Χρόνος ανάγνωσης περίπου:15 λεπτά

Αφιέρωμα στην Παγκόσμια Ημέρα της Μητέρας | Η μάνα στην ποίηση

Η 2η Κυριακή του Μάη είναι αφιερωμένη στην Παγκόσμια Ημέρα της Μητέρας, μέρα εορτασμού της μητρότητας και των ευχαριστιών προς τη μητέρα, όταν η Αμερικανίδα κοινωνική ακτιβίστρια Άννα Μαρία Τζάρβις (1864-1948) ήταν αυτή που είχε πρώτη την ιδέα να καθιερωθεί μια ιδιαίτερη ημέρα προς τιμή της μητέρας.

Η γιορτή της Μάνας είναι μια γιορτή με αρχαιοελληνικές αναφορές στην λατρεία της θεάς Κυβέλης, της μητέρας των θεών, όπως την προσφωνεί ο Πίνδαρος.

Με αφορμή ετούτη την σημαντική μέρα η “Σβούρα του πολιτισμούκάνει μια μικρή αναφορά στα ποιήματα που έχουν γραφτεί για τη μάνα σαν ένδειξη τιμής και ευγνωμοσύνης στο πρόσωπο της.

.

Η μάνα του Χριστού, Κώστας Βάρναλης

Πώς οι δρόμοι εβωδάνε με βάγια στρωμένοι,
ηλιοπάτητοι δρόμοι και γύρο μπαξέδες!
Η χαρά της γιορτής όλο πιότερο αξαίνει
και μακριάθε βογγάει και μακριάθε ανεβαίνει.

Τη χαρά σου, Λαοθάλασσα, κύμα το κύμα,
των αλλώνε τα μίση καιρό τηνε θρέφαν
κι αν η μαύρη σου κάκητα δίψαε το κρίμα,
να που βρήκε το θύμα της, άκακο θύμα!

Α! πώς είχα σα μάνα κ’ εγώ λαχταρήσει
(ήταν όνειρο κ’ έμεινεν, άχνα και πάει)
σαν και τ’ άλλα σου αδέρφια να σ’ είχα γεννήσει
κι από δόξες αλάργα κι αλάργ’ από μίση!

Ένα κόκκινο σπίτι σ’ αυλή με πηγάδι…
και μια δράνα γιομάτη τσαμπιά κεχριμπάρι…
νοικοκύρης καλός να γυρνάς κάθε βράδι,
το χρυσό, σιγαλό και γλυκό σαν το λάδι.

Κι’ άμ’ ανοίγεις την πόρτα με πριόνια στο χέρι,
με τα ρούχα γεμάτα ψιλό ροκανίδι,
(άσπρα γένια, άσπρα χέρια) η συμβία περιστέρι
ν΄ανασαίνει βαθιά τ’ όλο κέδρον αγέρι.

Κ’ αφού λίγο σταθείς και το σπίτι γεμίσει
τον καλό σου τον ήσκιο, Πατέρα κι Αφέντη,
η ακριβή σου να βγάνει νερό να σου χύσει,
ο ανυπόμονος δείπνος με γέλια ν’ αρχίσει.

Κι ο κατόχρονος θάνατος θα’ φτανε μέλι
και πολλή φύτρα θα ‘φηνες τέκνα κι αγγόνια
καθενού και κοπάδι, χωράφι κι αμπέλι,
τ’ αργαστήρι εκεινού, που την τέχνη σου θέλει.

Κατεβάζω στα μάτια τη μαύρην ομπόλια,
για να πάψει κι ο νους με τα μάτια να βλέπει…
Ξεφαντώνουν τ’ αηδόνια στα γύρο περβόλια,
λεϊμονιάς σε κυκλώνει λεπτή μοσκοβόλια.

Φεύγεις πάνου στην άνοιξη, γιε μου καλέ μου,
Άνοιξή μου γλυκιά, γυρισμό που δεν έχεις.
Η ομορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιε μου,
δε μιλάς, δεν κοιτάς, πώς μαδιέμαι, γλυκέ μου!

