Χρόνος ανάγνωσης περίπου:12 λεπτά

Ένα κουτί μπισκότα | της Τιτίνας Δανέλλη

Πήρε όλες τις σημειώσεις για την Παναγιά της Τήνου και για το αντιτορπιλικό «’Ελλη». Δεν έμενε παρά να γυρίσει στο γραφείο, να γράψει, να παραδώσει, να περάσει από το λογιστήριο και μετά, «Ζήτω η Ελευθερία». Άρχιζε η άδειά της. Ο Γιάννης και κείνη, οι δυο τους σε σμαραγδένια θάλασσα και χρυσή άμμο… Απίστευτο. Ύστερα από τόσα χρόνια… Τα παιδιά είχαν πάει από χτες στη γιαγιά τους. Η ματιά της πριν κλείσει το παλαιό κιτρινισμένο σώμα της εφημερίδας έπεσε πάνω στη δολοφονία του Βιδάλη. Έριξε μια ματιά… Μωρέ θάρρος. «Το δημοσιογραφικόν επάγγελμα κατέστη επικίνδυνον…». Μωρέ θράσος ο υπουργός, σκέφτηκε ενώ έκανε σύγκριση της εποχής εκείνης με την τωρινή. Τώρα δεν υπήρχαν Σούρληδες και Καλαμπαλίκηδες. Τώρα το επάγγελμα του δημοσιογράφου ήταν και ευχάριστο και ακίνδυνο. Μπροστά στην εφημερίδα ξετυλίγονταν στιγμές από την ιστορία του τόπου. Μαύρες στιγμές. Ήθελε, έπρεπε να είναι χαρούμενη σήμερα. Και θα ήταν. Εκλεισε γρήγορα το σώμα των εφημερίδων, το παρέδωσε και βγήκε.

Καθώς κατέβαινε τα σκαλοπάτια της Εθνικής Βιβλιοθήκης, είδε μια νεαρή συνάδελφο με το μαγνητόφωνο ανοιχτό να παίρνει… συνέντευξη από μια μισόγυμνη τουρίστρια…

«Ι λοβ Γκρης, μουσακά, ρετσίνα, ενδ γκρη μεν».

Αύριο η νεαρή τουρίστρια θα γινόταν σαλόνι στις εφημερίδες και η υπογραφή της νεαρής συναδέλφου θα ήταν εκεί, κάτω, από το κείμενο φαρδιά πλατιά… Το επάγγελμα του δημοσιογράφου κατέστη… εντελώς ακίνδυνο, κύριε υπουργέ, σκέφτηκε και χαμογέλασε.

Ήταν έτοιμη να περάσει το θυρωρείο όταν μια κυρία με μαύρα τη σταμάτησε.

«Είστε η δημοσιογράφος;».

«Σε τι μπορώ να σας βοηθήσω;».

«Θέλω να καταγγείλω κάτι επώνυμα. Σε ένα κουτί μπισκότα που τα ακριβοπλήρωσα μάλιστα, βρήκα κομμάτια από ψόφιο ποντικό…».

«Το πήγατε στην αγορανομία ή στον εισαγγελέα;».

«Όχι».

«Τότε να το πάτε. Θα ακολουθήσει έρευνα και θα σας γνωστοποιήσουν το πόρισμα. Όταν γίνει αυτό ελάτε σε μας».

«Ναι. Δε σας κάνει εντύπωση, συγνώμη που σας απασχολώ, που τους τηλεφώνησα και ήρθαν αμέσως τόσα χιλιόμετρα; Στην αρχή με πήραν με το καλό, ύστερα με τρόμαξαν ή τουλάχιστον το προσπάθησαν. Αλλά εγώ δεν τους το έδωσα…».

«Ποιοί είναι αυτοί;» – ρώτησε η Ευγενία. «Τι είναι εκείνο που δεν τους δώσατε;».

