Χρόνος ανάγνωσης περίπου:29 λεπτά

26/2/1883-16/12/1974 * Κώστας Βάρναλης. Ο ποιητή της εργατιάς. Ο πλαστουργός μιας «νιας ζωής»! | του Διογένη Σινωπέα



«Είμαστε μεις οι Μοίρες του εαυτού μας.
Βρήκαμε μόνοι την αλήθεια
όξω μας και βαθιά μας,
που μας δείχνει τον άγιο μας σκοπό,
σκοπό για μας εδώ στη Γη.
Ιδανικό, Συφέριο, Δίκιο
το Δίκιο της Δουλειάς και της Ζωής
ενάντια στην Κλοπή,
το δίκιο των Πολλών και των Αγνών
ενάντια στους ολίγους Δυνατούς,
τους Άνεργους και τους Φονιάδες».

(«Το Φως που καίει», 1922)

Έργο του φωτογράφου Παναγιώτη Μήλιου από το Χαϊδάρι.

Ο Κώστας Βάρναλης συντάχθηκε με τους πρωτοπόρους διανοούμενους, τους φοιτητές, τους εργάτες και η μαρξιστική ιδεολογία άνοιξε νέους ορίζοντες στην ποίησή του. Ο ποιητής πλαστουργός μιας «νιας ζωής» που με το όραμα και τον αγώνα μεταμορφώνει τις συνειδήσεις και τις διαπαιδαγωγεί. Συνήθως, ο λόγος περιστρέφεται γύρω από τον Βάρναλη ποιητή ή και τον πεζογράφο. Όμως, πίσω από τον λογοτέχνη βρίσκεται ο φιλόσοφος, ο στοχαστής αγωνιστής, ο οποίος από τη στιγμή που εγκαταλείπει τη διονυσιακή, την αισθησιακή τάση, δίνει στην ποίησή του αποκλειστικά κοινωνικό περιεχόμενο.

Είπε για τον Κώστα Βάρναλη ο Μενέλαος Λουντέμης: «Ἡ ποίηση τοῦ Βάρναλη δὲ μύριζε ποτὲ γάλα. Μύριζε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μπαροῦτι· κατέβηκε δηλαδὴ στὸ στίβο χωρὶς πάρα πολλὰ γυμνάσματα καὶ δοκιμὲς καὶ περιπλανήσεις στοὺς λειμῶνες τῶν ἀσφόδελων. Μ᾿ ἄλλα λόγια, χωρὶς αὐτὲς τὶς πεισιθάνατες κραυγὲς ποὺ ἔβγαζαν ὅλοι οἱ λυρικοί του καιροῦ του. Ὄχι. Ἡ Ποίηση τοῦ Βάρναλη ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἀρσενική, λάσια, μιὰ βολίδα ποὔπεσε μὲς στὰ στεκούμενα νερὰ τοῦ μελίπηχτου λυρισμοῦ».

Ο Κώστας Βάρναλης με τον Γιάννη Ρίτσο και τον Μάριο Βάρβογλη

Θα πει για τον Κώστα Βάρναλη ο Γιάννης Ρίτσος: «Ο λόγος σου σπαθί, νυστέρι και φωτιά που φωτάει και φως που καίει. Σ’ είδαμε πάντα με την παλάμη σου ανοιχτή, δίπλα στ’ αυτί, για ν’ αφουγκράζεσαι πίσω απ’ τα τείχη τη στρογγυλή βουή του Ιστορικού, αναπότρεπτου ήλιου. Αυτόν τον ήλιο μάς έδειξες».

«Σ’ όλη τη ζωή του δασκάλου, του λογοτέχνη και
του δημοσιογράφου, ποτέ ούτε έκανα ούτε έγραψα
τίποτα παρά τη συνείδησή μου ή εναντίον του λαού,
εναντίον της ελευθερίας του και των δικαιωμάτων του»
(Από το γράμμα του Βάρναλη, το 1966, στη βράβευσή του από τους δημοσιογράφους).

Η δημοσιογραφική του ταυτοτητα

Ο αγώνας και η φροντίδα για να κατακτήσει η εργατική τάξη την αυτογνωσία της, είναι ο πυρήνας της ώριμης τέχνης του Βάρναλη. Κι αυτός είναι μαζί ο λόγος που διατηρεί και θα διατηρεί αμείωτη τη ζωντάνια της για όσον καιρό ακόμα θα συνεχίζεται η πάλη των τάξεων. Ώσπου δηλαδή «να περάσουμε το γεφύρι», όπως λέει ο Μώμος και να πληθύνουν τόσο οι συνειδητοποιημένοι Μώμοι που να κάνουν αυτού του είδους την ποίηση ολότελα περιττή.

«Της ζωής μου τα δυο μεγάλα σφάλματα τα πλέρωνα εβδομήντα χρόνια. Πρώτο: ζητούσα την αλήθεια σ’ ό,τι μάθαινα· και δεύτερο: την έλεγα στα πλήθη». Έτσι έγραψε σ’ ένα απ’ τα τελευταία του ποιήματα («Ακροτελεύτιον») και έτσι έπραξε ο Κώστας Βάρναλης, ο πρώτος από τον κύκλο των ριζοσπαστικοποιημένων ποιητών του καιρού του, που μόλις τέσσερα χρόνια μετά την Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση, με το έργο του «Φως που καίει» μετουσίωσε την κομμουνιστική ιδεολογία σε ποιητικό λόγο. Υπήρξε για τη χώρα μας ένας από τους πρώτους εισηγητές μιας νέας, σύγχρονης, πραγματικά πρωτοπόρας τέχνης όχι μόνο για την κομμουνιστική ιδεολογία που τη διαπνέει, αλλά και για την αισθητική της. Ο Βάρναλης, ανταμώνοντας με την κοσμοθεωρία του μαρξισμού – λενινισμού και τους κομμουνιστές, έκανε στην άκρη τη «βολή» του και τα «υψηλά» και «ιερά» ιδανικά της αστικής τέχνης και στρατεύτηκε με τα κομμουνιστικά ιδανικά. Έθεσε την ποίησή του στην υπηρεσία του λαού και έγινε «ξυπνητήρι» του.

«Όχι με λόγια, μ’ έργα τ’ Άδικο πολέμα!
Κι όχι μονάχος! Με τα πλήθη συνταιριάσου!
Τ’ άδικο μ’ αίμα θρέφεται! Πνίξε το με αίμα.
Κι άμα θα σπάσουν οι αλυσίδες τ’ αδερφού
η λευτεριά η δικιά του θάναι λευτεριά σου,
κι ανάγκη πια δεν θα ‘χεις κανενός Θεού!..».

Το 1912, στο Κράσι της Κρήτης. Κώστας Βάρναλης, Χαρίλαος Στεφανίδης, Νίκος Καζαντζάκης, Γαλάτεια Καζαντζάκη.

Στην προσωπικότητα του Βάρναλη συναντήθηκαν οι θεμελιακές ιδιότητες ενός πνευματικού ηγέτη: Το ανήσυχο κι απείθαρχο πνεύμα, η διεισδυτική κριτική σκέψη, η πλατιά και αφομοιωμένη μόρφωση, η απουσία κάθε έννοιας μικροαστικής σεμνοπρέπειας, η μαχητικότητα, αλλά κι η ευαισθησία. Όλα μαζί αυτά του τα χαρίσματα συμμάχησαν, για να τον βοηθήσουν να συλλάβει μέσα στην ιστορική κίνηση του καιρού του το χαρακτήρα της εποχής μας -εποχής που αντικειμενικά κι ανεξάρτητα από τα πισωγυρίσματα της ιστορίας είναι εποχή περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό- και να γίνει ο βασικός λογοτεχνικός εκφραστής της.

Από τότε που τον κέρδισε η κομμουνιστική ιδεολογία, ο Βάρναλης έβαλε σκοπό της ζωής του να γίνει ο ποιητικός οργανωτής των διαθέσεων της εργατικής τάξης «για την κοινωνική της χειραφέτηση, για την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας και την πραγματοποίηση του δικού της πολιτισμού», όπως γράφει στα Φιλολογικά Απομνημονεύματά του. Με επαναστατικό πάθος ρίχνεται στην προσπάθεια να βοηθήσει «τις δυνάμεις του μέλλοντος να νικήσουν», για ν’ απαλλαγεί η ανθρωπότητα που βογκά από την αιτία της δυστυχίας της, το ξεπερασμένο και διαβρωμένο σε όλες του τις εκφράσεις κοινωνικό και πολιτικό σύστημα.