Καθώς κλαίει, σαν της παίρνουν το τέκνο, η δαμάλα,
ξεφωνίζω και νόημα δεν έχουν τα λόγια.
Στύλωσέ μου τα δυο σου τα μάτια μεγάλα:
τρέχουν αίμα τ’ αστήθια, που βύζαξες γάλα.

Πώς αδύναμη στάθηκε τόσο η καρδιά σου
στα λαμπρά Γεροσόλυμα Καίσαρας νά ‘μπεις!
Αν τα πλήθη αλαλάζανε ξώφρενα (αλιά σου!)
δεν ηξέραν ακόμα ούτε ποιο τ’ όνομά σου!

Κει στο πλάγι δαγκάναν οι οχτροί σου τα χείλη…
Δολερά ξεσηκώσανε τ’ άγνωμα πλήθη
κι όσο ο γήλιος να πέσει και νά ‘ρθει το δείλι,
το σταυρό σου καρφώσαν οι οχτροί σου κ’ οι φίλοι.

Μα γιατί να σταθείς να σε πιάσουν! Κι ακόμα,
σα ρωτήσανε: «Ποιος ο Χριστός;» τί πες «Νά με»!
Αχ! δεν ξέρει, τί λέει το πικρό μου το στόμα!
Τριάντα χρόνια παιδί μου δε σ’ έμαθ’ ακόμα!

Η μητέρα, Μίλτος Σαχτούρης

Ἔψαχνα νὰ βρῶ τὸ σπίτι μου. Οἱ δρόμοι ἦταν
γεμάτοι ἐρείπια· μοναχὰ τοίχους πεσμένους καὶ
πέτρες ἔβλεπες· κι οὔτε ἕνας ἄνθρωπος δὲν φαινόταν.
Καὶ τότε φάνηκε ἡ ἄρρωστη μητέρα.
Ποτὲ δὲν ἦταν τόσο καλά, γεμάτη ἐνέργεια καὶ δύναμη,
μὲ πῆρε ἀπ᾿ τὸ χέρι καὶ βρεθήκαμε σ᾿ ἕνα
συμπαθητικὸ δωμάτιο, τὸ σπίτι μας.
Ἐγὼ ἔκλαιγα, ἔκλαιγα γοερά…
Κι αὐτή: Μὴ κλαῖς, ὁ καθένας μας μὲ τὴ σειρά του.

.

Μάνα, Γεράσιμος Μαρκοράς

Μάνα!.. Δε βρίσκεται
λέξη καμία
νάχει στον ήχο της
τόση αρμονία,
σαν ποιος να σ’ άκουσε
με στήθος κρύο,
όνομα θείο;

Παιδί από σπάργανα
ζωσμένο ακόμα,
με χάρη ανοίγοντας
γλυκά το στόμα,
γυρνάει στον άγγελο
που τ’ αγκαλιάζει
και μάνα κράζει.

Στον κόσμο τρέχοντας
ο νέος διαβάτης
πέφτει στ’ αγνώριστα
βρόχια τσ’ απάτης,
και αναστενάζοντας,
Μάνα μου! Λέει,
Μάνα! Και κλαίει.

Της νιότης φεύγουνε
τ’ άνθια κ’ η χάρη
τριγύρω σέρνεται
με αργό ποδάρι,
ώσπου στην κλίνη του,
σα βαρεμένος,
πέφτει ο καημένος.

Και πριν την ύστερη
πνοή του στείλει,
αργά ταράζονται
τα κρύα του χείλη,
και με το μάνα μου!
πρώτη φωνή του,
πετά η ψυχή του.

.

Δέησις, Κωνσταντίνος Καβάφης

Η θάλασσα στα βάθη της πήρ’ έναν ναύτη.—
H μάνα του, ανήξερη, πηαίνει κι ανάφτει
στην Παναγία μπροστά ένα υψηλό κερί
για να επιστρέψει γρήγορα και να ’ν’ καλοί καιροί—
και όλο προς τον άνεμο στήνει τ’ αυτί.
Aλλά ενώ προσεύχεται και δέεται αυτή,
η εικών ακούει, σοβαρή και λυπημένη,
ξεύροντας πως δεν θα ’λθει πια ο υιός που περιμένει.