«Μα το κουτί με τα μπισκότα. Αυτά ζητούσαν οι άνθρωποι του εργοστασίου… Και να φανταστεί κανείς πως τα μπισκότα λέγονται «Απόλαυση πριν και μετά…». Έτσι όπως περνούσα από την εφημερίδα σας και σας είδα…».

«Με γνωρίζετε;».

«Σας έχω δει στην τηλεόραση πολλές φορές. Τι άλλο μπορεί να κάνει μια μόνη γυναίκα στη Νεμέα…».

«Με συγχωρείτε αλλά δεν μπορώ να σας βοηθήσω. Κάντε αυτό που σας είπα και μετά θα είμαστε στη διάθεσή σας. Το κουτί με τα μπισκότα πού το έχετε;».

«Το έχω στη Νεμέα, στο σπίτι. Καλά, θα γυρίσω μεθαύριο και θα κάνω ό,τι μου είπατε. Σας ευχαριστώ. Καλό καλοκαίρι».

Η Ευγενία έγραψε χωρίς έμπνευση, χωρίς κέφι. Όταν έχεις πείρα, είναι σαν τον αυτόματο πιλότο στο αεροπλάνο. Έτσι έγραφε. Με τον αυτόματο. Στις έξι είχε τελειώσει. Διόρθωσε προσεκτικά και μεθοδικά το κείμενο και το πήγε στον αρχισυντάκτη της. Η νεαρή συνάδελφος ήταν μέσα. Έμοιαζε ενθουσιασμένη.

Είχε παζαρέψει σαλόνι και είχε κερδίσει. Εκείνος γελούσε. «Σαλόνι ναι, αλλά όχι και αποκλειστικό… Μια μισόγυμνη στην Πανεπιστημίου και μια γυμνή στην Ομόνοια… Άντε τώρα. Πρόσεξε μόνο τις φωτογραφίες. Αν δεν είναι καλές, δε θα δεις όχι σαλόνι αλλά ούτε μονόστηλο».

«Λοιπόν, Ευγενία μου;».

«Να, έτοιμη είμαι».

«Και να φύγω. Να το κείμενο. Δεν είχα έμπνευση. Αν δε σου αρέσει μην το βάλεις».

«Και ποιος γράφει με έμπνευση λίγες ώρες πριν από την άδεια; Ώστε, λοιπόν, μήνα του μέλιτος με το Γιάννη; Πάντα τυχερός ο κύριος. Όταν πρωτόρθες, πάνε πόσα χρόνια, εννιά;».

«Δέκα».

«Ακόμα χειρότερα. Τι κόμματος ήσουν παιδί μου. Στοίχημα βάζαμε ποιος θα σε καταφέρει… Αλλά βλέπεις Γιάννης παίζει, Γιάννης τρώει, Γιάννης κερδίζει. Αν τον βαρεθείς ποτέ, εγώ είμαι εδώ. Προς το παρόν δόστου τα φιλιά μου του μπαγάσα».

Το πρώτο βράδυ στη Σκιάθο δεν κοιμήθηκε καλά. Ξυπνούσε κάθε λίγο από κάποιον εφιάλτη, έπινε νερό και προσπαθούσε να ξανακοιμηθεί. Ο άντρας της ήρεμος, μακάριος, κοιμόταν τον ύπνο του δικαίου, σχεδόν τον ζήλεψε.

Γύρω στις τέσσερις πήρε ένα ταβόρ. Μόλις γλάρωσαν τα μάτια, είδε τα παιδιά της να τρώνε μπισκότα και ένα λιοντάρι. Ποιο λιοντάρι ήταν αυτό που την κοιτούσε λυπημένα; Πετάχτηκε και άναψε το φως. «Τι σε έπιασε;», έκανε ο Γιάννης μέσα στον ύπνο του. «Τίποτε», απάντησε η Ευγενία. Σε λίγο αποκοιμήθηκε.

Έβαλε λάδι και ξάπλωσε μπρούμυτα. Ο ήλιος είχε περάσει μέσα στο δέρμα της, μέσα στο αίμα της, μέσα από το ναρκωμένο μυαλό της. Η ζεστασιά του ήλιου είχε διώξει κάθε σκέψη από το μυαλό της.