Στόχος που προϋποθέτει η εργατική τάξη «να χωρίσει από τους κυρίους της», όπως τονίζει. Να αποκτήσει δηλαδή συνείδηση ως τάξη για τον εαυτό της, που αυτή πρέπει να πάρει την εξουσία.

Το 1912 στο Κράσι της Κρήτης, Γαλάτεια Καζαντζάκη, Έλλη Αλεξίου, Μάρκος Αυγέρης, Κώστας Βάρναλης, Νίκος Καζαντζάκης και Χαρίλαος Στεφανίδης.

Λέει ο Μώμος – το προσωπείο του Βάρναλη στο «Φως που καίει»

«Σεις οι δυνατοί πρώτα της Γης κ’ ύστερα τ’ Ουρανού
δε μπορείτε να υπάρχετε χωρίς τους αδύνατους.
Τη δύναμή σας την κλέβετε από δάφτους.
Κ’ ύστερα πολεμάτε συναμεταξύ σας
ποιός θα μπορέσει να την κάνει ολάκερη δικιά του
Κ’ οι δυο σας δε λέτε την αλήθεια.

Ο κόσμος δεν έχει αρχή.
Δεν έχει δημιουργό. Ύπαρχε πάντα.
Και γίνεται πάντα μοναχός του.
Όσο για τον άνθρωποι, τον έπλασε… η μαϊμού!
Κ’ εσάς οι άνθρωποι.
Σας πλάσαν οι αφέντες της Γης “κατ’ εικόνα και ομοίωσή τους”.
Δουλειά σας είναι να διατηρείτε την Ανισότητα
και να προστατέβετε την Αδικία.
Και μετά θάνατον; – Αέρας φρέσκος!
Όξω από το συφέρο των Κροίσων
(με κορώνα και δίχως κορώνα)
κι όξω από τη φαντασία των φοβισμένων
και των ανίδεων, δεν υπάρχετε πουθενά…».

Πορτραίτο του Κώστα Βάρναλη φιλοτεχνημένο από τον Γιώργο Γουναρόπουλο (1890 – 1977).

Βιογραφικά σπαράγματα

Ο Κώστας Βάρναλης γεννήθηκε στις 26 Φλεβάρη 1883 στον Πύργο (Μπουργκάς) της Βουλγαρίας. Το 1898 τελειώνει το Ελληνικό Σχολείο και συνεχίζει την εκπαίδευσή του στα Ζαρίφεια Διδασκαλεία της Φιλιππούπολης. Το 1902 έρχεται στην Αθήνα για να σπουδάσει φιλολογία και εκεί παίρνει μέρος στη διαμάχη για το γλωσσικό ζήτημα ως υποστηρικτής της Δημοτικής. Το 1904 δημοσιεύονται ποιήματά του στα περιοδικά «Νουμάς» και «Ακρίτας», ενώ το 1905 εκδίδεται η ποιητική του συλλογή «Κηρήθρες».

Στο πατρικό του σπίτι στο Μπουργκάς, Αναμνηστική πλάκα προς τιμή του. (Εδώ είναι το σπίτι που γεννήθηκε ο μεγάλος Έλληνας κομμουνιστής ποιητής και άνθρωπος της ειρήνης Κώστας Βάρναλης 1884-1974)

Το 1908 παίρνει το πτυχίο του από το Πανεπιστήμιο Αθηνών και ξεκινάει να εργάζεται στην εκπαίδευση. Εργάζεται για χρόνια ως καθηγητής Μέσης Εκπαίδευσης.

Ο Κώστας Βάρναλης, δάσκαλος της Γ’ Τάξης Ελληνικών στα Μέγαρα, το 1911.

Για βιοποριστικούς λόγους εργάζεται και ως δημοσιογράφος, ενώ από το 1910 ασχολείται με τη λογοτεχνική μετάφραση. Από το 1908 έως το 1918 δημοσιεύονται ποιήματά του σε πολλά περιοδικά.

Ο Κώστας Βάρναλης (αριστερά) στην αυλή σχολείου στην Κερατέα το 1917.

Το 1919 πηγαίνει στο Παρίσι με υποτροφία και παρακολουθεί μαθήματα Φιλοσοφίας, Φιλολογίας και Κοινωνιολογίας. Από εκεί, τον Αύγουστο στέλνει και δημοσιεύεται στο περιοδικό «Μαύρος Γάτος» το ποίημά του «Προσκυνητής», ως «πρώτο άσμα» που υπόσχεται συνέχεια. Αυτή τη συνέχεια θα τη ματαιώσει, όταν υιοθετεί τις επαναστατικές ιδέες του Μαρξισμού, που τον διαμορφώνουν, όπως ο ίδιος λέει, σε αντιϊδεαλιστή.

Ο Κώστας Βάρναλης με τον Δ. Γληνό και τον Κανονίδη, διευθυντή του ελληνικού θεάτρου του Σοχούμ, στο συνέδριο Σοβιετικών συγγραφέων στη Μόσχα το 1935.

Γράφει για εκείνη την περίοδο ο Δημήτρης Γληνός:

«Η αστική Ελλάδα, που έσερνε πίσω της και τη μεγάλη μάζα του λαού, κάνοντας τη μεγάλη εξόρμησή της την πολεμική, είχε νικήσει σε δυο μεγάλους πολέμους μέσα σε λίγα χρόνια, στα 1912-13 και στα 1918. Τεράστια αυτοπεποίθηση είχε φουσκώσει περήφανα τα στήθια των Ελλήνων. Οι ραψωδοί της φυλής άρχισαν μεγαλόστομα να τραγουδούν τις νέες δόξες πλάι στις παλιές (…)

Ο Βάρναλης απάνω σ’ αυτή τη στιγμή έρχεται στο Παρίσι. Είναι πια ώριμος ποιητής, κατέχει την τεχνική του στίχου, παίζει την αρμονία στα δάχτυλα κ’ η γλώσσα του είναι πλούσια και πολύχρωμη, μεστή από ολοζώντανα σύμβολα. Ο ορίζοντάς του, μόλις βγήκε από την Ελλάδα, πλαταίνει τεράστια. Θέλει τώρα να γίνει αυτός πνευματικός οδηγός του λαού του, να τραγουδήσει καλύτερ’ απ’ όλους τους άλλους, να σύρει τα πλήθη πίσω από την ορφική του λύρα.

Και γράφει τον «Προσκυνητή». Και αμέσως αυτό το Άσμα πρώτο του ιδεαλισμού του ήτανε και το τελευταίο. Σε λίγον καιρό γίνεται μέσα του ένας τέτοιος τεράστιος κριτικός διαφωτισμός, όπου το σύμπαντο κυριολεχτικά αναποδογυρίζεται. Σχεδόν ταυτόχρονα ή αμέσως μετά τον «Προσκυνητή», αρχίζει να γράφει «Το φως που καίει».

Ο Κώστας Βάρναλης – το 1920 στο Παρίσι.

Η κρίσιμη στιγμή φυσικά από καιρό ετοιμαζότανε μέσα του. Από τον καιρό που πρωτοήρθε στην Ελλάδα, από τον καιρό που έζησε το βαλκανικό πόλεμο και τον εθνικό θρίαμβο. Μιαν ανταρσία, μιαν αντίθεση με τα καθιερωμένα είχε πάντα μέσα του. Τώρα, όμως, στο Παρίσι, ήρθε σε αμεσότατη επαφή με τις μεγάλες κοινωνικές αντιθέσεις. Ο Ρομαίν Ρολλάν, ο Μπαρμπίς τον επηρεάζουνε. Ακούει την κριτική των αριστερών για το μεγάλο πόλεμο. Και πέρα στο βάθος του ορίζοντα ξεχωρίζει τις τεράστιες φλόγες της ρούσικης επανάστασης.

