Χρόνος ανάγνωσης περίπου:11 λεπτά

Η στερνή επιθυμία της θείας Ειρήνης, της Ιφιγένειας Μανουρά

«Πληγή που ανοίγει ο χωρισμός

δε ντηνε κλειούνε οι χρόνοι,

γιατί πατούν οι θύμησες

απάνω και ματώνει.»

Γιώργης Σταυρακάκης, Μιχαλόμπας.

– Ε θεία πε μου δα, το θείο τονέ γάπας και τόνε πήρες;

– Ιιι παιδί μου, ίντα λες δα κειά, ντα εγαπούσαμε εμείς ετοτεσάς;

– Γιάιντα θεία δε εγαπούσετε, δεν είχετε εσείς καρδιά;

– Είχαμε και εγαπούσαμε και μεις, μα επέρναμε εκειουσάς που μα σε δείνανε οι γονέοι μας.

– Δηλαδή το θείo, σού τονε δώκανε οι γονέοι σου;

– Είπε λέει πως μείδε σε ‘να γάμο να χορεύγω και του ‘ρεσα και ήρθε και με ζήτηξε του κυρού μου και αυτός με ‘δωκε.

– Χωρίς να σε ρωτήξει ο πατέρας σου σε ‘δωκε;

-΄Ετσα εγίνουντονε εκιανά τα χρόνια, δε νερωτούσανε τη κοπελιά.

– Και ύστερα το νεγάπησες το θείο;

– Ντα δε νεπρόλαβα παιδί μου, γιατί επλακώσανε τα κοπέλια και οι ευθύνες και δεν εθυμούμουνε ύστερα εγώ αγάπες.

– Και πε μου δα θεία, εγάπησες ποτέ κιανένα.

Παρακολουθώ το χέρι της που άρχισε να τρέμει και ένα αδιόρατο χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της. Έκδηλη η συγκίνησή της και ας προσπαθούσε να την κρύψει με περίσσα σπουδή.

– Δε νεγάπησα ‘γω ποτέ μου.

– Μα πώς θεία, από ότι λένε, για την εποχή σου ήσουνε μια καλλονή και τσι καλλονές τση κυνηγούσανε οι νεαροί τση εποχής και με τσι καντάδες τσι κάνανε να αγαπήσουνε και αυτές.

– Ε ντη παντέρμη καλλονή!!

Πραγματικά η θεία είναι καλλονή, ακόμα και σήμερα κοντά στα ενενήντα. Και θα δανειστώ τα λόγια του Όμηρου, που βάζει στο στόμα τού γέρο Πρίαμου και χωρίς να περιγράψει την ωραία Ελένη, φαντάζεται ο καθένας την τόση ομορφιά.

«Χαλάλι τόση παιδομή για μια τέτοια γυναίκα, με τις αθάνατες Θεές φρικτά μοιάζει στην όψη».

Και ήτανε ζαχαροζυμωμένη και ψιμιδευτή και πολυχαϊδεμένη και ακριβοθυγατέρα και οι γονείς της, την είχανε σαν τ’ άστρι και τον ουρανό. Εγώ όμως που ήξερα τον πόνο της τόσα χρόνια, ήθελα να την κάνω να μιλήσει σα τον καλό εξομολόγο.

– Θεία να μου πει θες για τον Καλό-Γιωργιό;

– Μα ίντα παιδί μου λες δα κειά;

Και κατέβασε το βλέμμα ντροπαλά σα το μικρό παιδί που κάνει τη ζαβολιά.

– Θεία, οι δύο μας πάντα δε ντα λέγαμε όλα;

– Ναι, μα ετεσάς παιδί μου είναι κουβέντες που δε λέγονται.

– Γιάιντα θεία; Eγάπας. Ίντα ποιο όμορφο στο γκόσμο υπάρχει από τη ναγάπη;

– Ναι, μα ύστερα επαντρεύτηκα και έκαμα φαμελιά και έπρεπε να ξεχάσω και εξέχασα.

