Χρόνος ανάγνωσης περίπου:6 λεπτά

Η γιαγιά μου η Χρυσοδόντα | της Άννας Τακάκη

Η γιαγιά Αννίκα, το γένος Χατζησταυράκη, γεννήθηκε κατά την τουρκική επανάσταση (1897), σε ένα μικρό οικισμό στο Αχλάδι, νοτιοανατολικά του χωριού Αγ. Τριάδα, Σητείας.

Ήταν το δέκατο παιδί της οικογένειας. Δεν πήγε ποτέ σχολειό, δεν ήξερε να βάλει υπογραφή, αλλά ήξερε τι θα πει ζωή και πώς να την βαστάξει στα χέρια της. Μπορεί να μην πήγε στο σχολειό, κάποιες γνώσεις όμως τις είχε πάρει από τους αδελφούς της που εκείνοι πήγαν κάποιες τάξεις και τους άκουγε να διαβάζουν. Έδειχνε από μικρή να έχει δίψα για μάθηση, κι αυτή η δίψα την έκαιγε σ’ολη της τη ζωή. «Να κάτεχα εγώ παιδί μου γράμματα, ήθελα να ’μαι αλλιώς».

Δεν διάβαζε, μα αφουγκραζόταν τα πάντα κι αποστήθιζε. Από μικρή έμαθε πολλά ποιήματα, που άκουγε να διαβάζουν τ’ αδέρφια της. Κι όχι μόνο ποιήματα. Άκουγε γνωμικά, ιστορίες και θρύλους. Έτσι μεγαλώσαμε με τις ιστορίες και τα δημοτικά τραγούδια της γιαγιάς που τα ’λεγε ξεστήθου. Στην κουβέντα και στις συμβουλές της έβανε πάντα αποφθέγματα και παροιμίες.

Η Γιαγιά μου η Χρυσοδόντα έζησε φτώχεια, πολέμους και δυστυχίες. Ένας αδελφός της σκοτώθηκε στον Βαλκανικό πόλεμο το 1912 και έζησε τον καημό της προσφυγιάς όταν τέσσερις Σμυρνιές ξαδέρφες της με τη μάνα τους ήρθαν μετά τη σφαγή να ζητήσουν άσυλο στο φτωχικό σπίτι τους, στο μικρό Αχλάδι. Ο πατέρας τους και θείος της παντρεμένος με Σμυρνιά και εγκαταστημένος στη Σμύρνη, δεν κατάφερε να σωθεί. Ένα χρόνο μείνανε οι προσφυγοπούλες στο μικρό χωριουδάκι. Ύστερα φύγανε για την μικρή κωμόπολη, το Λιμάνι, όπως λέγανε παλιά τη Σητεία. Εκεί ασχολήθηκαν με το κέντημα και το ράψιμο.

Κάποια στιγμή η γιαγιά μου, κοπελιά όμορφη, έπεσε από το μουλάρι, καθώς πήγαινε να ποτίσει τα ζώα σε μια πλαγιά του βουνού. Εκεί έσπασε την πανωμασέλα της. Τότε προσφέρθηκαν οι Σμυρνιές να τη βοηθήσουν, πληρώνοντας τα έξοδα, ως ανταπόδοση της φιλοξενίας που τους πρόσφερε. Κατέβηκε, λοιπόν, στην πόλη κι έβαλε καινούρια δόντια, όπου μερικά ήταν χρυσά. Από τότε πήρε τον τίτλο της Χρυσοδόντας σ’ όλη την υπόλοιπη ζωή της. «Η Αννίκα, η Χρυσοδόντα», έτσι την ξεχωρίζανε στο χωριό. Να ’ναι καλά οι Σμυρνιές ξαδέρφες της που της δώσανε αυτόν τον πολύτιμο τίτλο.

Η γιαγιά μου παντρεύτηκε Ζηριώτη και ήρθε από το μετόχι που ζούσε κι εγκαταστάθηκε στο κεφαλοχώρι, φέρνοντας και τη γριά μάνα της, που της στάθηκε μέχρι το τέλος. Tο στεροκούνι της, η Αννίκα, της έκλεισε τα μάτια, όταν εκείνη εγκατέλειψε τα γήινα σε ηλικία 105 χρονών.