Και τότε γίνεται μέσα του η οριστική μεταστροφή. Ο νατουραλισμός του, η επικούρεια διάθεσή του, που δεν έβρισκαν τρόπο να συνδυαστούν αρμονικά με μια ποίηση εθνική, θρησκευτική και ιδεαλιστική, βρέθηκαν συνταιριασμένοι εξαίρετα με τη φλογερή σαρκαστική ορμή, που ξυπνάει τώρα μέσα του και με το διαλεχτικό ματεριαλισμό, που καταχτάει το νου του σαν ένα ψυχόρμητο. Ο Βάρναλης βρήκε τον αληθινό εαυτό του. Οι ιστορικές συμβολικές μορφές, που αγωνιζότανε μάταια να τις συλλάβει και να τις αναστήσει μέσα στη θολή και ψεύτικη ατμόσφαιρα του ιδεαλισμού, ξύπνησαν ολοζώντανες, γέμισαν από νόημα ανθρώπινο, πήρανε σάρκα και χρώμα και πνοή μόλις τις αντίκρισε ρεαλιστικά και επαναστατικά».

Ο Κώστας Βάρναλης στην Αίγινα, το 1921.

Το καλοκαίρι του 1921, στην Αίγινα, γράφει «Το φως που καίει», το οποίο εκδίδεται το 1922 στην Αλεξάνδρεια με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας.

Το 1922 δημοσιεύει τους «Μοιραίους» στο περιοδικό της ΟΚΝΕ, «Νεολαία» και το ποίημα «Λευτεριά» στο περιοδικό «Μούσα». Το 1923 ξεκινάει η εθελοντική συνεργασία του με τον «Ριζοσπάστη». Με νέα υποτροφία ξαναφεύγει στο Παρίσι. Το 1924 επιστρέφει και διδάσκει Νεοελληνική Λογοτεχνία στην Παιδαγωγική Ακαδημία του Δημήτρη Γληνού.

Το 1925 εκδίδει τη μελέτη «Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική». Ενώ εργάζεται στην Παιδαγωγική Ακαδημία, τιμωρείται στις 23 Φλεβάρη με εξάμηνη παύση για προσβολή της Παναγίας και της πατρίδας στα έργα του «Το φως που καίει» και «Ο λαός των μουνούχων». Οι συγκεκριμένοι στίχοι του αποτέλεσαν την αφορμή για το ξέσπασμα των «Μαρασλειακών». Για τη συμμετοχή του στα «Μαρασλειακά», μετά τη λήξη της παύσης του, τιμωρείται με δυσμενή μετάθεση στα Χανιά. Επειδή δεν αποδέχεται τη μετάθεση, απολύεται οριστικά. Φεύγει για τρίτη φορά στο Παρίσι, απ’ όπου στέλνει ανταποκρίσεις στην εφημερίδα «Πρόοδος».

Το 1927 εκδίδεται η ποιητική σύνθεση «Σκλάβοι Πολιορκημένοι». Παράλληλα, συνεργάζεται, με θεωρητικά κείμενα, στο περιοδικό «Αναγέννηση» του Δ. Γληνού. Το 1928 ξεκινάει να γράφει λήμματα στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια του «Πυρσού».

Το 1929 παντρεύεται με την ποιήτρια Δώρα Μοάτσου.

Με τη γυναίκα του και ποιήτρια Δώρα Μοάτσου-Βάρναλη.

Στις 3/6/1929 διαμαρτύρεται με κείμενο δημοσιευμένο στον «Ριζοσπάστη» για την εφαρμογή του Ιδιώνυμου στους φοιτητές.

Στις 13/12/1930 υπογράφει έκκληση διανοούμενων για τη σωτηρία των κομμουνιστών φαντάρων στο Καλπάκι.

Το 1932 εκδίδεται η «Αληθινή απολογία του Σωκράτη». Την ίδια χρονιά, μαζί με 29 ακόμα διανοούμενους, υπογράφει το Αντιπολεμικό Μανιφέστο.

Γράφει ο ίδιος ο Βάρναλης στον πρόλογο της 5ης έκδοσης της «Αληθινής απολογίας του Σωκράτη» το 1956: «Μερικοί παρεξηγήσανε το σκοπό και πνέβμα του έργου. Νομίζανε πως μ’ αφτό χλεβάζεται η «αρχαία Ελλάδα» κι ο μεγάλος φιλόσοφος Σωκράτης. Λάθος. Η Ελλάδα της παρακμής κι ο θεωρητικός της αντίδρασης χρησιμέψανε για πρόσχημα να χτυπηθεί η παρακμή κ’ η αντίδραση της εποχής μας. Το Σωκράτη, το τέκνο του λαού, που στάθηκεν εχθρός του λαού και καταφρονετής της δημοκρατίας, τον κατηγορήσανε τρεις, αλλά τον καταδίκασε ο λαός. Το δικαστήριο της Ηλιαίας με τα πεντακόσια μέλη του ήτανε δικαστήριο λαϊκό. Αλλά γιατί τον καταδίκασε ο λαός; Όταν ο Θρασύβουλος με τους φυγάδες δημοκρατικούς λεφτέρωσε την πατρίδα και παλινόρθωσε την κυριαρχία του λαού, οι παθοί δεν μπορούσανε να ξεχάσουνε τα εγκλήματα των Τριάντα Τυράννων, που είταν εγκάθετοι του Λύσανδρου και στηρίγματα της ολιγαρχίας. Κ’ οι παθοί τούτοι μισούσανε και φοβόντουσαν τους εχθρούς της δημοκρατίας και φίλους των «σπαρτιατικών ηθών». Κ’ ένας απ’ αφτούς κι απ’ τους σημαντικότερους είτανε κι ο Σωκράτης, ο δάσκαλος των προδοτών Αλκιβιάδη και Κριτία. Αλλ’ αφτά τα «ιστορικά» δεν είναι το θέμα του βιβλίου. Η πρωτοτυπία του είναι τούτη: Ο Σωκράτης ο ίδιος αναγνωρίζει τα λάθη και τις ζημιές της διδασκαλίας του. Κι αφού κοροϊδέψει τους δημοκρατικούς της δουλοχτησίας, πάει πιο μπροστά απ’ αφτούς και γίνεται κήρυκας της πανανθρώπινης λεφτεριάς».

Το 1933 επανεκδίδεται το «Φως που καίει» με ουσιαστικές βελτιώσεις.

Στο Παρίσι, ο Κώστας Βάρναλης μαζί με τον Νίκο Χατζηκυριάκο – Γκίκα και τον Στρατή Ελευθεριάδη -Τεριάντ, 1923.

Το 1934, ο Κώστας Βάρναλης ταξιδεύει στη Μόσχα, όπου μαζί με τον Δημήτρη Γληνό λαμβάνει μέρος στο Α’ Συνέδριο των Σοβιετικών Συγγραφέων (17 Αυγούστου – 1 Σεπτέμβρη). Ο Βάρναλης μένει στην πόλη περίπου ένα μήνα, ζητώντας να επισκεφτεί πολλά μέρη, πέρα από τις εργασίες και τις εκδηλώσεις στο πλαίσιο του Συνεδρίου (στα άρθρα του αυτό αναφέρεται και ως Φεστιβάλ). Τα άρθρα που περιγράφουν τις εντυπώσεις του, δημοσιεύονται στα τέλη Σεπτέμβρη – αρχές Νοέμβρη στην εφημερίδα «Ελεύθερος Άνθρωπος» με τον γενικό τίτλο «Τι είδα εις την Ρωσσίαν των Σοβιέτ».

