Χρόνος ανάγνωσης περίπου:11 λεπτά

Το άδικο | του Αντώνη Κουκλινού


Νοικοκερά και μερακλίνα η Ζουμπουλιά…

Το στεροβύζι από τσι τέσσερεις τσούπρες του μπάρμπα Μηνά του μακαρίτη.

Όσο ήζενε η μάνα τζη, δεν ήκανε άλλο πράμα μόνο να τσ’ αρμηνεύγει.

Το πλεχτό, το αργαστήρι και το μαγεργιό.

Οι τρεις αδερφάδες τση εξενοπαντρευτήκανε ογλήγορα και επόμεινε η Ζουμπουλιά να γεροντοκομίσει τσι γονέους τση, ’σάμε που φύγανε για τον άλλο (γ)κόζμο.

Ήκαμε το χρέος τση και τσι ’πόσασε στα ύστερά ντος, εδά μπλιο, τριανταρίζει και βάλε.

Το τυχερό τζη δεν ήρθενε ακόμη κι ετσά επόμεινε να περνά τον καιρό τζη στο πατρικό.

Η λάτρα του σπιθιού τζη, είναι καθημερνή δουλειά και την ευχαριστιέται.

Mπαξές γεμάτος αροδαρές και βγιόλες η αυλή, με δυο λεμονιές δίφορες φορτωμένες ούλο ντο χρόνο λεμόνια.

Μνιάν ομορφχιά, ασβεστωμένο και παστρικό, όσο δε πάει…

Στημ πόρτα τση καλής κάμερας, τα γιασεμνιά πάντα κι άλλη κρέμουνται ανθισμένα και πλαντούνε από τη μυρωδιά το ντόπο.

Η κρεβατίνα πχιάνει με τσ’ αποκλαμούς τση τη μισή αυλή και κάνει παχύ ασκιανό στσι μεγάλες κάψες.

Σε δυο πιθαράκια ασβεστωμένα, έχει φυτεμένους βασιλικούς απού εθεργιέψανε και δε τζ’ αγκαλιάζουνε δυο άντρες!

Ετούτονέ το κονάκι είναι η ομορφχιά τση πέρα ρούγας.

Όπχιος περνά απ’ όξω το μπεγεντίζει, μα και ούλες οι γειτόνισσες το χαίρουνται, γιατί ’ρχουνται και βεγγερίζουνε όντε θα γύρει ο ήλιος κι αποκολώνει στη γ-κεφάλα.

Ετούτονέ όμως το πατρικό, απού τση το δώκανε οι γονέοι τζη, είναι το μαχαίρι απού την εσφάζει, γιατί ξανοίγουνε οι αμπλάδες τση πως και πως να τση το πάρουνε.

Ήλεγέ ντο η μακαρίτισσα η μάνα τζη…

-Το σπίτι θα πομείνει τση Ζουμπουλιάς, γιατί μας εγεροντοκόμησε κι εμένα και τον αφέντη σας, να μη κακοπέσωμε.

Και δεν εβγάνανε άχνα, για δεν επατούσανε τα πόδια ντος, να τσι ποφανούνε.

Με τα λόγια όμως δε σκοτώνεις πράμα.

Εδά απού εφύγανε οι γερόντοι, χτυπομουρίζουνε τση Ζουμπουλιάς.

-Το πατρικό μας είναι άδικο να το ’χεις καπατουμά αμοναχή σου.

-Ίντα το θες ετόσονά μεγάλο, ολομόναχη επόμεινες κι απάντρευτη κιόλας, μούδε κοπέλια, μούδε άντρα.

-Ετόσηνά αυλή φτάνει να κάμωμε τρεις κατοικιές σπίθια, στο κάτω – κάτω τση γραφής να κρατήξεις δυο κάμερες και πολλές σου είναι αμοναχή ’σαι ήντα τα θες;

Γροικά τσ’ αδερφάδες τση να μοιράζουνε το σπίτι και ξεσπαθώνει η Ζουμπουλιά.