Η γιαγιά μου η Χρυσοδόντα έκανε τρία παιδιά, που ανάθρεψε με ήθος και αξιοπρέπεια, όπως και μια ανεθρευτή, την κόρη της αδερφής της, του Δεσποινιού, που ήρθε παιδί ακόμη από το μικρό χωριουδάκι στο κεφαλοχώρι να μάθει μοδίστρα και έμεινε μαζί της μέχρι που παντρεύτηκε.

Μια εντελώς αγράμματη γυναίκα, δεν ήξερε από λογαριασμούς, προσθέσεις αφαιρέσεις, μα τα έκανε με το μυαλό, κι όλα τα λογάριαζε σωστά. Σε όλα ήταν μέσα κι όλα τα ξέτρεχε, μα πρώτα απ’ όλα τα παιδιά της.

Πρόσφερε όλες τις οικονομίες της για να πάρει την πρώτη ραπτομηχανή στον γαμπρό της και πατέρα μου, να σταθεί στα πόδια του, αστράτευτος ακόμη. Αγωνίστηκε, πάλεψε, δημιούργησε περιουσία με κουμάντο και εργατικότητα. Ο άντρας της και παππούς μου, ο Κωστής ο Κρασάς, (Κρασαδάκης) ήταν καλός αλλά αργός και άβουλος άνθρωπος.

Μετά την κατοχή, έστω και σε μεγαλύτερη ηλικία έστειλε τον μοναχογιό της στο Γυμνάσιο, στο Λιμάνι (Σητεία) όπου ταχτικά μπαινόβγαινε με το μουλάρι για να του πηγαίνει τρόφιμα και να τον συμβουλεύει. Εκείνη όντας αγράμματη ήθελε και προσπάθησε να πάει και τις θυγατέρες της στο γυμνάσιο, αλλά για κάποιους λόγους δεν τα κατάφερε. Τους έχτισε όμως τα σπίτια τους, κουβαλώντας η ίδια πέτρες από το βουνό και ειδικό χώμα από μια άλλη περιοχή, φορτώνοντας το μουλάρι της.

Η γιαγιά μου ήταν άντρας και γυναίκα μαζί, γιατί ο κύριος της ήταν του ζαμάν φου και πέρα βρέχει! Εκάτεχε όμως πως την ομπρέλα τη βαστούσε πάντα η Χρυσοδόντα. Εκείνου του άρεσε το πιοτό, η παρέα, η πρέφα, το χωρατό. Χάσεις τον βρίσκεις τον στα καφενεία με τους μοιαστούς του. Η χρυσοδόντα τον έβγανε πάντα παλικάρι. Φόρτωνε τη σταφίδα στο μουλάρι και την πήγαινε στου Κοκκίνη το Χάνι για να την πουλήσει στους εμπόρους, να πάρει δυο παράδες να μεγαλώσει τα κοπέλια της. Την άλλη φόρτωνε χαρούπια και μάζευε βότανα από τα βουνά, για να τα πάει στο Λιμάνι να τα πουλήσει. Ανέθρεφε πάντα βόδια, κατσίκες, και πρόβατα, και πουλούσε τα μοσχαράκια, τα κατσικάκια και τα προβατάκια για για τις ανάγκες της οικογένειάς της.

Η γιαγιά Αννίκα καταγόταν από το σόι των Χατζαντωνάκιδων. Γιαγιά της ήταν μια ευφυής γυναίκα, αγράμματη μεν αλλά με πολλή σοφία, αδερφή του επαναστάτη της Κρητικής επανάστασης, του Καπετάν Γιάννη Χατζαντωνάκη. Από την ίδια οικογένεια καταγόταν και ο γνωστός για τις κοντυλιές του εμπνευσμένος λυράρης Φοραδάρης (Κωστής Χατζαντωνάκης). Πολλές φορές στα παιδικάτα μου ανέφερε τον Φοραδάρη, χωρίς ακόμη να γνωρίζω τι κληρονομιά άφησε στη μουσική μας παράδοση.