Είναι χαρακτηριστικό το παρακάτω απόσπασμα από αυτές του τις εντυπώσεις για το σοβιετικό σχολείο: «Το διδαχτικό προσωπικό (που είνε πολυπληθέστατο) είνε στη θέση του από τις 15 Αυγούστου και προπαρασκευάζεται για το σχολικό έτος. Την 1η Σεπτεμβρίου το πρωί όλα τα παιδιά είνε παρόντα στο σχολείο. Τους δίνουμε τα τετράδιά τους κτλ. Από τα 1.100 παιδιά μονάχα τα 12 λείψανε! Κι αυτά στείλανε «επείγοντα» γράμματα αεροπορικώς ή τηλεγραφήματα, πως σε 2-3 μέρες θα έρθουν από την εξοχή όπου είνε με τους γονείς των, άλλα στον Καύκασο, άλλα στη Γιάλτα κτλ. Φοβούνται μήπως άλλα παιδιά τους πάρουνε τη θέση. Και πώς να μη συλλογιστή κανείς το δικό μας εκπαιδευτικόν… αραμπά, που οι εγγραφές και οι εξετάσεις βαστάνε ένα… εξάμηνο και οι παραδόσεις; πότε επιστράτεψη, πότε πρόσφυγες, πότε πλημμυροπαθείς…, πότε …τύφος, μόλις γίνονται ένα μήνα και σε «ξένη» γλώσσα, την καθαρεύουσα, που είνε χειρότερη κι από επιστράτεψη κι από τύφο! (…) Τη 2α Σεπτεμβρίου το πρωί αρχίζουνε ταχτικά τα μαθήματα. Εννοείται, ούτε χαρτόσημα εγγραφής, ούτε μυθικές τιμές βιβλίων – έμμεσος τρόπος για ν’ αριστοκρατικοποιήται η εκπαίδευση του Λαού. Τα φτωχά μάλιστα παιδιά παίρνουνε το πρωινό τους ή το βραδυνό τους φαγί τζάμπα, τα βιβλία τους τζάμπα, παπούτσια και ρούχα τζάμπα. Σ’ αυτό το σχολείο υπάρχουνε 200 τέτια φτωχά παιδιά, δηλ. το 1/5 όλου του αριθμού. (Στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας επάνω σε 5 χιλ. φοιτητές οι 4 χιλ. είνε… υπότροφοι του Κράτους, δηλ. τα 80%). Αυτή είνε πραγματικά λαϊκή παιδεία».

Ο Κώστας Βάρναλης ταξίδεψε ξανά στη Μόσχα το 1959 για την απονομή του βραβείου «Λένιν». Με την γυναίκα του Δώρα Μοάτσου – Βάρναλη στην κόκκινη πλατεία.

Το 1935 συνεργάζεται με τον «Ριζοσπάστη» και τους «Νέους Πρωτοπόρους». Συμμετέχει στο Διεθνές Συνέδριο Συγγραφέων στο Παρίσι και γράφει τις εντυπώσεις του στα «Νεοελληνικά Γράμματα». Από τον Οκτώβρη μέχρι και τον Δεκέμβρη, εξορίζεται μαζί με τον Δ. Γληνό στον Άη Στράτη και στη Λέσβο. Ο Βάρναλης βγήκε από την εξορία πιο δυναμωμένος, όπως δείχνουν και τα γραπτά του, ανάμεσά τους οι στίχοι του από το ποίημα «Οχτώβρης» που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα τοίχου των εξόριστων του Άη Στράτη, την επέτειο της Οκτωβριανής Επανάστασης: Απ’ τα μπουντρούμια και την εξορία η νέα του κόσμου ξεκινά Ιστορία.

Το 1935, ο Βάρναλης απαντά σ’ ένα συκοφαντικό δημοσίευμα της εφημερίδας Εστία. Εκεί, ο ποιητής σημειώνει, μεταξύ άλλων:

«Όποιος διάβασε το ποίημα της «Μάνας του Χριστού» δεν πιστεύω να συνάντησε πουθενά καμιά βρισιά. Αυτό το ποίημα έχει απαγγελθεί πολλές φορές από διάφορους μπροστά σε πολύν κόσμο κι ωστόσο όλοι συγκινηθήκανε και κανένας δε βρήκε την περίφημη βρισιά της «Εστίας». Πρώτα-πρώτα θα ήτανε πολύ γελοίος άνθρωπάκος εκείνος, που θα μπορούσε να έχει προηγούμενα με τα υπερφυσικά όντα κάθε θρησκείας και κάθε μυθολογίας! Όσο για μένα όλες οι υπερφυσικότητες και οι μεταφυσικότητες είναι έξω από την πνευματική και από τη συναισθηματική ζωή μου.

Αν ή Παναγία μού κίνησε το ποιητικό μου ενδιαφέρο, είναι γιατί μπορούσε εύκολα να γίνει η Μάνα-Σύμβολο, ο τύπος όλων των μανάδων, που κλαίνε και δέρνονται, όταν τους αδικοσκοτώνουνε τα παιδιά τους, ο τύπος και το σύμβολο της πραγματικής μητρότητας, που μπορεί να φτάσει ίσαμε την έσχατη προστυχιά και ίσαμε το έγκλημα για να σώσει το πλάσμα της.

Αυτό δεν ήτανε βρισιά ούτε ενάντια της μάνας ούτε ενάντια στα θεία! Ένας άθρησκος άνθρωπος δε βρίζει τα θεία (πώς να τα βρίσει, αφού δεν τα πιστεύει!). Εκείνοι τα βρίζουνε, που και τα καπηλεύονται. Οι γνωστές βλαστήμιες «Το Χριστό σου! την Παναγία σου! τα πεθαμένα σου» είναι αποκλειστικό δικαίωμα και προνόμιο εκείνων που «πιστεύουνε» στα θεία και φοβούνται το θάνατο, όσο και την Αλήθεια! (…)

Δεν έχω καμιά πρόθεση ν’ αποδείξω με λογικά και… άλλα επιχειρήματα, πως το Κράτος άδικα με έπαψε από καθηγητή, ενώ εγώ ήμουνα και καλός χριστιανός και καλός πατριώτης και καλός στρατιώτης! (Αυτές οι δύο τελευταίες ιδιότητες του υποδειγματικού πολίτη δε συμβιβάζονται συναμεταξύ τους. Ένας καλός πατριώτης δεν υπηρετεί ποτές στρατιώτης. Κόβει αυτός κι υπηρετούνε τα κορόιδα).

Ομολογώ πως δεν έχω καμιά απ’ αυτές τις τρεις καλοσύνες – κι ας σημειώνει το στρατιωτικό απολυτήριό μου «διαγωγή εξαίρετος»! Κι ομολογώ πως δίκαια με τιμώρησε το Κράτος, σύμφωνα με τη βαθύτερη, την πραγματική έννοια του όρου Δίκιο = «το του κρείττονος συμφέρον», δηλαδή το συμφέρο του δυνατότερου, αλλιώς «δίκαιον του ισχυρότερου».
Και σε όλες τις ταξικές κοινωνίες, υλικά δυνατότερη είναι η κυρίαρχη τάξη, πνευματικά δυνατότεροι οι ιδεολόγοι της κυριαρχίας της και ηθικά δυνατότεροι οι λακέδες. Στην Ελλάδα αυτή η κυρίαρχη τάξη, με τους ιδεολόγους της και τους λακέδες της, ήτανε πάντα τρομαχτικά καθυστερημένη στον πολιτισμό, άρα τρομαχτικά αντιδραστική.».

Το 1936 γίνεται μόνιμος συνεργάτης του «Ριζοσπάστη» μέχρι τη δικτατορία Μεταξά (4 Αυγούστου 1936). Η δικτατορία απαγορεύει τα βιβλία του. Στον ίδιο δεν επιτρέπεται να δημοσιογραφεί. Αναγκάζεται να γράφει ανυπόγραφα ή με διάφορα ψευδώνυμα.

Ξαναθυμάται τα στάδια της πνευματικής του πορείας, υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει σχολείο «αταξικό», διαβεβαιώνει ότι μόνο η «ματεριαλιστική μέθοδος ερμηνείας των «εγκόσμιων» ερματίζει τον νου και δεν τον αφήνει να «παραδέρνει σα φτερό στον κάθε άνεμο» και διαπιστώνει ότι η «προλεταριακή τέχνη» χρησιμοποιεί τον «ωμό ρεαλισμό» και την ειρωνεία ή ότι η «επαναστατική τέχνη» μετατρέπεται σε «φορέα της κοινωνικής επανάστασης».

Το 1940 συλλαμβάνεται από την Ασφάλεια. Ο Μανιαδάκης τον απειλεί με εξορία αν συνεχίσει να γράφει κατά του φασισμού. Ο Βάρναλης δεν πτοείται και συνεχίζει να γράφει αντιφασιστικά κείμενα. Το 1941, με γενικό τίτλο «Από τις σκοτεινές σελίδες της Ρώμης» δημοσιεύει πορτρέτα Ρωμαίων αυτοκρατόρων, μέσα από τα οποία συνεχίζει την αντιφασιστική αρθρογραφία του. Το 1942-1944 συμμετέχει στο ΕΑΜ. Από το 1944 έως το 1947 γράφει τακτικά στον «Ριζοσπάστη», στον «Ρίζο της Δευτέρας» και την «Κομμουνιστική Επιθεώρηση».