«Ευγενία θα πάθεις εγκαύματα. Ξέρεις πόσες ώρες είσαι έτσι;».

«Πόσες;».

«Δύο τουλάχιστον. Ούτε πήρες είδηση που έφυγα. Έλα στη σκιά».

Η Ευγενία σηκώθηκε και πήγε κατευθείαν στη θάλασσα. Βούτηξε. Θα μπορούσε να μείνει μέσα σ’ αυτό το σμαραγδένιο υγρό κόσμο, για πάντα. Ναι, για πάντα. Αλλά δεν έμεινε γιατί ο Γιάννης πάλι φώναζε.

Έτρεξε χαρούμενη και τον αγκάλιασε.

«Μη, θα βρέξεις τις εφημερίδες».

«Α, ώστε γι’ αυτό έφυγες. Φοβήθηκε μη χάσεις το ναρκωτικό σου. Δεν αποφασίσαμε να μην αγγίξουμε εφημερίδα όσες μέρες μείνουμε εδώ;».

«Η αποτοξίνωση δε γίνεται αμέσως – είπε γελώντας. Μπορεί να πάθεις το σύνδρομο της στέρησης και να

υποστείς ζημιά. Να, πάρε τη δική σου. Εγώ, όπως βλέπεις, διαβάζω τη δική μου».

Η Ευγενία δεν ήθελε να διαβάσει. Αλλά δεν άντεξε στον πειρασμό. Θα είχε γίνει άραγε σαλόνι η μισόγυμνη τουρίστρια; Ναι, είχε γίνει. Μια μισόγυμνη, μια γυμνή στην Ομόνοια, διαβάτες που χάζευαν.

Ένα ζαχαροπλαστείο του Κέντρου, όπου το καλοκαιρινό σπορ ορισμένων νέων, έδινε και έπαιρνε. Το καμάκι. Γύρισε τις σελίδες. Προσπέρασε βιαστικά το δικό της και αμέσως την άφησε.

«Τι γράφει η δική σου;», ρώτησε, έτσι γιατί εκείνη βαριόταν να διαβάσει.

«Τίποτε το σπουδαίο. Δεκαπενταύγουστο, τι θέλεις να γίνεται; Καύσωνας, νέφος, εγκλήματα, ατυχήματα και πυρκαγιές. Και αυτές όχι πολλές, σε σχέση βέβαια με τα άλλα χρόνια. Και δω μπαίνει το ερώτημα, μειώθηκαν οι εμπρηστές ή δεν έχουν πια τι να κάψουν;

«Το δεύτερο. Ποιες περιοχές προτίμησαν φέτος;».

«Όσες είχαν αναδασωθεί!!! Και ένα σπίτι στη Νεμέα».

Η Ευγενία πετάχτηκε σα να την είχε χτυπήσει ηλεκτρικό ρεύμα και τράβηξε την εφημερίδα τόσο απότομα που λίγο έλειψε να τη σκίσει. Η είδηση ήταν μικρή. Και γραμμένη περίεργα. «Ακίνδυνος τρελός έριξε τσιγάρο με αποτέλεσμα να αποτεφρωθεί σπίτι στη Νεμέα. Ο δράστης συνελήφθη και κρατείται στην αστυνομία. Θύματα δεν υπήρξαν». Στη Νεμέα. Το λιοντάρι που με κοιτούσε λυπημένα στον ύπνο μου. Τα παιδιά μου. Η κυρία με τα μαύρα…

Τα μπισκότα!

Ανέβηκε τις σκάλες τρεχάτη. Ούτε καν χτύπησε την πόρτα. Εκείνος μόλις την είδε να μπαίνει σαν ηλιοκαμένος σίφουνας τα ‘χασε. Του τα διηγήθηκε όλα. Την κυρία με τα μαύρα και τη συζήτηση που είχε μαζί της. Του έδειξε την είδηση.

«Για μένα η φωτιά δεν μπήκε τυχαία».