.

Η μητέρα, Γεώργιος Βιζυηνός

Πώς να πειράξω τη μητέρα
να κάμω εγώ να λυπηθεί
που όλη νύχτα κι όλη μέρα
για το καλό μου προσπαθεί;

Πώς ν’ αρνηθώ ή ν’ αναβάλω
ό,τι ορίζει κι απαιτεί
αφού στη γη δεν έχω άλλο
κανένα φίλο σαν αυτή;

Αυτή στα στήθη τα γλυκά της
με έχει βρέφος απαλό
μα κάθιζε στα γόνατα της
και μ’ έμαθε να μιλώ.
Αυτή με τρέφει και με ντύνει
όλο το χρόνο που γυρνά
και δίπλα στη μικρή μου κλίνη
σαν αρρωστήσω ξαγρυπνά.

Αυτή σαν πέσω και χτυπήσω
φιλά να γιάνει την πληγή.
Αυτή τι πρέπει να αφήσω
και τι να κάμω μ’ οδηγεί.
Πώς το λοιπόν τέτοια μητέρα
να κάμω εγώ να λυπηθεί
που όλη νύχτα κι όλη μέρα
για το καλό μου προσπαθεί;

.

Η καρδιά της μάνας, Άγγελος Βλάχος

Ένα παιδί, μοναχοπαίδι, αγόρι,
αγάπησε μιας μάγισσας την κόρη.
-Δεν αγαπώ εγώ, του λέει, παιδιά,
μ αν θέλεις να σου δώσω το φιλί μου,
της μάνας σου να φέρεις την καρδιά
να ρίξω να τη φάει το σκυλί μου.

Τρέχει ο νιος, την μάνα του σκοτώνει
και την τραβάει και ξεριζώνει.
Και τρέχει να την πάει, μα σκοντάφτει
και πέφτει ο νιος κατάχαμα με δαύτη.

Κυλάει ο νιος και η καρδιά κυλάει
και την ακούει να κλαίει και να μιλάει.
Μιλάει η μάνα στο παιδί και λέει:
– Εχτύπησες, αγόρι μου; και κλαίει!

.

Της μάνας μου, Άγγελος Σικελιανός

Ω μάνα μου, εφταπάρθενη
βαθιά αγκαλιά
που ως ουρανός ανοίγει!
Ανοίγει, ανοίγει —
μα από πού μπορεί η καρδιά να φύγει;

Πάντα θα ’ρτω να χαϊδευτώ
στα γόνατά σου από τ’ αχνό της ευλογίας το χέρι·
να πω το λόγο τον παλιό:
«Μάνα, φωτιά με βύζαξες
κι είναι η καρδιά μου αστέρι;»

.

Η μανούλα, Στέλιος Σπεράντσας

Ποιός την κούνια μας κουνάει,
όταν είμαστε μικράκια;
Ποιός χαμογελά στο πλάι
και γλυκά μας λέει λογάκια
και τον ύπνο προσκαλεί;
Η μαμά μας η καλή!
Τα μαλλιά μας ποιός χτενίζει;
Ποιός μας καμαρώνει, αλήθεια;
Ποιός παιχνίδια μας χαρίζει;
Ποιός μας λέει τα παραμύθια
στη φωτίτσα μας σιμά;
Η γλυκιά μας η μαμά!
Κι όταν κάποτε ένα στόμα
κάτι με θυμό μας λέει,
κι όταν παρακούμε ακόμα,
ποιός πονεί και σιγοκλαίει
κι έχει πίκρα στην καρδιά;
Πάντα η μάννα μας, παιδιά!

.

Μητέρα, Τέλλος Άγρας

Είδες μες στη γειτονιά
μιαν αυλή με λεμονιά;
Τι κακό γίνετ’ εκεί!
Στέκουν κι οι περαστικοί…
Δω “Μανούλα!” κει “Μητέρα!”
-τούτο γίνετ’ όλη μέρα

Ποιος πεινά και ποιος πονεί,
κι όλοι βάνουν τη φωνή.
Ένα, να τονέ χτενίσει,
άλλο, να τον σαπουνίσει.