Στα 1955, σε ταβέρνα ο Μ. Παπαϊωάννου,  ο Κώστας Βάρναλης και ο Στρατής Τσίρκας.

Το 1955 υπογράφει την ιδρυτική διακήρυξη της Ελληνικής Επιτροπής Διεθνούς Ύφεσης και Ειρήνης. Το 1956 εκλέγεται στο Γενικό Συμβούλιο της ΕΔΑ από την Α’ Πανελλαδική της Συνδιάσκεψη. Γιορτάζονται τα λογοτεχνικά πενηντάχρονά του από την Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών.

1959. Ο Κώστας Βάρναλης, στη Μόσχα, κατά την απονομή του Βραβείου Λένιν για την Ειρήνη.

Το 1959, στη Μόσχα, του απονέμεται το Βραβείο «Λένιν» για την Ειρήνη, για τη συμβολή του στον παγκόσμιο αγώνα για την ειρήνη. Αναφερόμενος στην κατηγορία ότι ανήκει στη «στρατευμένη Τέχνη», απάντησε με αυτά τα σταράτα λόγια: «…το δόγμα «η Τέχνη δεν κάνει πολιτική» διαψεύδεται από τα πράγματα. Ο Αριστοφάνης, ο Ντάντες, ο Θερβάντες, ο Ζολά, ο Τολστόι κάνουνε πολιτική. Πολιτική κατά των «κακώς κειμένων». Πολιτική έξω απ’ τα δόντια. Ποιός μυθολόγος της εξωπολιτικής Τέχνης θα ’χει το κουράγιο να υποστηρίξει πως αυτοί οι ήλιοι του πνευματικού στερεώματος δεν είναι μέγιστοι δημιουργοί του λόγου; Να, λοιπόν, μια απόδειξη πως η Τέχνη μπορεί να κάνει πολιτική, χωρίς να πάψει να ’ναι Τέχνη και μάλιστα τρισμεγάλη. Ζήτημα, λοιπόν, υπάρχει μόνο για το ποια πολιτική δίνει ζωή και δύναμη στην Τέχνη και την απλώνει στο χώρο και στο χρόνο και ποια πολιτική τη χαλάει, τη σκοτώνει και τη μεταβάλλει σε καπνό χωρίς φλόγα...».

Στη Μόσχα το 1959 για την απονομή του βραβείου Λένιν. Αριστερά ο Ιλία Έρενμπουργκ.

Το 1961 προτείνεται από την Ελληνική Εταιρία Λογοτεχνών για το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Η Εθνική Εταιρία Λογοτεχνών προτείνει τον Η. Βενέζη και τον Σ. Μυριβήλη. Το 1964 αναγορεύεται σε επίτιμο πρόεδρο του Εθνικού Συμβουλίου της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη.

 

Πάσχα στη Νέα Ερυθραία το 1960.

 

31.5.1961 Στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, σε δεξίωση προς τιμήν Τσεχοσλοβάκων συγγραφέων.

 

Ο Κώστας Βάρναλης με την παρέα του σε ταβέρνα της Ρόδου καλοκαίρι του 1964

 

Ο Κώστας Βάρναλης περπατώντας στην Τρίτη Μαραθώνια Πορεία Ειρήνης.

Στις 16 Δεκέμβρη 1974 ο Κώστας Βάρναλης φεύγει από τη ζωή. Η κηδεία του έγινε στις 18 Δεκέμβρη στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, στις 4.30 μ.μ. Ως την τελευταία του κατοικία τον συνόδεψε μια ατέλειωτη πορεία λαού. Εκεί η οικογένειά του, οι φίλοι του, κορυφαίοι λογοτέχνες, ο Γιάννης Ρίτσος, η ηγεσία του ΚΚΕ με επικεφαλής τον Χαρίλαο Φλωράκη, εκπρόσωποι άλλων κομμάτων, πλήθος προσωπικοτήτων. Τα πρόσωπα, η συγκίνηση, οι επικήδειοι λόγοι, το αποχαιρετιστήριο ποίημα που διάβασε για τον εκλιπόντα ο Γιάννης Ρίτσος, η λαοθάλασσα, οι παρόντες κι ακόμη περισσότερο οι απόντες δεν άφηναν καμία αμφιβολία πως όλη η χώρα γονάτιζε ευλαβικά μπρος στο μεγάλο της νεκρό. Όμως, η μεγαλύτερη τιμή γι’ αυτόν εκφράστηκε μ’ ένα μόνο σύνθημα τη στιγμή που οι χιλιάδες του λαού φώναζαν: «Είσαι οδηγητής για μας Ποιητή της εργατιάς».

Φωτογραφία από την κηδεία του.

Το 1975 σε ένδειξη τιμής και μνήμης εκδίδεται η αδημοσίευτη ποιητική συλλογή του «Οργή λαού». Ποιήματά του έχουν μελοποιήσει οι Μίκης Θεοδωράκης, Νίκος Μαμαγκάκης, Σταύρος Κουγιουμτζής, Γιάννης Σπανός, Χρήστος Λεοντής, Γιάννης Ζουγανέλης κ.ά.




Ποιήματα του Κώστα Βάρναλη

Ο οδηγητής
Δεν είμαι εγώ σπορά της Τύχης
ο πλαστουργός της νιας ζωής
Εγώ είμαι τέκνο της ανάγκης
κι ώριμο τέκνο της Οργής.

Δεν κατεβαίνω από τα νέφη
γιατί δεν μ’ έστειλε κανείς
Πατέρας, τάχα παρηγόρια
για σένα, σκλάβε, που πονείς.

Ουράνιες δύναμες, αγγέλοι,
κρίνα, πουλιά κι ψαλμουδές –
τίποτα! Εμένα παραστέκουν
οι θυμωμένες σας καρδιές.

Εγώ του καραβιού γοργόνα
στ’ ορθόπλωρο καράβι μπρος.
Απάνω μου σπάνε φορτούνες
κι άγριος ενάντιά μου καιρός.

Άκου, πως παίρνουν οι αγέρες
χιλιάδων χρόνων τη φωνή!
Μέσα στο λόγο το δικό μου
όλ’ η ανθρωπότητα πονεί.

Ω! πως τον παίρνουν οι αγέρες
και πως φωνάζυμε μετά
άβυσσοι μάβροι, τάφοι μάβροι
ποτάμια γαίματα πηχτά!

Μέσα στο νου και στην καρδιά μου
αιώνων φουντώσανε ντροπές
και την παλάμη μου αρματώνουν
με φλογισμένες αστραπές.

Ένας δεν είμαι, μα χιλιάδες!
Όχι μονάχα οι ζωντανοί –
κ’ οι πεθαμένοι μ’ ακλουθάνε
σε μια αράδα σκοτεινή.

Μα κι όσοι αγέννητοι, χιλιάδες
άπλαστοι ακόμη με βλογούν
κι όλοι ακουμπάνε τα σπαθιά τους
απάνω μου και τα λυγούν.

Δεν δίνω λέξεις παρηγόρια
δίνω μαχαίρι σ’ ολουνούς
καθώς το μπήγω μες το χώμα
γίνεται φως, γίνεται νους.

Όθε περνά, γκρεμίζει κάτου
σαν το βοριά, σαν το νοτιά
όλα τα φονικά ρηγάτα
θεμελιωμένα στην ψευτιά.

Κ’ ένα στηλώνει κι ανασταίνει
το ‘να βασίλειο της Δουλειάς
(Ειρήνη! Ειρήνη!) το βασίλειο
της Πανανθρώπινης Φιλιάς.

[«Ο Οδηγητής» είναι αφιερωμένος στον Λένιν, όπως δήλωσε ο ίδιος ο Κώστας Βάρναλης στο χαιρετιστήριο που έστειλε τον Απρίλη του 1970 για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Β.Ι. Λένιν και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ιζβέστια» της Μόσχας]


Οἱ μοιραῖοι
Μὲς στὴν ὑπόγεια τὴν ταβέρνα,
μὲς σὲ καπνοὺς καὶ σὲ βρισιές,
(ἀπάνου ἐστρίγγλιζε ἡ λατέρνα)
ὅλη ἡ παρέα πίναμε ἐψές,
ἐψές, σὰν ὅλα τὰ βραδάκια,
νὰ πᾶνε κάτου τὰ φαρμάκια.