«Ελάχιστες φωτιές μπαίνουν τυχαία. Σύνελθε Ευγενία».

«Να δεις που πίσω από την πυρκαγιά βρίσκεται το εργοστάσιο των μπισκότων».

«Έχεις αποδείξεις;»

«Ενδείξεις. Αλλά θα σου βρω και αποδείξεις. Θα πάω στη Νεμέα».

«Διακοπές έχεις, πήγαινε και στο Παρίσι».

Έτρεξε στο τηλεφωνείο. Ρώτησε ποιοι την είχαν ζητήσει. Η τηλεφωνήτρια της έδωσε βαριεστημένα το χαρτί με τα ονόματα. Δυστυχώς ήταν όλοι γνωστοί. Το πέταξε στο πάτωμα. «Κανείς άλλος; Σε παρακαλώ Σοφία θυμήσου. Κανείς άλλος με ζήτησε;». Η φωνή της ήταν σχεδόν παρακλητική.

«Η Ζίνα μου είπε έτσι τυχαία πως είχε τηλεφωνήσει κάποια κυρία Μάγδα από τη Νεμέα… Δεν το σημείωσε, γιατί της ήρθε αστείο…».

«Πού είναι η Ζίνα;».

«Σε άδεια από χτες. Κανείς δεν ξέρει πού πήγε για να την αφήσουν ήσυχη».

«Τι άλλο είπε στη Ζίνα αυτή η κυρία;».

«Δεν ξέρω».

«Πότε πήρε;».

«Προχτές το πρωί. Τι ώρα δεν ξέρω».

Μπήκε στο αυτοκίνητο, ξέροντας πια πού θα πήγαινε… Και πήγε. Γυρνώντας από τη Νεμέα προσπαθούσε να βάλει σε τάξη αυτά που είχε δει και μάθει. Ένα σπίτι είχε γίνει στάχτη. «Δράστης» ένας τρελός που έλεγε σε όλα «ναι». Ακόμα και όταν τον ρώτησε αν ήταν γυναίκα ή άνδρας απάντησε «ναι».

Εσύ έριξες το τσιγάρο; «Ναι». Μήπως κάποιος άλλος, ξένος έριξε τσιγάρο… «Ναι»…». Είδες κάτι περίεργο…; «Ναι…».

«Μα, κύριε αστυνόμε… Σε όλα λέει ναι», διαμαρτυρήθηκε η Ευγενία.

«Ε, ναι το ξέρω. Τι θέλετε να κάνω;».

«Κι αν το έριξε άλλος; Κατά τη γνώμη σας γίνεται ένα σπίτι στάχτη από ένα τσιγάρο;».

«Ναι». Η απάντηση την είχε τρελάνει. Γύρισε σπίτι. Ο Γιάννης ήταν εκεί, είχε γυρίσει, ήταν όμως ανήσυχος.

«Τι σου συμβαίνει;».

«Μια γυναίκα κινδυνεύει Γιάννη. Της κάψανε το σπίτι γιατί εκεί φύλαγε ένα κουτί με μπισκότα. Για να είναι, όμως, σίγουροι μπορεί να την κάψουνε και την ίδια… Μου ζήτησε βοήθεια…».

«Ναι…;».

«Μην ξανακούσω κανένα να λέει ναι. Θα τρελαθώ…», είπε απότομα. Σχημάτισε τον αριθμό της εφημερίδας και ζήτησε τον αρχισυντάκτη. «Συνεχίζω να έχω ενδείξεις και σκοπεύω αύριο το μεσημέρι να σου έχω και αποδείξεις. Αν είναι αυτό που φαντάζομαι θα τους κλείσω το εργοστάσιο. Στ’ ορκίζομαι».

«Αντε να δουλέψεις στο «Ριζοσπάστη» μωρό μου». Αυτή η απάντηση ήρθε από την άλλη μεριά.