-Πού είσαστονε δέκα χρόνους και βάλε απού ήτονε οι γονέοι μας κατάκοιτοι κι οι δυο ’ντονε στο κρεβάτι; Ήμουνε είκοσι χρονώ κοπελιά κι εσφάλιξα τη καρδιά μου, δεν έφυγα να τσι παραιτήσω αμοναχούς να κακοπέσουνε. Γιάντα δεν είπετε ετούτες σες τσι κουβέντες, όντεν ήζενε η μάνα μας και την εγροικούσετε να λέει πως το σπίτι είναι δικό μου; Εφύγανε οι γερόντοι κι εδεά ήρθετε να με πετάξετε όξω; Εβγάλετε απόφαση πως δε μου πρέπει και δεν είμαι ικανή να βρω έναν άθρωπο τάξε πως με πήρανε τα χρόνια. Ήντα κουβέντες γροικούνε τ’ αφθιάμου, να πα να κλειστώ σε δυο κάμερες και πολύ μου πέφτει…

Ότι και να λέει η Ζουμπουλιά τ’ αφτί δε δρώνει κιαμνιάς τονε, μόνο βγήκα κι από πάνω.

-Έχεις χαρθιά πως σου γράψανε το σπίτι; Άδε φέρεις χαρθιά να το λένε, μη μιλείς και σώπαινε καλιά σου. Να το κατέχεις πως το σπίτι θα βγει στο σφυρί και θα μοιραστεί σε τέσσερεις πάρτες, φωνιάζεις δε φωνιάζεις.

Γροικούνε οι γειτόνοι τη τραβάγια και λένε…

-Εεεε, το συγχωρεμένο το Μηνά και κοντώ θωρεί τα γίβεντα που γίνουνται στο σπίτι ντου με τσι τρεις θυγατέρες του, να ξανοίγουνε να φάνε το χάκι τση πλια μικρής.

Δεν επέρασε μήνας και να σου πάλι οπίσω και τσι τρεις αδερφάδες.

Εσέρνανε κι έναν εκτιμητή με τη κορδέλα, να μετρά το σπίτι.

Ξανοίγει αποσβολωμένη η Ζουμπουλιά να μετρούνε την αυλή και μνιά – μνιά τσι κάμερες, οι γ’ εδικοί τζη αθρώποι, χωρίς να τση δίδουνε σημασία, μούδε καλημέρα καλά, καλά.

Μνια στιγμή απάνω στη ζαλάδα και τη στενοχωρία τζη, πέφτει το βλέμμα τζη απάνω στο κάδρο που κρέμεται στο ν-τοίχο, τω γονέω τζη.

Δεν εβάσταξε…, σφαλίζει πόρτες και παραθύργια.

Κλειδώνεται μέσα και σέρνει μούγκρος χτυπά τσι μπέτες τση και ντακέρνει το μοιρολόϊ.

Σημασία δε τζη ’δωκενε κιανείς.

Εμετρήσανε το σπίτι και φύγανε.

Κατέχει πως δε μπορεί να κάμει πράμα, για δεν έχει χαρθιά να τσι σταματήσει.

Ούλοι οι χωργιανοί θωρούνε την αδικία που γίνεται και σταυροκοπχιούνται!

Ο άθρωπος είναι θεργιό και τρώει τσι σάρκες του αδύναμου, δε μπα νάνε κι αδερφός, μπροστά στο συμφέρον δε λογαργιάζει Θεό κι Αγίους.

Φαίνεται πως ετούτηνά τη κατάρα, τη κουβαλεί μέσα ντου, σ’ όπχιο Θεό κι α’ πιστεύγει.

Δεν επέρασε πολύς καιρός και ντακάρανε οι ενδιαφερόμενοι να μπαινοβγαίνουνε παρέα με τον εκτιμητή απού ανέλαβε την εργολαβία να πουλήσουνε το σπίτι.

Μέχρι και αντικλείδι του βγάλανε, να τω σε δείχνει μνια – μνια τσι κάμερες.

Έμπα, έβγα, το πήρενε απόφαση και η Ζουμπουλιά πως θα τη ποβγάλουνε ογλήγορα και τση το μηνυτέψανε πως μούδε τσι δυο κάμερες θα τση δώσουνε στην υστεργιά.

Θα πουληθεί ολόληρο όπως είναι κι ας πάει με τη πάρτε τζη, να βρει αλλού ποθές ν’ αγοράσει.

Απάνω στην απελπισία τζη, εσκέφτηκε να ζητήξει τη βοήθεια μνιας θειας του πατέρα τζη, απού είναι άκλερη και χήρα, άνε θέλει για μνια ολιά καιρό, να τη φιλοξενήσει σάμε να ιδεί ήντα θα ποκάμει, μόνο και μόνο να μη τζι θωρεί να μπαινοβγαίνουνε και σκίζεται η καρδιά τζη απού τη στενοχωρία τζη.