– Και εξέχασες θεία;

– Εξέχασα.

– Και εξέχασες με γλυκιές ή πικρές αναμνήσεις;

– Δε γατέχω, μόνο όντε τονέ εθυμούμουνε η καρδιά μου εχτύπα αλλιώς.

Αυτός ο κακομοίρης δε νέφταιγε, αλλά εφοβούντονε το κύρη μου. Ποιος παιδί μου κακόσειρος θέλα πάει να με ζητήξει του κυρού μου και θέλα με δώσει;

– Μα εσύ θεία είσαι άγιος άνθρωπος και πιστεύγεις στσι κακοσυριές;

– Ντα εγώ επίστευγα ή ο κύρης μου; Για μένα όλοι οι αθρώποι έχουνε τη νίδια ναξία. Πώς θελά τολμήσει όμως να ρθει να με ζητήξει που δεν νείτανε λέει από μεγάλο σόι και ήτονε και φτωχός;

– Ντα εσείς τα ‘χετε μιλημένα ότι εγαπιέστε και είπες του να ‘ρθει να σε ζητήξει;

– Γροίκα κιε ίντα λέει. Εμείς παιδί μου εμιλούσαμε μόνο με τα μάθια και αυτά τα λέγανε όλα. Και δε ντονεξάνοιγα κατάματα, μόνο στα χωστά, μα ετοτεσάς εθόρουνα πως με ξάνοιγε και αυτός και το κατάλαβα πως με γάπα.

-Θεία γατέχεις τη μαντινάδα;

«Το σ ΄αγαπώ τα χείλη σου

δεν μου χουν ειπωμένο,

μα το θωρώ στα μάθια σου

χίλιες φορές γραμμένο».

– Ίδια τσα.

– Και επίστευγες θεία ότι σε αγάπα, μόνο από τα μάθια;

– Ντα υπάρχει παιδί μου γυναίκα στο γκόσμο που να μην καταλάβει πως την θένε;

– Μα τοσονά καλός ήτανε θεία όπως το νελέγανε;

– Όντε νήρχουντονε στο χωριό απάνω στο κοκκινωπό ντου μπεγίρι, εθάρουνε πως ήτονε ο Θεός. Έτσα όμορφος. Δυο μέτρα αψηλός, μελαχρινός, ανυχτοκουταλάτος, γαϊτανοφρύδης, και σβέλτος οσά το ζαρκάδι, τα μαλλιά ντου ήσανε ολόμαυρα οσά το κατράμι που εγιαλίζανε οσά το κοριάλι και εκάνανε σκάλες και τα μάθια ντου μεγάλα και μαύρα οσά τσι ελιές και τα χείλια ντου χοντρά και κόκκινα οσά τη παπαρούνα και όντε εγέλα ανοίγανε οι εφτά ουρανοί. Μα πιο πολύ μού άρεσε ο χαραχτήρας του γιατί ήτονε καλός και ζεστός άθρωπος και εγέλα, κι ήτανε όξω καρδιά, και φιλότιμος και χουβαρνάς.

Επήγα και εστάθηκα μια φορά στα εικονίσματα και έκλαψα και παρακάλεσα το Θιό να με συγχωρέσει που για το χατήρι ντου, τόνε ξέχασα και έναφτα κερί μόνο γι’ αυτόν για να μου τονέ προστατεύγει.

– Δεν πειράζει θεία ο Θιός δε λες πως είναι Αγάπη; Θα σε συχωρέσει που δε του ‘ναφτες κερί.

-Ήρχουντονε στο χωριό κάθα Πέφτη για να αγοράσει πράματα για το παζάρι τση Παρασκής. Και όλη τηνε εβδομάδα επερίμενα τη Πέφτη να ‘ρθει. Και αυτός τη νώρα που ήρχουντονε στο χωριό, ήρχουνονε πρώτα στο ντουκιάνι του κυρού μου, μα δε νεξάνοιγε έκεια που ήμουνε εγώ, μόνο όντε είμαστε οι δυό μας με ξάνοιγε, μα δε μου πε ποτέ πράμα.