Μετά τηλεφώνησε στην πεθερά της. Όλα πήγαιναν καλά, δεν έπρεπε να ανησυχεί. Όχι δε θα τους έδινε μπισκότα… Ηταν ωραία στη Σκιάθο; Έκανε ένα μπάνιο και έπεσε στο κρεβάτι. Δίπλα της ο άντρας της πάτησε το τηλεκοντρόλ. «Εχει γουέστερν. Δες και συ λιγάκι… κι αύριο το πρωί τα ξαναλέμε. Μέρα ξημερώνει. Θα σε βοηθήσω…».

Ένιωσε ασφάλεια και ανακούφιση. Είδε τον Τζον Γουέιν να σκοτώνει όλους τους κακούς Ινδιάνους, εκτός από έναν… «Η συνέχεια μετά το Δελτίο Ειδήσεων».

«Ποιος να νικήσει;». Ρώτησε η Ευγενία, με την ενδόμυχη επιθυμία ότι ίσως να νικούσε ο Ινδιάνος.

«Ο Τζον Γουέιν χαζούλα…».

«Και τώρα μια είδηση από το αστυνομικό δελτίο. Αυτοκίνητο αγνώστων στοιχείων παρέσυρε και σκότωσε τη Μαγδαληνή Κωστάκη, από τη Νεμέα, στη Λεωφόρο Κηφισού. Όποιος γνωρίζει κάτι θα απευθυνθεί στο αστυνομικό τμήμα…».

Λίγο ακόμα και θα λιποθυμούσε. Λίγο ακόμα. Ο Γιάννης της έδωσε ένα ελαφρό μπάτσο. Της έφτιαξε καφέ. Της κρατούσε το χέρι. Η Ευγενία δε μιλούσε, κοιτούσε μόνο το παράθυρο. Περίμενε να ξημερώσει.

***

«Με ζητήσατε;». Ο κύριος ήταν πολύ καλοντυμένος, ίσως περισσότερο απ’ ό,τι έπρεπε για πρωί… «Σε τι μπορώ να σας φανώ χρήσιμος;». Χαμογελούσε. Η Ευγενία τον έβλεπε ντυμένο με ρούχα φυλακισμένου, καθισμένο πίσω από σίδερα και όχι μπροστά στο πολυτελέστατο γραφείο από μαόνι.

«Λοιπόν, κυρία μου, σας ακούω… Δεν έχω χρόνο στη διάθεσή μου».

Αμ από δω και πέρα θα έχεις κάθαρμα, σκέφτηκε εκείνη. Ήταν η σειρά της να χαμογελάσει.

«Να, ήθελα να σας κάνω ορισμένες ερωτήσεις σχετικά με κάποιο κουτί μπισκότα. Ξέρετε, γι’ αυτό που βρέθηκε στη Νεμέα. Θα ήθελα να δω τους εμπειρογνώμονες που στείλατε… για να εκφοβίσουν και στη συνέχεια να βάλουν φωτιά… Θα ήθελα ακόμα να σας ρωτήσω αν γνωρίζετε πως η Μαγδαληνή Κωστάκη είναι στο νεκροτομείο…».

«Ναι…;». Η φωνή προσπαθούσε να μοιάζει ειρωνική, αλλά δεν κατόρθωνε να κρύψει κάποιο ίχνος φόβου.

«Ναι», είπε αποφασιστικά η Ευγενία.

«Εγώ κυρία μου σας άκουσα, αλλά σας διαβεβαιώ πως δεν κατάλαβα λέξη από όσα είπατε. Το ύφος σας δείχνει ότι μας κατηγορείτε για κάτι. Αλλά για τι ακριβώς και με ποιαν ιδιότητα; Σας παρακαλώ να μου εξηγήσετε». Επιστράτευσε όλο το θάρρος της. Ο Βιδάλης έτρεχε στη Θεσσαλία για να βρει την αλήθεια για το Σούρλα. Και δε φοβήθηκε… Κι αυτή θα φοβόταν αυτόν το σαχλό καμψευόμενο… Μέσα σ’ ένα γραφείο… Αν είναι δυνατόν;

«Σας κατηγορώ πως κάψατε το σπίτι της γυναίκας που σκοτώσατε. Όχι εσείς ο ίδιος, αλλά οι άνθρωποί σας. Είμαι δημοσιογράφος και το ξέρετε…».