Σφιγγόταν ὁ ἕνας πλάι στὸν ἄλλο
καὶ κάπου ἐφτυοῦσε καταγῆς,
ὤ! πόσο βάσανο μεγάλο
τὸ βάσανο εἶναι τῆς ζωῆς!
Ὅσο κι ὁ νοῦς ἂν τυραννιέται
ἄσπρην ἡμέρα δὲ θυμιέται!

(Ἥλιε καὶ θάλασσα γαλάζα
καὶ βάθος τοῦ ἄσωτου οὐρανοῦ,
ὤ! τῆς αὐγῆς κροκάτη γάζα
γαρούφαλλα τοῦ δειλινοῦ,
λάμπετε-σβήνετε μακριά μας,
χωρὶς νὰ μπεῖτε στὴν καρδιά μας!)

Τοῦ ἑνοῦ ὁ πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος – ἴδιο στοιχειὸ
τοῦ ἄλλου κοντόμερη ἡ γυναῖκα
στὸ σπίτι λιώνει ἀπὸ χτικιό,
στὸ Παλαμήδι ὁ γυιὸς τοῦ Μάζη
κ᾿ ἡ κόρη τοῦ γιαβῆ στὸ Γκάζι.

-Φταίει τὸ ζαβὸ τὸ ριζικό μας!
-Φταίει ὁ θεὸς ποὺ μᾶς μισεῖ!
-Φταίει τὸ κεφάλι τὸ κακό μας!
-Φταίει πρώτ᾿ ἀπ᾿ ὅλα τὸ κρασί!
«Ποιὸς φταίει; Ποιὸς φταίει;… κανένα στόμα
δὲν τὅβρε καὶ δὲν τὄπε ἀκόμα.

Ἔτσι, στὴν σκοτεινὴ ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί,
σὰν τὰ σκουλήκια κάθε φτέρνα
ὅπου μᾶς εὕρει, μᾶς πατεῖ:
δειλοί, μοιραῖοι κι ἄβουλοι ἀντάμα!
προσμένουμε, ἴσως, κάποιο θάμα!


Τσιγγάνικο
Βάρα γερὰ τὸν νταγερέ, πιωμένε μου λεβέντη!
Κορδέλλα κόκκινη κρεμῶ στὸν ἄγριο ἐσὲ ζουρνᾶ σου!
Φλουρὶ κολλῶ στὸ στῆθος σου, ξυπόλυτη χορεύτρα!
στρογγυλοπαίζει σου ἡ κοιλιὰ κι ὁ κόρφος σου πετάει
τὰ μπρούνζινα γιορτάνια σου καὶ τὰ χοντροβραχιόλια.

Παίζει τὸ μαῦρο μάτι σου, μαργιόλικο, μεγάλο,
καὶ φέρνει ὁ λάγνος σου χορὸς τὴν πεθυμιὰ τῆς νύχτας!..

Κρασὶ ἂς μὴ παύσουν τ᾿ ἄταχτα μουστάκια μας νὰ στάζουν!..
Ἒ σύ, πατέρα! Ἡ κόρη σου ῾πόψε τὸ παθαμύθι
θὰ μοῦ εἴπει τὸ τσιγγάνικο πά᾿ στὸ προσκεφαλό μου!


Οἱ πόνοι τῆς Παναγιᾶς
Ποῦ νὰ σὲ κρύψω, γιόκα μου, νὰ μὴ σὲ φτάνουν οἱ κακοί;
Σὲ ποιὸ νησὶ τοῦ Ὠκεανοῦ, σὲ ποιὰ κορφὴν ἐρημική;
Δὲ θὰ σὲ μάθω νὰ μιλᾷς καὶ τ᾿ ἄδικο φωνάξεις.
Ξέρω πῶς θἄχεις τὴν καρδιὰ τόσο καλή, τόσο γλυκή,
ποὺ μὲ τὰ βρόχια τῆς ὀργῆς ταχιὰ θενὰ σπαράξεις.

Σὺ θἄχεις μάτια γαλανά,θἄχεις κορμάκι τρυφερό,
θὰ σὲ φυλάω ἀπὸ ματιὰ κακὴ κι ἀπὸ κακὸν καιρό,
ἀπὸ τὸ πρῶτο ξάφνισμα τῆς ξυπνημένης νιότης.
Δὲν εἶσαι σὺ γιὰ μάχητες, δὲν εἶσαι σὺ γιὰ τὸ σταυρό.
Ἐσὺ νοικοκερόπουλο -ὄχι σκλάβος ἢ προδότης.

Τὴ νύχτα θὰ συκώνομαι κι ἀγάλια θὰ νυχοπατῶ,
νὰ σκύβω τὴν ἀνάσα σου ν᾿ ἀκῶ, πουλάκι μου ζεστὸ
νὰ σοῦ ῾τοιμάζω στὴ φωτιὰ γάλα καὶ χαμομήλι,
κ᾿ ὕστερα ἀπ᾿ τὸ παράθυρο μὲ καρδιοχτύπι νὰ κοιτῶ
ποὺ θὰ πηγαίνεις στὸ σκολιό με πλάκα καὶ κοντύλι.

Κι ἂν κάποτε τὰ φρένα σου μ᾿ ἀλήθεια, φῶς τῆς ἀστραπῆς,
χτυπήσει ὁ Κύρης τ᾿ οὐρανοῦ, παιδάκι μου νὰ μὴ τὴν πεῖς!
Θεριὰ οἱ ἀνθρώποι, δὲ μποροῦν τὸ φῶς νὰ τὸ σηκώσουν!
Δὲν εἶν᾿ ἀλήθεια πιὸ χρυσὴ σὰν τὴν ἀλήθεια τῆς σιωπῆς.
Χίλιες φορὲς νὰ γεννηθεῖς, τόσες θὰ σὲ σταυρώσουν!


Ἡ Μάνα τοῦ Χριστοῦ
Πῶς οἱ δρόμοι εὐωδᾶνε μὲ βάγια στρωμένοι,
ἡλιοπάτητοι δρόμοι καὶ γύρω μπαξέδες!
Ἡ χαρὰ τῆς γιορτῆς ὅλο πιότερο ἀξαίνει
καὶ μακριάθε βογγάει καὶ μακριάθε ἀνεβαίνει.

Τὴ χαρά σου, Λαοθάλασσα, κῦμα τὸ κῦμα,
τῶν ἀλλῶνε τὰ μίση καιρὸ τήνε θρέφαν
κι᾿ ἂν ἡ μαύρη σου κάκητα δίψαε τὸ κρῖμα,
νὰ ποὺ βρῆκε τὸ θῦμα της, ἄκακο θῦμα!

Ἄ! πὼς εἶχα σὰ μάνα κι᾿ ἐγὼ λαχταρήσει
(ἦταν ὄνειρο κι᾿ ἔμεινεν, ἄχνα καὶ πάει)
σὰν καὶ τ᾿ ἄλλα σου ἀδέρφια νὰ σ᾿ εἶχα γεννήσει
κι᾿ ἀπὸ δόξες ἀλάργα κι᾿ ἀλάργα ἀπὸ μίση!

Ἕνα κόκκινο σπίτι σ᾿ αὐλὴ μὲ πηγάδι. . .
καὶ μία δράνα γιομάτη τσαμπιὰ κεχριμπάρι. . .
νοικοκύρης καλὸς νὰ γυρνᾷς κάθε βράδι,
τὸ χρυσό, σιγαλὸ καὶ γλυκὸ σὰν τὸ λάδι.

Κι᾿ ἅμ᾿ ἀνοίγῃς τὴν πόρτα μὲ πριόνια στὸ χέρι,
μὲ τὰ ροῦχα γεμάτα ψιλὸ ροκανίδι,
(ἄσπρα γένια, ἄσπρα χέρια) ἡ συμβία περιστέρι
ν᾿ ἀνασαίνῃ βαθιὰ τ᾿ ὅλο κέδρον ἀγέρι.

Κ᾿ ἀφοῦ λίγο σταθῇς καὶ τὸ σπίτι γεμίσῃ
τὸν καλό σου τὸν ἤσκιο, Πατέρα κι᾿ Ἀφέντη,
ἡ ἀκριβή σου νὰ βγάνῃ νερὸ νὰ σοῦ χύσῃ,
ὁ ἀνυπόμονος δεῖπνος μὲ γέλια ν᾿ ἀρχίσῃ.