Δω “Μανούλα!” κει “Μητέρα!”
-τούτο γίνετ’ όλη μέρα
Αχ, μανούλα! πως βαστάς;
Φτερά να `χεις να πετάς!

Πως μπορείς, παρακαλώ,
και δε χάνεις το μυαλό;
Δω “Μανούλα!” κει “Μητέρα!”
-τούτο γίνετ’ όλη μέρα

Έχεις κάποια πληρωμή
κι απ’ τα χείλια σου στιγμή
το χαμόγελο δε λείπει
και δεν τα σουφρώνει λύπη;

Δω “Μανούλα!” κει “Μητέρα!”
-τούτο γίνετ’ όλη μέρα
Πάνω, κάτω: στη δουλειά,
στη βοήθεια, στα φιλιά.

Φαίνεται-ποιος το πιστεύει;-
πως ο κόπος λιγοστεύει,
σα σε κράζουν όλη μέρα
ποιος “Μανούλα!” ποιος “Μητέρα!”

.

Η Μάννα, Ιωάννης Πολέμης

Ο Δήμος ο σκληρόκαρδος
με χέρια αφορεσμένα,
κτυπά και δέρνει αλύπητα
τη μάννα που τον ‘γέννα.

Ως που μια μέρα η δύστυχη,
μες του καημού το βάρος,
πικρά τον καταράστηκε:
– Που να σε κόψει ο Χάρος!

Το λόγο δεν απόσωσε
να κι η κατάρα πιάνει,
να τον κι ο Χάρος πούρχεται
με κοφτερό δρεπάνι.

Τα κόκκαλά του τρίζουνε
τα μάτια αλλοιθωρίζουν,
τα παγωμένα χνώτα του
του λιβανιού μυρίζουν.

– Κυρά, το Χάρο εφώναξες;
εμένα λένε Χάρο
πούναι τον, μάννα, πούναι τον
το γυιο σου να τον πάρω;

– Παράκουσες, κυρ Χάροντα,
μα τη ζωή του Δήμου!
Εγώ για μένα σ’ έκραξα,
όχι για το παιδί μου!

.

Γράμματα από το μέτωπο Νο 1, Γιάννης Ρίτσος

Μάνα, τὸν ἥλιο ἐδῶ σκεπάζουν ἴσκιοι
κι ἀναπαμὸ ποτὲ ἡ καρδιὰ δὲ βρίσκει ἕνα:
οἱ αὐγὲς κ᾿ οἱ νύχτες μας γυρνοῦν φρικτὲς
πεντάλφες γράφουν στὸ σκοτάδι σήματα,
ποὺ τὸν κίνδυνο μηνοῦν,
πύρινα φίδια ἀπὸ τὰ βάθη τοῦ Ἅδη.

Ζοῦμε στ᾿ ἀμπριὰ θαμμένοι, διπλωμένοι
κ᾿ ἔξω ἀπ᾿ τὴν τρύπα ὁ θάνατος περιμένει.
Μᾶς ἔπνιξαν τὸ φῶς καὶ τὴ χαρά,
στεγνῶσαν τὴν ψυχή μας καὶ τὸ σῶμα,
μὰ κάτι μέσα μας κυλᾶ βουερὰ
καὶ ξέσπασμα δὲ βρῆκε κάπου ἀκόμα.

Φουσκώνουν τῆς ζωῆς μας τὰ πελάη
σ᾿ ὅλες τὶς φλέβες μου, αἷμα μου κυλάει
τῆς Μαριγῶς τὸ φλογερὸ φιλί…
(θέλω νὰ πῶ, μητέρα μου, γιὰ κεῖνο
τὸ φιλί της ποὺ μοὔδωσε δειλὴ
προτοῦ γιὰ τὴν πατρίδα μας μακρύνω).