-Αχι κακομίτσα Ζουμπουλιά ήντα σου ’μελε να πάθεις και κατέχωτα ούλα τα καταστόλια με τσ’ αμπλάδες σου. Ντροπή ντως, ούλο το χωργιό τσ’ έχει στη μπούκα ντου και δεν είναι ψώματα…, ετούτανά τα πράματα δεν είναι σωστά και δεν τα θέλει ο Θεός.

-Θεια δε θέλω πράμα, μόνο να με κονέψεις στο σπίτι σου, σάμε να βρω τη μπόρεση να σταθώ στα πόδια μου, να ιδώ όθε που θα γείρω κι ίντα θα κάμω η μαύρη.

-Έλα παιδί μου και να μη στενοχωράσαι, μα αμοναχή είμαι και του λόγου μου και ένα πγιάτο φαϊτό θα βρίχνωμε να τρώμε κι ένα κρεβάτι να θέτωμε.

Ενεμάζωξε τα ρούχα τζη η Ζουμπουλιά, εξεκρέμασε και το κάδρο τω γονέω και ήφηγε με βαργιά καρδιά και ποταμό το δάκρυ, να πάει στση θειας τση.

Εξάνοιγε την αυλή με τα πιθάργια τσι βασιλικούς και τσι ντενέκες με τσι βγιόλες, τη κρεβατίνα και τα γιασεμνιά να κρέμουνται στσι πόρτες και ψυχοπλακώνεται η καρδιά τζη.

-Ούλα εδώ πληρώνουνται και τα καλά και τα κακά παιδί μου.

-Βάλε τα ρούχα σου στη ντολάπα και κρέμασε τη φωτογραφία τω γονέω σου, εκειέ στο ν-τοίχο απού χει τη μ-πρόκα όφκερη. Ο Θεός να τω σε συγχωρέσει, μα δεν εβγάλανε αγαπητερά κοπέλια, γιατί οι πράξεις των αδερφακιώ σου είναι του δαιμόνου.

Μπήκανε, βγήκανε, κόζμος και κοζμάκης, σάμε που βρέθηκενε ο μουστερής απού θα ’γοράσει το πατρικό.

Ένα κύριος σαραντάρης και βάλε, απού σέρνει κι ένα δεκαπεντάχρο θυλικό γλάνι.

Μπαίνουνε, βγαίνουνε και πεσίχαρες οι λαγοναριές απού σήμερο θα πέσουνε τα μετρητά, βαστούνε και γλυκά να κεράσουνε για το καλοσώριζμα.

Έτοιμα και τα χαρθιά στο συμβουλογράφο να υπογράψουνε.

Σαν επέσανε τα μπικικίνια, ανέλαβε ο δικηγόρος να τα μοιράσει, μνιας και η Ζουμπουλιά δεν ήθελε να εμφανιστεί, για δεν άντεχε να τσι θωρεί μπροστά τζη.

-Καλορίζικο και με το καλό να μπαινοβγαίνετε με την οικογένειά σας, θωρούμενε κι έχετε κόρη όπου να ’ναι τση παντριγιάς, να σας εζήσει.

-Το σπίτι δεν θα το ’χουμε για μόνιμη κατοικία, θα ερχόμαστε κάπου – κάπου τα καλοκαίργια με το παιδί μου, για ξεκούραση και ηρεμία. Πάντα ήθελα ένα σπίτι σ’ ένα χωργιό και το δικό σας μου άρεσε, γιατί το ’χετε νοικοκυρεμένο και καλλωπισμένο στην εντέλεια.

-Έπαε θα κάνετε τσι διακοπές σας και θα χαίρεσετε κάθα χρόνο το σπίτι τω γονέω μας απου το ’χαμε μη στάξει και μη βρέξει.

Γροικά μνιά γειτόνισσα από την αυλή τζη τη κουβέντα και δεν άντεξε…

Επόρισε όξω και σιμώνει κοντά….

-Ας είναι καλά η Ζουμπουλιά και τα νοικοκεράτα τζη, αυτή το ’χενε παλάτι καωμένο, μα είναι άτυχη η μαύρη και εδά το πλερώνει χωρίς να φταίει.

Επετάχτηκε η πλια γλωσσού από τσ’ αδερφάδες και τση κενώνεται διαολισμένη.