Κι᾿ ὁ κατόχρονος θάνατος θἄφτανε μέλι
καὶ πολλὴ φύτρα θ᾿ ἄφηνες τέκνα κι᾿ ἀγγόνια
καθενοῦ καὶ κοπάδι, χωράφια κι᾿ ἀμπέλι,
τ᾿ ἀργαστήρι ἐκεινοῦ, ποὺ τὴν τέχνη σου θέλει.

Κατεβάζω στὰ μάτια τὴ μάβρην ὀμπόλια,
γιὰ νὰ πάψη κι᾿ ὁ νοῦς μὲ τὰ μάτια νὰ βλέπῃ. . .
Ξεφαντώνουν τ᾿ ἀηδόνια στὰ γύρω περβόλια,
λεϊμονιᾶς σὲ κυκλώνει λεφτὴ μοσκοβόλια.

Φεύγεις πάνου στὴν ἄνοιξη, γιέ μου, καλέ μου,
ἄνοιξή μου γλυκιά, γυρισμὸ ποὺ δὲν ἔχεις.
Ἡ ὀμορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιέ μου,
δὲ μιλᾷς, δὲν κοιτᾷς, πῶς μαδιέμαι, γλυκέ μου!

Καθὼς κλαίει, σὰν τῆς παίρνουν τὸ τέκνο, ἡ δαμάλα,
ξεφωνίζω καὶ νόημα δὲν ἔχουν τὰ λόγια.
Στύλωσέ μου τὰ δυό σου τὰ μάτια μεγάλα.
Τρέχουν αἷμα τ᾿ ἀστήθια, ποὺ βύζαξες γάλα.

Πῶς ἀδύναμη στάθηκε, τόσο ἡ καρδιά σου
στὰ λαμπρὰ Γεροσύλυμα Καίσαρας νὰ μπῇς!
Ἂν τὰ πλήθη ἀλαλάζανε ξώφρενα (ἀλιά σου!)
δὲν ἤξεραν ἀκόμα οὔτε ποιὸ τ᾿ ὄνομά σου!

Κεῖ στὸ πλάγι δαγκάναν οἱ ὀχτροί σου τὰ χείλη. . .
Δολερὰ ξεσηκώσανε τ᾿ ἄγνωμα πλήθη
κι᾿ ὅσο ὁ γήλιος νὰ πέσῃ καὶ νἄρθῃ τὸ δείλι,
τὸ σταυρό σου καρφώσαν οἱ ὀχτροί σου κι᾿ οἱ φίλοι.

Μὰ γιατί νὰ σταθῇς νὰ σὲ πιάσουν! Κι᾿ ἀκόμα
σὰ ρωτήσανε: «Ποιὸς ὁ Χριστός;» τί ῾πες «Νά με!»
Ἄχ! δὲν ξέρει τί λέει τὸ πικρό μου τὸ στόμα!
Τριάντα χρόνια, παιδί μου, δὲ σ᾿ ἔμαθ᾿ ἀκόμα!


Η μπαλάντα του κυρ Μέντιου
Δὲ λυγᾶνε τὰ ξεράδια
καὶ πονᾶνε τὰ ρημάδια!
Κούτσα μία καὶ κούτσα δυὸ
τῆς ζωῆς τὸ ρημαδιό!

Μεροδούλι, ξενοδούλι!
Δέρναν οὗλοι: ἀφέντες, δοῦλοι,
οὗλοι: δοῦλοι, ἀφεντικὸ
καὶ μ᾿ ἀφήναν νηστικό.

Τὰ παιδιά, τὰ καλοπαίδια,
παραβγαίνανε στὴν παίδεια
μὲ κοτρόνια στὰ ψαχνά,
φοῦχτες μῦγα στ᾿ ἀχαμνά!

Ἀνωχώρι, Κατωχώρι,
ἀνηφόρι, κατηφόρι,
καὶ μὲ κάμα καὶ βροχή,
ὥσπου μοῦ ῾βγαινε ἡ ψυχή.

Εἴκοσι χρονῶ γομάρι
σήκωσα ὅλο τὸ νταμάρι
κι᾿ ἔχτισα, στὴν ἐμπασιὰ
τοῦ χωριοῦ, τὴν ἐκκλησιά.

Καὶ ζευγάρι μὲ τὸ βόδι
(ἄλλο μπόι κι᾿ ἄλλο πόδι)
ὄργωνα στὰ ρέματα
τ᾿ ἀφεντὸς τὰ στρέμματα.

Καὶ στὸν πόλεμ᾿ «ὅλα γιὰ ὅλα»
κουβαλοῦσα πολυβόλα
νὰ σκοτώνωνται οἱ λαοὶ
γιὰ τ᾿ ἀφέντη τὸ φαΐ.

Καὶ γι᾿ αὐτόνε τὸν ἐρίφη
ἐκουβάλησα τὴ νύφη
καὶ τὴν προῖκα της βουνό,
τὴν τιμή της οὐρανό!

Ἀλλὰ ἐμένα σὲ μία σφήνα
μ᾿ ἔδεναν τὸ Μάη τὸ μήνα
στὸ χωράφι τὸ γυμνὸ
νὰ γκαρίζω, νὰ θρηνῶ.

Κι᾿ ὁ παπὰς μὲ τὴν κοιλιά του
μ᾿ ἔπαιρνε γιὰ τὴ δουλειά του
καὶ μοῦ μίλαε κουνιστός:
«Σὲ καβάλησε ὁ Χριστός!»

Δούλευε γιὰ νὰ στουμπώσει
ὅλ᾿ ἡ Χώρα κι᾿ οἱ καμπόσοι.
Μὴ ρωτᾷς τὸ πῶς καὶ τί,
νὰ ζητᾷς τὴν ἀρετή!

-Δὲ βαστάω! Θὰ πέσω κάπου!
-Ντράπου! Τὶς προγόνοι ντράπου!
-Ἀντραλίζομαι!… Πεινῶ!…
-Σούτ! θὰ φᾶς στὸν οὐρανό!»

Κι᾿ ἔλεα: ὅταν μίαν ἡμέρα
παρασφίξουνε τὰ γέρα,
θὰ ξεκουραστῶ κι᾿ ἐγώ,
τοῦ θεοῦ τ᾿ ἀβασταγό!

Κι᾿ ὅταν ἕνα καλὸ βράδυ
θὰ τελειώσει μου τὸ λάδι
κι᾿ ἀμολήσω τὴν πνοὴ
(ἕνα ποὺφ εἶν᾿ ἡ ζωή)

Ἡ ψυχή μου θὲ νὰ δράμῃ
στὴ ζεστὴ ἀγκαλιὰ τ᾿ Ἀβράμη,
τ᾿ ἄσπρα, τ᾿ ἀχερένια του
νὰ φιλάει τὰ γένια του!

Γέρασα κι᾿ ὡς δὲ φελοῦσα
κι᾿ ἀχαΐρευτος κυλοῦσα,
μὲ πετάξανε μακριὰ
νὰ μὲ φᾶνε τὰ θεριά.

Κωλοσούρθηκα καὶ βρίσκω
στὴ σπηλιὰ τὸν Ἅη-Φραγκίσκο:
«Χαῖρε φῶς ἀληθινὸν
καὶ προστάτη τῶν κτηνῶν!

Σῶσε τὸ γέρο κυρ Μέντη
ἀπ᾿ τὴν ἀδικιὰ τ᾿ ἀφέντη,
σὺ ποὺ δίδαξες ἀρνὶ
τὸν κυρ λύκο νὰ γενῇ!

Τὸ σκληρὸν ἀφέντη κᾶνε
ἀπὸ λύκο ἄνθρωπο κᾶνε!…»
Μὰ μὲ τὴν κουβέντα αὐτὴ
πόρτα μοῦ ῾κλεισε κι᾿ αὐτί.

Τότενες τὸ μαῦρο φίδι
τὸ διπλό του τὸ γλωσσίδι
πίσω ἀπὸ τὴν ἀστοιβιὰ
βγάζει καὶ κουνάει μὲ βιά:

«Φῶς ζητᾶνε τὰ χαϊβάνια
κι᾿ οἱ ραγιάδες ἀπ᾿ τὰ οὐράνια,
μὰ θεοὶ κι᾿ ὀξαποδῶ
κεῖ δὲν εἶναι παρὰ δῶ.