Ἡ κάθε μου ἵνα τὴ χαρὰ φωνάζει,
μὰ ὁ πόλεμος, τὴ νιότη μου σκεπάζει
καὶ μὲ ἀτσάλι ἀναμμένο μὲ κεντᾶ
ὅμως, μέσα μου ἡ καρδιά μου δὲ λυγίζει.

Μητέρα, ἐδῶ, στὸ θάνατο κοντά,
πρωτόμαθα τὸ πόσο ἡ ζωὴ ἀξίζει.

.

Σας άφησα μήνυμα, Κική Δημουλά

Ἐμπρὸς ἐμπρὸς μὲ ἀκοῦτε; Ἐμπρὸς
ἀπὸ μακριὰ τηλεφωνῶ. Δὲν ἀκούγομαι
τί, ξεφορτίστηκε ἡ ἀπόσταση;
Ἀπὸ κινητὸ διάστημα μιλᾶτε;
Νὰ ξαναπατήσω τὸ μηδέν; Κι ἄλλο;
Μὲ ἀκοῦτε τώρα;
Ναὶ μοῦ δίνετε σᾶς παρακαλῶ τὴ μαμά μου;
Τί ἀριθμὸ πῆρα; Τὸν οὐρανὸ
αὐτὸν μοῦ ἔχουν δώσει. Δὲν εἶναι κεῖ;
Μπορῶ νὰ τῆς οὐρλιάξω ἕνα μήνυμα;
Εἶναι μεγάλη ἀνάγκη πεῖτε της
εἶδα στὸν ὕπνο μου ὅτι πέθανε κι ἐγὼ
μικρὸ παιδὶ κατουρημένο γοερὰ
μούσκεμα ὁ φόβος ὡς ἀπάνω
κι ἀκόμα νὰ στεγνώσει.
Νὰ ῾ρθεῖ νὰ τὸν ἀλλάξει.
Ἂν δὲν μπορέσει, τῆς λέτε ἀκόμα ὅτι
ὡρίμασε ἐκείνη ἡ παλιὰ φοβέρα της
πὼς θὰ μὲ φάει ὁ γέρος ἂν δὲν τελειώσω
τὸ φαγητό μου.
Ὡρίμασε ἔγινα γεῦμα γήρατος.
Ὄχι σὲ ταβερνάκι ὀνείρου.
Σὲ κάποιο λαϊκὸ μαγέρικο ποὺ ἄνοιξε
ὁ καθρέφτης.

.

Προς την Μητέρα μου, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Μάνα μου, εγώ ’μαι τ’ άμοιρο, το σκοτεινό τρυγόνι,
οπού το δέρνει ο άνεμος, βροχή που το πληγώνει.
Το δόλιο! όπου κι αν στραφεί κι απ’ όπου κι αν περάσει,
δε βρίσκει πέτρα να σταθεί, κλωνάρι να πλαγιάσει.
Εγώ βαρκούλα μοναχή, βαρκούλ’ αποδαρμένη
μέσα σε πέλαγο ανοιχτό, σε θάλασσ’ αφρισμένη,
παλεύω με τα κύματα χωρίς πανί, τιμόνι
κι άλλη δεν έχω άγκυρα πλην την ευχή σου μόνη.
Στην αγκαλιά σου τη γλυκειά, μανούλα μου, ν’ αράξω,
μες στο βαθύ το πέλαγο αυτό πριχού βουλιάξω.
Μανούλα μου, ήθελα να πάω, να φύγω, να μισέψω
του ριζικού μου από μακρυά τη θύρα ν’ αγναντέψω.
Στο θλιβερό βασίλειο της Μοίρας να πατήσω,
κι εκεί να βρω τη μοίρα μου και να την ερωτήσω.
Να της ειπώ: είναι πολλά, σκληρά τα βάσανά μου,
ωσάν το δίχτυ που σφαλνά θάλασσα, φύκια κι άμμο.
είναι κι η τύχη μου σκληρή, σαν την ψυχή τη μαύρη,
π’ αρνήθηκε την Παναγιά κι οπόλεος δεν θα’ βρει.
Κι εκείνη μ’ αποκρίθηκε κι εκείνη απελογήθη:
«Ήτον ανήλιαστη, άτυχη, η μέρα που γεννήθης.
άλλοι επήραν τον ανθό και συ τη ρίζα πήρες.
όντας σε έπλασ’ ο Θεός δεν είχε άλλες μοίρες».