Η γιαγιά μου είχε το χάρισμα να διηγάται, κι είχε πάντα την ευχή στο στόμα. «Στην ευκή μου να πας…την ευχή τσ’ ευκής μου να’χεις»…Με συμβούλευε με μια σπάνια σοφία, που μεγαλώνοντας κατάλαβα πόσο ωφέλιμα μου στάθηκαν όλα όσα μου έλεγε. Θυμάμαι όταν με έβαζε στο γαϊδουράκι, αυτή στο σομάρι κι εγώ στα καπούλια και πόσο μου άρεσε να πηγαίνω μαζί της στα χωράφια. Τα καλοκαίρια των παιδικών μου χρόνων μου έχουν μείνει αξέχαστα καθώς με πήγαινε για μπάνια στο Γιαλό, όπως λέγαμε τότε τον Ξερόκαμπο.

Ετοίμαζε τα πράγματα και τα τρόφιμα που θέλαμε για τη διαμονή και πηγαίναμε με το γαϊδουράκι, τρεις ώρες δρόμο, περνώντας μέσα από τον παλιό οικισμό Λαμνόνι. Στου «Λαγού τη βρύση» σταματούσαμε πάντα για να πιει το γαϊδουράκι νερό και σαν περνούσαμε από το φαράγγι μου έδειχνε του Φοραδάρη την καθιά. Ήταν μια πέτρα επίπεδη κάτω από τα Μεγάλα Σύνακρα, έτσι όπως ονομάζανε τα απότομα βουνά του φαραγγιού. Εκεί καθότανε, λέει, ο Ζηριώτης λυράρης κι έπαιζε τη λύρα του. Όταν περνούσαμε από τα Μεγάλα Σύνακρα μου έλεγε πως από κει τα παλιά χρόνια γκρέμιζαν τους γέρους πατεράδες οι γιοι τους. Και γιατί τους γκρέμιζαν, γιαγιά;

Αυτή η ιστορία θρύλος έχει καταγραφεί στη μνήμη μου, αλλά και στα γραφτά μου.
Η γιαγιά μου η Χρυσοδόντα ήταν σπάνιος χαραχτήρας ανθρώπου, με τα αστεία της, τις ιστορίες και τα τραγούδια της, την εργατικότητά της, τις συμβουλές της, την προνοητικότητα, την κοινωνικότητα, την καλοσύνη της και τα διδάγματά που έδινε με τον τρόπο ζωής της.

Πρώτη ανυφαντού και πρώτη μαστόρισσα στο άνοιγμα του φύλλου. Στα παιδικά μου χρόνια θυμάμαι που την έπαιρναν οι συγχωριανές για να στήσει το αργαστήρι και όταν γινόταν κάποιος γάμος την ζητούσαν ν’ ανοίξει φύλλα για τα ξεροτήγανα.

Στα πανηγύρια του χωριού άνοιγε την πόρτα του σπιτιού της και φιλοξενούσε δικούς και ξένους, που καταφτάνανε για το γλέντι. Έπαιρνε τις θυγατέρες της και τις πήγαινε στο χορό, και σ’ όποιο κοντινό χωριό γινότανε γλέντι. Πρώτη και καλύτερη η Χρυσοδόντα με τις θυγατέρες και την ανεθρευτή της.

Η γιαγιά μου ήταν μια μερακλίνα γυναίκα, μια λεβέντισσα κρητικιά, που της άρεσε το τραγούδι, η παρέα, το γλέντι, τα πειράγματα, τα αστεία… Αναρωτιέμαι όμως αν έβρισκε χρόνο να τ’ απολαύσει όλα αυτά. Αφού τη θυμάμαι πάνω σ’ ένα γαϊδουράκι να τρέχει στους κάμπους στα σπαρτά και στα μετόχια και μ’ ένα σακί πάντα στον ώμο και στο άλλο χέρι να σέρνει τις κατσίκες της…

Γράφοντας όλα αυτά σκέπτομαι πόσο πολύ έχουν αλλάξει οι εποχές στους αιώνες. Συγκρίνω και λέω σε ποια εποχή θα προτιμούσα να ζω; Δεν είμαι σίγουρη… Ένα πάντως είναι σίγουρο. Πώς ο αγώνας της ζωής εξακολουθεί ο ίδιος, με άλλους τρόπους και με άλλα μέσα.

Άννα Τακάκη


 

 

 

 

 

 

 

 


 

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:184