-Να κάνεις τη δουλειά σου και να μην ανεκατώνεσαι εκειά που δε σε σπέρνουνε κυρά γειτόνισσα!!!

-Ναι, να μην ανεκατώνομαι…, σάϊκα και δεν είναι δουλειά μου, μα το άδικο το κουβεδιάζει ούλο το χωργιό απού εκάμετε κι εποβγάλετε την αδερφή σας και τη πετάξετε όξω από το σπίτι. Ευτυχώς απού εβρέθηκε η θεια τζη και ήνοιξε τη πόρτα τζη και βρίχνει ένα πγιάτο φαΐ κι ένα κρεβάτι να μην είναι στο δρόμο η άτυχη.

Γροικά ο ξένος άθρωπος και ζητά εξηγήσεις, να μάθει ήντα συμβαίνει.

-Άθρωπέ μου εγόρασες το σπιτικό ετούτονέ και καλά το ’καμες…, ήντα φταίς εσύ βέβαια…, μα σα θες να μάθεις έλα εκειέ ’νε το σπίτι μου και θα στα πω ούλα χαρτί και καλαμάρι…

Γυρίζει και κάνει τση μεγάλης απου γουρλώνει τα μάθια και και είναι έτοιμη να τση χιμήξει.

-Μάζωξε τη γλώσσα σου να μην την επατήσεις κι ’μένα μη με στραβοξανοίγεις, για δε φοβούμαι και δε κωλώνω κιόλας, έπαε ζω, μνια πόρτα είμαστονε και κατέχω ήντα έσερνε η αμπλά σας δέκα χρόνους με τσι γερόντους κατάκοιτους… Μνια φορά δε σας είδα να πατήσετε τα πόδια σας, να κάμετε μνια ξωμονή να την εξεκουράσετε… Τη συγχωρεμένη τη μάνα σας την εγροίκουνα με τ’ αφθιά μου να το λέει, πως το σπίτι είναι τση Ζουμπουλιάς.

Ο Θεός την έπεψε ετούτηνέ τη γειτόνισσα, να τως τα τρίψει στα μούτρα και να μάθει κι ο ξένος άθρωπος την αδικία που γίνηκε.

Δε ντου ’ρθενε καθόλου σαν έμαθε την ιστορία και εζήτηξε να του φωνιάξουνε τη Ζουμπουλιά.

-Εγώ θα τση φωνιάξω, μα να ξεκουμπιστούνε πρώτα από το σπίτι οι αμπλάδες τση, αλλιώς δε θα ν’ έρθει, για δε θέλει φασαρίες η γυναίκα.

-Προτιμώ να πάμε εκεί που μένει να της μιλήσω.

-Καλιάνε ετσά κλουθάτε μου να σας επάω.

Σαν αντίκρισε τον άθρωπο που ’γόρασε το πατρικό τζη, την επχιάνει το παράπονο και ντακέρνει τα κλάϊματα.

Εσηκώθηκε η θειά τζη και τση κάνει…

-Παιδί μου μη κλαις μπροστά στο ξένο άθρωπο. Αυτός δε φταίει και σώπαινε, εδά εμπίτησε.

Εντύπωση του κάνει πως η Ζουμπουλιά είναι νέα κοπέλα, εμφανίσιμη και από τα λόγια τση γειτόνισσας καλός άθρωπος.

-Λυπάμαι πολύ για ότι έγινε και σας δίνω το λόγο μου πως άμα ήξερα τι σας έκαναν, δεν θα υπέγραφα τα συμβόλαια, να σας πάρω το σπίτι σας. Αισθάνομαι ένοχος και ας μη φταίω.

Επήρε το λόγο η θεία…

Ήρθενε παιδί μου ένας δικηγόρος και ήδωκέ τζη σ’ ένα φάκελο τη πάρτε τζη από τα λεφτά που πλέρωσες, μα ήντα θα τα κάμει; Κατέχεις κιανένα να ξεσπιτώνεται και να κάμει αλλού ραχάτι; Και πού θα γυρεύγει σπίτι εδά ν’ αγοράσει, η κακομίτσα, εύκολο το ‘χεις;

Επόμεινε άφωνος για λίγο και χωρίς να το καλοσκεφτεί τση κάνει.