«Ναι, μου το είπε και η γραμματεύς μου. Σε ποια εφημερίδα είπατε ότι δουλεύατε;».

Τόνισε αργά τις λέξεις του. Δουλεύατε. Ώστε την είχαν απολύσει… Ο μοντέρνος τρόπος, ο σύγχρονος στραγγαλισμός. Ο Σούρλας με μεταξωτό κοστούμι… Το επάγγελμα του αληθινού δημοσιογράφου δεν κατέστη επικίνδυνο. Ήταν, είναι και θα είναι όταν ασκείται σα λειτούργημα. Όταν… Η εικόνα της νεαρής συναδέλφου με το μαγνητόφωνο στο χέρι και της τουρίστριας που αγαπούσε τους Ελληνες και τη ρετσίνα πέρασαν σαν αστραπή από τα μάτια της.

***

Τα παιδιά κοιμούνται. Ο Γιάννης βλέπει τηλεόραση. Η Ευγενία κοιτάζει από το παράθυρο με βλέμμα σκορπισμένο. Μια φωτεινή επιγραφή που δεν υπήρχε πριν τραυματίζει τη ματιά της. «Μπισκότα Απόλαυση. Πριν και μετά…». Κόκκινα γράμματα. Αναβοσβήνουν. Είναι δυνατόν;

«Ποιος λες να νικήσει;», ακούει τη φωνή του Γιάννη.

Δεν απαντάει. Τι να πει. Τα παιδιά κοιμούνται. Η Ευγενία προσπαθεί να θυμηθεί αν η επιγραφή ήταν πάντα εκεί και δεν την είχε προσέξει. Ο Γιάννης βλέπει τηλεόραση…

«Ποιος λες να νικήσει; Μα γιατί δεν απαντάς;».

«Ο Τζον Γουέιν», λέει η Ευγενία.

«Μα δεν παίζει αυτός…».

«Το ίδιο κάνει. Πάντα όποιος είναι με το μέρος του σκηνοθέτη κερδίζει».

Σηκώνεται και την αγκαλιάζει. Τη φιλάει τρυφερά στο μάγουλο. «Όχι πάντα χαζούλα. Καμιά φορά ο σκηνοθέτης πληρώνει για… να μην παίξεις στο έργο… Τι λες γι’ αυτό;», της χαμογελάει και βγάζει από την τσέπη του πουκαμίσου την επιταγή. Τα μάτια της θολώνουν, βλέπει μόνο τα μηδενικά, πολλά μηδενικά, μηδενικά γύρω της και πλάι της. Κι ύστερα ακούει την πόρτα να κλείνει με πάταγο πίσω της, καθώς τρέχει ουρλιάζοντας στο σκοτεινό δρόμο.