.

Μητέρα μου, Μαρία Πολυδούρη

Μητέρα μου, πόσο φρικτὰ βαραίνει
ἡ μοίρα σου στὸ νεανικό μου στῆθος.
Ὅλοι μου οἱ πόνοι καταφεύγουν πλῆθος
γύρω στὴ θύμησή σου ποὺ πικραίνει.
Ἐμένα, ποὺ σὲ δέχτηκα εὐλογία
κ᾿ ἔγινα τὸ θαυμάσιο ὁμοίωμά σου,
ἂς μὲ δεχτῆ σὰ νἆμαι ἁμάρτημά σου
ἡ μνήμη σου, μαρτυρικὴ κι᾿ ἁγία.
Στὴ μοίρα σου, ποὺ γνώρισα σὲ μένα,
τὴ σπαραγμένη σκέψη μου προσφέρω.
Μὰ στὴν καρδιά μου μόνο ἐγὼ θὰ ξέρω
πόσους μετροῦν νεκροὺς τἀγαπημένα.
Μητέρα μου, πόσο μου λείπεις τώρα
ποὺ πνιχτικό, βαθὺ σκότος θὰ γίνῃ
στὴ μάταιη ζωή μου ποὺ ὅλο σβήνει…
Ἄχ, πώς μου λείπεις σὲ μία τέτοιαν ὥρα.

.

Η μάνα μου κι ο Σατανάς, Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ

Τη μεγάλη Παρασκευή
η Παναγιά ξαναγίνεται
το πρόσωπο της ημέρας
και η δική μου μάνα ξεμαρμαρώνει.
Δε φοράει πια εκείνο το ροζ
που τη θάψανε
κι ούτε κατεβαίνει
ολοένα με το κουτί της μαζί.
Τη Μεγάλη Παρασκευή
η μάνα μου ζωντανή,
ζεστή σαν το κερί
φοράει το τετριμμένο
και μαζί το άλλο.
Το νύχι της
το προτελευταίο
παχουλό στις άκρες
σαν το δικό μου
άγνωστη όταν κρυφοσκεπτόταν
και κρυφοαμάρτανε μακριά μου
σαν άρχιζε τον ατέλειωτο θάνατό της.

.

Μάνα και γιος, Νικηφόρος Βρεττάκος

Στης ιστορίας το διάσελο όρθιος ο γιος πολέμαγε
κ’ η μάνα κράταε τα βουνά, όρθιος να στέκει ο γιος της,
μπρούντζος, χιόνι και σύννεφο. Κι αχολόγαγε η Πίνδος
σαν να ‘χε ο Διόνυσος γιορτή. Τα φαράγγια κατέβαζαν
τραγούδια κι αναπήδαγαν τα έλατα και χορεύαν
οι πέτρες. Κι όλα φώναζαν:
“Ίτε παίδες Ελλήνων..”.

Φωτεινές σπάθες οι ψυχές σταύρωναν στον ορίζοντα,
ποτάμια πισωδρόμιζαν, τάφοι μετακινιόνταν.
Κι οι μάνες τα κοφτά γκρεμνά σαν Παναγιές τ’ ανέβαιναν.
Με την ευκή στον ώμο τους κατά το γιο πηγαίναν
και τις αεροτραμπάλιζε ο άνεμος φορτωμένες
κ’ έλυνε τα τσεμπέρια τους κ’ έπαιρνε τα μαλλιά τους
κ’ έδερνε τα φουστάνια τους και τις σπαθοκοπούσε,
μ’ αυτές αντροπατάγανε, ψηλά, πέτρα την πέτρα
κι ανηφορίζαν στη γραμμή, όσο που μες στα σύννεφα
χάνονταν ορθομέτωπες η μια πίσω απ’ την άλλη.

.