-Έχω να της κάνω μια πρόταση…

-Διαπίστωσα πως το σπίτι είναι σε άριστη κατάσταση, χάριν στη νοικοκυροσύνη της Ζουμπουλιάς. Εμείς δεν θα μείνουμε μόνιμα, το αγόρασα για να έρχομαι τα Καλοκαίρια κάποιες μέρες να ξεκουράζομαι και να ηρεμώ, με τη κόρη μου. Η γυναίκα μου δυστυχώς δε ζει και έχω μόνο τη θυγατέρα μου, οι δυο μας θα ερχόμαστε. Λέω λοιπόν, αν θέλει και η Ζουμπουλιά, να επιστρέψει στο σπίτι της, να το προσέχει να το περιποιείται σα δικό της, γιατί στην ουσία δικό της θα ναι πάλι. Εγώ με τη κόρη μου ένα δωμάτιο θέμε όταν θα ερχόμαστε για κάποιες μέρες.

Γροικά η θεια τζη και δε πιστεύγει στ’ αφθιά τζη!

-Μωρησή Ζουμπουλιά γροικάς; Ετοσές ο άθρωπος είναι Θεού πέψιμο, κοντώ και Θε μου αλήθεια λέει; Σήκω μωρή απάνω να του κάμεις ένα γ-καφέ και δώστου μια καρέκλα, να μη στέκει ο άθρωπος.

Δε πιστεύγει και η γειτόνισσα σε όσα ήκουσε και κάνει το σταυρό τζη.

-Παναγία μου λαμπάδα θα σ’ ανάψω, απού με φώτισες να πορίσω στην αυλή μου και να κούσω τσι κουβέντες τως και να πάρω το λόγο από την αδικιά που εθώρουνε μπροστά μου. Μωρέ ήκαμά σου εγώ τσ’ αμπλάδες σου και δε θα ξαναπατήσουνε τα πόδια ντος στο χωργιό.

-Νάστε καλά κυρία μου, είδα και κατάλαβα πολλά, περιμένω όμως την απάντηση από τη Ζουμπουλιά και θα της δώσω αμέσως τα κλειδιά του σπιθιού.

Επήρε το λόγο η θεία…

-Πάρε του σπιθιού τα κλειδιά κι αδέ θες να ξωμένεις εκειά, όντε θα ν’ έρχουνται οι αθρώποι, θα ν’ έρχεσαι επαέ να κοιμάσαι, μα το ίδιο κάνει. Και να σου πω και τ’ άλλο παιδί μου…. Το σπίτι ετούτο νε, δικό σου θα νάνε…, απίς θα φύγω ήντα κοντώ θα το κάμω, κοπέλια, δεν έχω και εδά που σε θωρώ ξεσπιτωμένη, θα σ’ έχω σα ντο ψυχοπαίδι μου και θα πάμενε ίδια αύριο να στο γράψω.

Ήντα άλλο ήθελε ν’ ακούσει η Ζουμπουλιά, απούρθανε τα πάνω – κάτω σήμερο.

Και θα ξαναγαγύρει στο πατρικό τζη και δικό τζη σπίτι εβρήκενε απού τη θεια τζη.

Άνοιξε η τύχη τζη σήμερο διπλά!

Σαν επήγανε οπίσω τα πράματά τζη και ’νοίξανε πόρτες και παραθύργια, να μπει το φως, τα γιασεμνιά την αγαλιάσανε να περάσει μέσα, ακόμη και οι βασιλικοί εζωηρέψανε στην αυλή, με τσι κολοκυθόβγιολες στσι γαζοντενέκες.

Ήφηκε τζη ο άθρωπος τα κλειδιά και μνιαν υπόσχεση, πως θα ξαναγυρίσει ογλήγορα μα για άλλο λόγο.

Θα νάρθει να τα κουβεδιάσουνε γιατί την εμπεγέντισε από τη στάση τζη και θέλει να την εβάλει δίπλα ντου στη ζωή ντου.

Το ’πενε ντελόγω και τση θειας τση, να τον ανημένουνε.

Η χέρα του Θεού ήδωκε όι ένα, μα δυο σπίθια τση Ζουμπουλιάς.

Και ως φαίνεται εβρέθηκε ο άθρωπός τση, να ζήσουνε μαζί.

Από τη μνια στιγμή στην άλλη ούλα εσάσανε…

Μόνο η κακία των αθρώπω δε σάζει, γι αυτό ’χωμε και τόσες σας ανισότητες…

Φλεβάρης του 2022

Αντώνης Κουκλινός


Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:151