεληγκέκα, διώξε αυτόν τον χωριάτη από δω. (Ο Πασάς συμβολίζει την εξουσία. Βγαίνει ο Βεληγκέκας να διώξει τον μπάρμπα-Γιώργο, τσακώνονται και δέρνει ο μπάρμπας τον Τουρκαλά. Στο πανί βγαίνουνε και παρακολουθούνε τη σκηνή ο Καραγκιόζης κι ο Χατζηαβάτης).
– ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Καραγκιόζη κρύψου, γιατί ψάχνει να σε βρει ο Μπαρμπαγιώργος, να σε ξυλοφορτώσει για τα πράγματα που τούκλεψες. (Βγαίνει ο μπάρμπα – Γιώργος). Καραγκιόζη, πίσω σου είναι ο Μπαρμπαγιώργος.
– ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: (Κοιτάζει πίσω του): Ωχ μανούλα μ’.
– ΜΠΑΡΜΠΑ – ΓΙΩΡΓΟΣ: Μαθές να βγάλου τώρα την κουμπούρα μ’ κι να τους δώσου μια νταβρρρ! (Χτυπά δυνατά το πόδι του. Ο Χατζηαβάτης πέφτει κάτω και κάνει τον πεθαμένο. Πέφτει κι ο Καραγκιόζης και κάνει το ίδιο).
– ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Καραγκιόζη, τι σκοτάδι έχει ο Αδης!!!
– ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Δεν έφτασε ακόμα η ΔΕΗ εκεί χάμω. Και τι σκουλίκια τρομερά!
– ΜΠΑΡΜΠΑ – ΓΙΩΡΓΟΣ(ακούει που μιλάνε, σκύβει πάνω από τον Καραγκιόζη και τον ρωτά): Μιλάνι οι πιθαμέν’ ρε κλιφταράδκου;
– ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Μπάρμπα, τον παλιό καιρό οι πεθαμένοι ψηφίζανε κιόλας!
– ΜΠΑΡΜΠΑ – ΓΙΩΡΓΟΣ(σηκώνει στα χέρια τον Καραγκιόζη, τον χτυπά και τον πετά πάνω στον Χατζηαβάτη): Να, να, να, να.
– ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ και ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Βοήθεια, βοήθεια, βοήθεια! (Φεύγει ο μπάρμπα – Γιώργος).
– ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Γεια και χαρά σας, από δω ως τα σπίτια σας, και καλό Πάσχα ! Δεν έχω παράπονο, έφαγα σουβλιστό αρνί, κοκορέτσια, σπληνάντερα, τυριά, μπόλικο ξύλο από τον Μπαρμπαγιώργο, φχαριστήθηκα! Αυτό θα πει ελληνικό Πάσχα . Φαγοπότι με τσαρουχιές στα πλευρά σου. Αντε και του χρόνου ρε χαζοί, με πίπιζες και νταούλια στη στάνη, στον Μπαρμπαγιώργο».
8/4/2007
Βασίλης Πλάτανος
Εικονογράφηση: Σωτήρης Χαρίδημος
Ο Βασίλης Πλάτανος ήταν δημοσιογράφος- συγγραφέας και λαογράφος. Γεννήθηκε το 1934 στην Άντισσα της Λέσβου. Αφού ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στη Μυτιλήνη δούλεψε σε ψαροκάικα και απέκτησε ναυτικό φυλλάδιο. Φοίτησε στην σχολή δημοσιογραφίας του Σπύρου Μελά και στη σχολή σκηνοθεσίας του Πέλου Κατσέλη.
Με τη δημοσιογραφία ξεκίνησε να ασχολείται το 1950 από τη Μυτιλήνη. Αργότερα εργάστηκε ως καλλιτεχνικός και πολιτιστικός συντάκτης στις εφημερίδες «Αυγή», «Νίκη», «Νέα», «Μεσημβρινή», «Εξόρμηση», «Ελευθεροτυπία» και «Ριζοσπάστης», ενώ υπήρξε και συνεργάτης πολλών περιοδικών.
Ο Βασίλης Πλάτανος εκτός από την ενασχόλησή του με τη δημοσιογραφία άφησε πίσω του πλούσιο λαογραφικό και συγγραφικό έργο. Για το σύνολο του έργου του είχε βραβευτεί από την Ακαδημία Αθηνών, την εταιρία Λεσβιακών Μελετών, την ΕΡΤ και τη Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά. Μερικά από τα βιβλία του είναι: «Τρανές Λειτουργιές», «Εξοχή Ελληνική», «Εν Πλω», «Διάψαλμα», «Προσκυνητάρι της Αίγινας» και «Μαχαιροθαλασσόκρινα». Ο Βασίλης Πλάτανος υπήρξε άνθρωπος τίμιος, σεμνός, εργατικός και ταυτόχρονα ένας ακούραστος ερευνητής του λαϊκού μας πολιτισμού. Έφυγε από τη ζωή την 19 Μάη 2011 σε ηλικία 77 ετών.