Τύψεις, Ντίνος Χριστιανόπουλος

όσο περνούν οι μέρες και μακραίνει
η ηλικία της σεμνότητας, αισθάνομαι
τις ανεπαίσθητες ραγισματιές εντός μου
από νύχτα σε νύχτα να πληθαίνουν:
δρόμοι που πήρα με χαμηλωμένα μάτια
φώτα που πέσαν πάνω μου ανελέητα
λόγια πιο πρόστυχα κι απ’ τις χειρονομίες –
μα πιο πολύ, η όψη της μητέρας μου
όταν γυρνώ αργά το βράδυ και τη βρίσκω
μ’ ένα βιβλίο στο χέρι να προσμένει
βουβή ξενυχτισμένη και χλομή

.

Η μάνα μου η Προκοπή, Άννα Τακάκη, 5 Μάη, 2022
Αφιέρωμα στη μάνα του παλιού καιρού

Η μάνα μου, η μερακλού με το μακρύ φουστάνι
που όλα τα ’πωμίζεται, μα κι όλα τα προκάνει
θωρώ τη ν’ ανεμίζεται στον αλαφρύν αέρα
με το νοτιά, με το βορρά δραμουντανίζει πέρα,
στου κάμπου μέσα τη δροσά απού ’χει τα κηπούλια
κι απού μαζώνει κηπικά, πολλώ’ λογιώ’ μαξούλια.
Να πα’ σκαλίσει βιάζεται τ’ αυλάκια τσι πατάτες
ν’ ανοίξει και τον αηγό να γράνει τσι ντομάτες.
Και σαν η μέρα ξωριστεί στο μύλο σκαρφαλώνει
στη φόρα ντου μπροσταίνεται και τα πανιά μαζώνει.
Η μάνα μου η Προκοπή κι η πετσολιοκαμμένη
πότισε το κηπούλι τζη και στα δυο χέρια παίρνει
ολόδροσα κηπουλικά, δυο δεματιές τα κάνει,
ντομάτες βάνει στον κουβά και φορτωμένη φτάνει
στο σπίτι τζη, π’ αργά θα μπει, μα ’χει ακόμη μέρα
να ’ποταγιέψει τσ’ όρνιθες, το γάιδαρο, την αίγα.
Η μάνα μου κουράστηκε, από τσ’ αυγές είν’ όξω
δεν το λογιάζει, βιάζεται, κόπό ’χει κι άλλο τόσο!
Ανάφτει λάμπα, παραστιά, νερό βάνει να βράζει
και το σιδεροτσίκαλο αχνίζει στη φωτιά τζη.
Να μαγερέψει γνοιάζεται, εξάργησ’ η καημένη
κι απόι η σκάφη καρτερεί κι η πλύστρα ανημένει.
Στοίβα τα ρούχα τ’ άπλυτα ως τη βαθιάν εσπέρα
κοντά στο πυρομάγκαλο θα πλύν’ η χρυσοχέρα.
Κι αργά θα δίνει πεταλιές στ’ αργαστηργιού τη διάξη
να φάνει τα χιράμια τζη, την προύκα μας να σάξει.
Μα ’χει και ζύμη ανεβατή στην πετρολεκανίδα
να σάξει μελολούκουμα, μεγάλη ’χει φροντίδα.
Πριν το ξημέρωμα φανεί θα πάει να ξεφουρνίσει
ζεστό ζεστό το καύκαλο, πιθάρια να γεμίσει.
Κι αν είναι μήνας θεριστής αρπά και το δραπάνι
καταμεσήμερο γλακά, στάχυα ματσές να κάνει.
Μέρες απού ’ναι τ’ αλωνιού, στην κάψα λιοπυρίζει
για το γλυκό γλυκό ψωμί που τον σοφρά γεμίζει.

Η μάνα μου η αγρότισσα, η μάνα μου η δουλεύτρα
δεν τηνε χόρτασ’ η ζωή, μα κόπους όλο εμέτρα!

.

Η μοναξιά της μάνας, της Βαγγελιώς Καρακατσάνη

Σαν μάνα που μοιρολογά στον κόσμο το παιδί της,
σαν ρόδο που μαραίνεται από την ανομβρία,
είν’ η ζωή πολλές φορές,
μα ξέρω την αιτία.

