Τα πρώτα γυμνασιακά χρόνια | της Άννας Τακάκη
Τελευταία χρονιά στο Δημοτικό και προετοιμαζόμουν για το Γυμνάσιο, όπου θα δίναμε εισαγωγικές εξετάσεις τότε. Κοριτσόπουλο ήμουν στα δώδεκα, γέννημα θρέμμα του χωριού. Μεγάλωνα παρέα με τα κατσικάκια της γιαγιάς, τις κότες τις μάνας, το γαϊδουράκι του παππού. Ζώντας στο βουνό και στον κάμπο, μπερδεύτηκα στ’ αμπέλια και στα στάχυα, μπήκα στον χορό τ’ αλωνιού με τον βολόσυρο, έφαγα κατσοχειράκια στη στάνη του παππού Σταύρου, γλυκάθηκα με την κηρήθρα του θείου Γιάννη, και της μάνας μου τις τηγανίτες με το πετιμέζι.
Βοήθησα στο καθάρισμα του σιταριού τα καλοκαίρια, στον τρύγο του Σεπτέμβρη, καθώς και στο ξελύκισμα (καθάρισμα από τα κοτσάνια) της σταφίδας. Μπήκα στον ξυλόφουρνο για να βγάλω το παξιμάδι που μας έθρεφε, κι έσυρα με τα χεράκια μου το χώμα για να κλείσω τα αυλάκια, όταν συντρόφευα τη μάνα μου στο κηπούλι για το πότισμα. Ανέβηκα στον μύλο με τα άσπρα πανιά για να δοκιμάσω την αντοχή μου και ήπια δροσερό νερό από την κουτσουνάρα του. Έπαιρνα το καλαθάκι μου, να μαζέψω μήλα από τις μηλιές μας κι άλλοτε σταφύλια από το αμπέλι μας. Σκαρφάλωσα στην αμυγδαλιά μας για να κόψω και να μασουλήσω αθάλια μύγδαλα και έφαγα ζουμερά κόκκινα μούρα, πασαλείβοντας γοητευτικά τα χέρια και το πρόσωπο μου με το χρώμα του πάθους. Σκαρφάλωσα σε βράχια και δώματα και κι έκοψα αγριολούλουδα και βοτάνια από το βουνό. Έπαιξα με την παρδαλή μας γάτα, χάιδεψα τα κουνελάκια μας πιάνοντάς τα στα χέρια, και μ’ άρεσε πόσο μ’ άρεσε να ταΐζω με «τριφτούδι» (τριμμένη ζύμη) τα μικρά κοτοπουλάκια, που μόλις είχανε βγει από τ’ αυγό. Τώρα έπρεπε να τ’ αφήσω όλα αυτά και να φύγω για την μικρή μας πόλη, που θα έδινα τις εξετάσεις για το Γυμνάσιο. Οι γονείς μου βρήκαν ένα δωμάτιο σε ένα παλιό αρχοντικό, όπου κι άλλοι μαθητές είχαν έρθει από τα χωριά για τον ίδιο σκοπό. Θυμάμαι πως μέναμε πέντε ως έξι μαθητές στο ίδιο σπίτι, καθένας σ’ ένα δωμάτιο του αρχοντικού… Ήταν μαζί και οι μανάδες μας τότε, που κράτησαν δεσμούς φιλίας, αντάλλαζαν σκέψεις, συνταγές και συναισθήματα… πόσο όμορφη συμβίωση ! Έδωσα τις απαιτούμενες εξετάσεις και προβιβάστηκα.
Τον Οκτώβρη θα ήμουν Γυμνασιόπαιδο. Τότε ο πατέρας μου νοίκιασε ένα δωμάτιο σε μια αυλή όπου ήταν και άλλοι δυο μαθητές στα διπλανά δωμάτια. Είχαμε όλοι κοινή τουαλέτα, έξω στην αυλή. Μια βρύση υπαίθρια να πλενόμαστε και να πλένουμε τα ρούχα μας και στο δωμάτιο δυο τρία λιτά πραματάκια. Ένα ράντζο για κρεβάτι, ένα μικρούλι τραπεζάκι για γραφείο, ένα πετρογκάζ για μαγείρεμα, ένα τραπέζι για το φαγητό και δυο καρέκλες . Ψυγείο δεν υπήρχε, ούτε ντουλάπα. Ευτυχώς τουλάχιστο που υπήρχε το ηλεκτρικό φως και αυτό λειψό γιατί ο σπιτονοικοκύρης μας το έκλεινε μετά από μια προχωρημένη ώρα, δεν θυμάμαι αν ήταν 11 ή 12 τα μεσάνυχτα, για να μην καίμε και τον ξοδιάζουμε, επειδή τα δωμάτια ήταν συνδεμένα από το δικό του ρολόι. Έτσι έμενα στα κρύα του λουτρού, όταν πατούσε ο λωλαμένος τον διακόπτη και για κάποιο λόγο δεν είχα προλάβει να διαβάσω ή να γράψω… Έψαχνα στην τύφλα μου να βρω κερί ν’ ανάψω να πάω τουλάχιστο στο ράντζο μου, κι αναγκαζόμουν να ξυπνήσω χαράματα με το φως της μέρας να συνεχίσω, μέχρι να είναι ώρα για το σχολείο.
Βλέπετε, εμείς τα χωριατόπαιδα είχαμε ν’ ασχοληθούμε και με το μαγείρεμα. Δεν είχαμε το ζεστό φαγητό της μαμάς μας, όταν θα σχολούσαμε. Βέβαια εκείνη είχε την έγνοια μας και μια φορά τη εβδομάδα μας έστελνε με το λεωφορείο μια τσάντα με τα απαραίτητα τρόφιμα, αυγά, τραχανά, τυρί, ή μυζηθρόπιτες, κανένα σπιτικό γλυκό, φρούτα και κάποιο φαγητό, αλλά πόσο να κρατήσει, αφού δεν υπήρχε ψυγείο; Έτσι εμείς δωδεκάχρονα ακόμη έπρεπε να ξέρουμε να μαγειρεύουμε, ειδικά τα κορίτσια. Τότε στην πρώτη του Γυμνασίου έκανα και την πρώτη μου δοκιμή στην κουζίνα. Τσίκνωσα φαγητά, αλάτισα περίσσια φαγητά, νερόβρασα φαγητά, μα έμαθα να μαγειρεύω…
Χρόνια μου νόστιμα κι απλά, πόσο πολύ μου λείπετε!
Άννα Τακάκη, «Ανεστορίσματα»