Τιτίνα Δανέλλη

Η Τιτίνα Δανέλλη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1943. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης και στη Νάπολη Ιταλική Λογοτεχνία και στην ελληνική κρατική σχολή Διερμηνέων.
Για ένα διάστημα διατηρούσε βιβλιοπωλείο στο κέντρο της Αθήνας, ενώ αργότερα συνεργάστηκε με τις εκδόσεις του «Βιβλιοπωλείου της Εστίας», στον τομέα των δημοσίων σχέσεων.
Το 1983 άρχισε να εργάζεται ως συντάκτρια του ελεύθερου ρεπορτάζ στο περιοδικό «ΕΝΑ». Το 1984 ανέλαβε ως υπεύθυνη ύλης στο περιοδικό «ΚΑΙ». Την ίδια εποχή έγραφε με ψευδώνυμο το εβδομαδιαίο χρονογράφημα στην εφημερίδα «Απογευματινή». Είχε επίσης τακτική συνεργασία με τα περιοδικά «Elle» και «Playboy». Το 1985 εργάστηκε στο ελεύθερο ρεπορτάζ της εφημερίδας «Ελεύθερος Τύπος». Από τον Σεπτέμβρη του 1985 και έως τη συνταξιοδότησή της εργάστηκε στον «Ριζοσπάστη» ως χρονογράφος και συντάκτρια του καλλιτεχνικού ρεπορτάζ.
Παράλληλα με τη δημοσιογραφία η Τιτίνα Δανέλλη ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία. Είχε γράψει πολλά μυθιστορήματα, αστυνομικά μυθιστορήματα και νουβέλες.
Πρώτο της μυθιστόρημα ήταν «Ο επιτυχημένος» (1971) και ακολούθησε το μυθιστόρημα «Αντιπερισπασμός» (Πνευματική Πορεία 1973).
Το 1981, σε συνεργασία με τον Μάνο Κοντολέων, έγραψε το μυθιστόρημα «Ένα και ένα κάνουν όσα θες», το πρώτο ελληνικό αστυνομικό μυθιστόρημα στη, μετά τον θάνατο του Γιάννη Μαρή (1979), εποχή.
Στη συνέχεια έγραψε τα αστυνομικά μυθιστορήματα «Ο θρήνος της Κλεοπάτρας» (Λιβάνης, 2000), «Το παιχνίδι του δικαστή» (Ψηφίδα, 2002), «Εκ των πραγμάτων» (σε συνεργασία με τον Θανάση Μπαλοδήμα, Περίπλους 2003), «Η τέταρτη γυναίκα» (Αρμός 2004), «Ο ταγματάρχης» (σε συνεργασία με τον Θανάση Παπαρήγα, Πύλη 2007) και «Τα τέσσερα μπαστούνια» (Καστανιώτης, 2009).
Επίσης, συμμετείχε σε όλους τους τόμους της σειράς «Ελληνικά Εγκλήματα» (Καστανιώτης 2007, 2008, 2009, 2011 και 2019) και στους συλλογικούς τόμους της ΕΛΣΑΛ «Είσοδος κινδύνου» (Μεταίχμιο 2011) και «Η επιστροφή του αστυνόμου Μπέκα – Ο ήρωας του Γιάννη Μαρή σε νέες περιπέτειες» (Καστανιώτης 2012). Το 2013 κυκλοφόρησε τη συλλογή διηγημάτων της «Αίθουσα αναμονής» (Καστανιώτης), γραμμένων (και ορισμένων δημοσιευμένων) στη διάρκεια σαράντα ετών.
Ακόμα, εμπνεύστηκε, επιμελήθηκε λογοτεχνικά και συμμετείχε με διηγήματά της στη ραδιοφωνική εκπομπή αστυνομικών ιστοριών «Κλέφτες και αστυνόμοι στον 902» (2008-2010), που αργότερα κυκλοφόρησαν και στο ομότιτλο βιβλίο (Ψυχογιός 2013).
Διηγήματά της έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες και περιοδικά. Έγραψε, επίσης, σενάρια για την τηλεόραση, θεατρικά έργα όπως «Το παιχνίδι του Δικαστή», «Αίθουσα Μεταγωγών», «Έρωτας διατηρητέος έως..» κ.α. και μεταγλώττισε εκατοντάδες ταινίες.
Το 1996 έλαβε το βραβείο του Υπουργείου Πολιτισμού για το θεατρικό έργο της «Έρως διατηρητέος έως…» Επίσης, έγραψε σενάρια για τηλεοπτικές σειρές και έκανε πολλές μεταγλωττίσεις από ξένες ταινίες.
Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Ελληνικής Λέσχης Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνιας και πρόεδρος της την περίοδο 2013-2015. Η Τιτίνα Δανέλλη διακρίθηκε για το ήθος, την ευσυνειδησία, την καλλιέργεια και τις ικανότητές της.
Απεβίωσε, έπειτα από πολυετή ασθένεια, την Τετάρτη 6 Γενάρη 2021, σε ηλικία 78 ετών.

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:127