Στη μοναξιά τσι αγάπης σου άναψα ένα καντήλι,
να φέγγει στα σκοτάδια μας τα αστεροστολισμένα.
Ποια μάνα έχασε παιδί χωρίς να βρέξει χείλι;
Ποια αγάπη πέταξε μακριά λίγο μετά το δείλι;

Σαν σπουργιτάκι άνοιξες, για λίγο, τα φτερά σου…
Σαν μέλισσα ρούφηξες λίγο απ’ το θυμάρι…
και ύστερα εμίσεψες,
μα ξέρω, θα ’ρθεις, πάλι!

Στη μοναξιά τσι αγάπης σου, φώτισα το σκοτάδι:
Να δεις το φως να αναστηθείς, βλαστέ μου, πονεμένε.
Ξέρω θα ’ρθεις στο όνειρο να μου ζητήσεις χάρη…
Άλλοι καημοί από αυτόν, δεν θέλω, να με καίνε!

Σαν Αλντεμπαράν θα κυνηγώ, μία ζωή, την πούλια…
Μα δεν θα φτάνω και συχνά θα χάνω την πυξίδα.
Άλλη ομορφιά από τα σε,
στη γη πάνω δεν είδα!!!

Στη μοναξιά τσι αγάπης σου, πλέκω, χρυσό μαντήλι.
Να το κρατάς να μ’ οδηγείς όρθια να βαδίζω!
Ξέρω θα γιάνει η πληγή,
δεν έπαψα να ελπίζω!

Gustav Klimt, Ελπίδα, II, 1907.

 

Άρη Αλεξάνδρου, Με τι μάτια τώρα πια

Βιάστηκες μητέρα να πεθάνεις.
Δεν λέω, είχες αρρωστήσει από φασισμό
κι ήταν λίγο το ψωμί έλειπα κι εγώ στην εξορία
ήτανε λίγος ο ύπνος κι ατέλειωτες οι νύχτες
μα πάλι ποιος ο λόγος να απελπιστείς προτού να κλείσεις
τα εξηντατέσσερα
μπορούσες να ‘σφιγγες τα δόντια
έστω κι αυτά τα ψεύτικα τα χρυσά σου δόντια
μπορούσες ν’ αρπαζόσουνα από ‘να φύλλο πράσινο
απ’ τα γυμνά κλαδιά
απ’ τον κορμό
μα ναι το ξέρω
γλιστράν τα χέρια κι ο κορμός του χρόνου δεν έχει φλούδα
να πιαστείς
όμως εσύ να τα ‘μπηγες τα νύχια
και να τραβούσες έτσι πεντέξι-δέκα χρόνια
σαν τους μισοπνιγμένους που τους τραβάει ο χείμαρρος
κολλημένους στο δοκάρι του γκρεμισμένου τους σπιτιού.
Τι βαραίνουν δέκα χρόνια για να με ξαναδείς
να ξαναδείς ειρηνικότερες ημέρες και να πας
στο παιδικό σου σπίτι με τον φράχτη πνιγμένο ν στα λουλούδια
να ζήσεις μες στη δίκαιη γαλήνη
ακούγοντας τον πόλεμο
σαν τον απόμακρο αχό του καταρράχτη
να ‘χεις μια στέγη σίγουρη σαν άστρο
να χωράει το σπίτι μας την καρδιά των ανθρώπων
κι από τη μέσα κάμαρα-
όμως εσύ μητέρα βιάστηκες πολύ
και τώρα με τι χέρια να ‘ρθεις και να μ’ αγγίξεις μέσ’
από τη σίτα
με τι πόδια να ζυγώσεις εδώ που ‘χω τριγύρω μου τις πέτρες
σιγουρεμένες σαν ντουβάρια φυλακής
με τι μάτια τώρα πια να δεις πως μέσα δω χωράει
όλη η καρδιά του αυριανού μας κόσμου
τσαλαπατημένη
κι από τον δίπλα θάλαμο ποτίζει η θλίψη
σαν υγρασία σάπιου χόρτου.

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:403