Ἂν τὸ δίκιο θές, καλέ μου,
μὲ τὸ δίκιο τοῦ πολέμου
θὰ τὸ βρῇς. Ὅπου ποθεῖ
λευτεριά, παίρνει σπαθί.

Μὴ χτυπᾷς τὸν ἀδερφό σου-
τὸν ἀφέντη τὸν κουφό σου!
Καὶ στὸν ἵδρο τὸ δικὸ
γίνε σὺ τ᾿ ἀφεντικό.

Χάιντε θῦμα, χάιντε ψώνιο
χάιντε Σύμβολον αἰώνιο!
Ἂν ξυπνήσεις, μονομιᾶς
θά ῾ρτη ἀνάποδα ὁ ντουνιᾶς.

Κοίτα! Οἱ ἄλλοι ἔχουν κινήσει
κι᾿ ἔχ᾿ ἡ πλάση κοκκινήσει
κι᾿ ἄλλος ἥλιος ἔχει βγῇ
σ᾿ ἄλλη θάλασσ᾿, ἄλλη γῆς».

 

Αὐτονεκρολογία

Μισὸν αἰῶνα πάλευα κι ἀπάνου
γιὰ λευτεριὰ δικιά μου καὶ τῶν ἄλλων,
κι ὅλο πιότερο μ᾿ ἔπνιγεν ὁ βρόχος,
κι οἱ γενναῖοι, ποὺ μὲ πνίγανε, πιὸ δοῦλοι.

Μὲ μπουκῶναν μωρὸ «Μεγάλη Ἰδέα»
κρύβοντάς μου τὸν πιὸ αἱμοβόρο ὀχτρό μου:
νά ῾μαι τοῦ ξένου ὁ πάτος, νὰ μισῶ
καὶ νὰ καταφρονῶ τ᾿ ἀνόσιο πλῆθος.

Τὰ σκολειά μου τὰ κλείνανε τὰ μάτια.
Μοῦ τ᾿ ἄνοιγαν ἡ ζούγκλα τῶν Ὀλίγων
καὶ τὰ «καταραμένα» τὰ βιβλία.
Κι ὁλάνοιχτ᾿ ἀπομεῖναν ὡς τὸ τέλος.

Ὅσο τὰ χρόνια ἀσπρίζαν στὴν κορφή μου,
τόσο βαθιὰ μοῦ μάτωνεν ἡ ἐλπίδα.
Μάθαινα πὼς ἡ ἀγάπη εἶναι δειλία
κι ἡ καλοσύνη ἀγιάτρευτο κακό.

Ἥρωας δὲν ἤμουν, μ᾿ ἔκαμνεν ὁ φόβος
(ἢ θὰ σκοτώσεις ἢ θὰ σκοτωθεῖς)
νὰ μεγαλώνω τὴ γλυκιὰ πατρίδα
καὶ νὰ μικραίνω τὸ φτωχὸ λαό.

Νὰ γελιέμαι πὼς ζῶ, ξεπόρτιζα ἔξω.
Κάθε πατημασιά μου καὶ πληγή.
Πιανόμουν ἀπὸ κάγκελα καὶ πόρτες
μὴν πέσω – τὸ κουφάρι μου κι ὄχι ἐγώ!

Μ᾿ ἄφησαν ὅλοι στὰ κακὰ ὑστερνά μου:
γυναῖκες, συγγενάδια, ἄσπονδοι φίλοι.
Κανεὶς νὰ μὲ βαστάει, νὰν τοῦ μιλάω.
Μιλοῦσα μοναχὸς δίχως ν᾿ ἀκούω.

Μὲ βρήκανε στὸ τέλος ξυλιασμένον
τρεῖς μέρες στὸ ντιβάνι μου ἀπομόναχο,
μὲ τὰ μάτια ἀνοιχτὰ καὶ στηλωμένα
κατὰ σένα, ὅπως πάντα, Ἀνατολή.

Οἱ πεθαμενατζῆδες μεθυσμένοι
βλαστημοῦσαν, ὅπως μὲ κατεβάζαν
τυλιγμένον σὲ μία παλιοκουβέρτα,
ὄροφοι πέντε καὶ σκαλιὰ ἐνενῆντα!

Κι ἢ ραχοκοκαλιὰ νὰ μὴ λυγάει
γιὰ νὰ τοὺς εὐκολύνει στὴ δουλειά τους.
Δὲν τό ῾μάθε κανένας. Τ᾿ ὄνομά μου
μήτ᾿ ἐγὼ δὲν τὸ λέω καὶ δὲν τὸ γράφω.

Τὰ μπουκωμένα στόματ᾿ ἀλυχτῆσαν:
–καλότυχοι, ἕνας Βούργαρος λιγότερο!
–κακότυχοι, ποὺ δὲν τόνε προλάβαμε!
–κόβουμ᾿ ἕναν, φυτρώνουνε σαράντα!
Εὐχαριστῶ σας, γερατειὰ καὶ πόνοι,
ποὺ ἐσεῖς μὲ ξαποστείλατε, ὄχι ὁ Νόμος
(δυὸ φορὲς «ἐπ᾿ ἐσχάτῃ προδοσίᾳ»!).

Κι οὔτε μὲ πολτοποίησε στὴ λάσπη
ἕνα τρίκυκλο ἀθῷο («τροχαῖον ἀτύχημα»!).
Ρίχτε με τώρα στὰ βαθιὰ τῆς θάλασσας.
Τ᾿ ἀδούλωτα κορμιὰ δὲ βρίσκουν οὔτε
μιᾶς πιθαμῆς Ἑλλάδα νὰ ἡσυχάσουν!

Νοέμβρης 1968


Στὸ φῶς ποὺ καίει – Πρόλογος

Νὰ σ᾿ ἀγναντεύω, θάλασσα, νὰ μὴ χορταίνω
ἀπ᾿ τὸ βουνὸ ψηλὰ
στρωτὴ καὶ καταγάλανη καὶ μέσα νὰ πλουταίνω
ἀπ᾿ τὰ μαλάματά σου τὰ πολλά.

Νά ῾ναι χινοπωριάτικον ἀπομεσήμερο, ὄντας
μετ᾿ ἄξαφνη νεροποντὴ
χυμάει μὲς ἀπ᾿ τὰ σύνεφα θαμπωτικὰ γελώντας
ἥλιος χωρὶς μαντύ.

Νὰ ταξιδεύουν στὸν ἀγέρα τὰ νησάκια, οἱ κάβοι,
τ᾿ ἀκρόγιαλα σὰ μεταξένιοι ἀχνοὶ
καὶ μὲ τοὺς γλάρους συνοδιὰ κάποτ᾿ ἕνα καράβι
ν᾿ ἀνοίγουν νὰ τὸ παίρνουν οἱ οὐρανοί.

Ξανανιωμένα ἀπ᾿ τὸ λουτρὸ νὰ ροβολᾶνε κάτου
τὴν κόκκινη πλαγιὰ χορευτικὰ
τὰ πεῦκα, τὰ χρυσόπευκα, κι᾿ ἀνθὸς τοῦ μαλαμάτου
νὰ στάζουν τὰ μαλλιά τους τὰ μυριστικά.

Κι᾿ ἀντάμα τους νὰ σέρνουνε στὸ φωτεινὸ χορό τους
ὡς μέσα στὸ νερὸ
τὰ ἐρημικὰ χιονόσπιτα-κι᾿ αὐτὰ μὲς στ᾿ ὄνειρό τους
νὰ τραγουδᾶνε, ἀξύπνητα καιρό.

Ἔτσι νὰ στέκω, θάλασσα, παντοτεινὲ ἔρωτά μου
μὲ μάτια νὰ σὲ χαίρομαι θολὰ
καὶ νά ῾ναι τὰ μελλούμενα στὴν ἅπλα σου μπροστά μου,
πίσω κι᾿ ἀλάργα βάσανα πολλά.

Ὡς νὰ μὲ πάρεις κάποτε, μαργιόλα σύ,
στοὺς κόρφους σου ἀψηλά τους ἀνθισμένους
καὶ νὰ μὲ πᾶς πολὺ μακρυὰ ἀπ᾿ τὴ μαύρη τούτη Κόλαση,
μακρυὰ πολὺ κι᾿ ἀπὸ τοὺς μαύρους κολασμένους ….


Ο Γιάννης Ρίτσος διαβάζει Βάρναλης


Διογένης ο Σινωπεύς


Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:412