Και μια Πέφτη δε νήρθε και τονε περίμενα, μα δεν ήρθε ούτε και τη νάλλη Πέφτη, ήτανε άρρωστος μα εγώ δε το κάτεχα και εσκέφτηκα ότι δε με γάπα μπλιό και εγάπησε κιαμιά άλλη και έπεσα να ποθάνω. Ούτε έτρωγα ούτε έπινα. Και μου φέρανε το γιατρό και είπε να αλλάξω περιβάλλον. Και με πέψανε στη θειά μου στη χώρα για δυο μήνες. Μα έκια εσορρώστησα και εφοβηθήκανε πως θέλα ποθάνω και με ξαναφέρανε πάλι στο χωριό. Και ήρθε τη Πέφτη και τον είδα και ήτανε και αυτός πιο άρρωστος από μένα. Μα εκατάλαβα πως εχάρηκε πολύ που με είδε γιατί εγέλα όλη την ώρα.

– Θεία, είχες λεωμένο ποτέ σε κιανένα πράμα για το βάρος που εσήκωνες;

– Ίντα να πω και τείνους, απού εφοβούμουνε πως ανέ ντο μάθαινε ο κύρης μου θελά με σφάξει, μα θελά τού κάμει και αυτουνού μεγάλο κακό.

– Και δε νεκατάλαβε κιανείς ποτέ πράμα;

– Δε γατέχω μα μου φαίνεται πως ο κύρης μου τόχε καταλαβομένο γιατί το τελευταίο καιρό που ήρχουντονε στο χωριό με έπεμπε με τη μάνα μου στη γιαγιά μου.

Και μια φορά που με πήρε στο παζάρι να αγοράσω ύφασμα να μου ράψει η μάνα μου ένα φουστάνι, επεράσαμε δίπλα από το σπίτι ντου γιατί έκεια επουλούσανε τα υφάσματα και αυτός με είδε, έπιασε το μαντολίνο ντου, έπαιξε και είπε ένα κομμάτι από τον Ερωτόκριτο που εγώ εκατάλαβα πως τόπε για μένα.

«Γατέχω το κι ο κύρης σου γρήγορα σε παντρεύει,

ρηγόπουλο αφεντόπουλο σαν είσαι εσύ γυρεύει.

Ας πω πως εκρεμάστηκα από μιας γυναίκας τρίχα

κι έσπασε η τρίχα κι έχασα στον κόσμο ό, τι κι αν είχα.

Μα όπου κι αν πάω κι αν σταθώ κι ό,τι καιρό κι αν ζήσω,

τάσσω σου άλλη να μην δω μήτε να αναντρανίσω».

Και επήρα κουράγιο και εχάρηκα τοσονά πολύ που ήθελα να κάτσω έκια να τονε γροικώ να τραγουδεί με τη γλυκιά ντου φωνή, μα ο κύρης μου ντελόγο με επήρε και εφύγαμε.

Και όσο επομακρυνουμάστανε εγροίκουνα το μαντολίνο του και μου φαίνουντονε πως έκλαιγε και ήθελα και εγώ να κλαίω, μα εφοβήθηκα μη με καταλάβει ο κύρης μου και από τοτεσάς δε με ξαναπήρε στο παζάρι.

Και όντε τα σκέφηκα όλα τανά, εκατάλαβα πως γιακιονά μέδωκε του θείου σου με το άστε ντούε.

Η μάνα μου πρέπει και αυτή να τόχε καταλαβομένο γιατί τη μέρα τση παντρείας μου, μού χτένισε τα μαλλιά μου και μου πουπε. ”Οχι άλλο παιδί μου, μα καλός είναι και ετοσές”.

– Και γιάιντα δε τσι μίλησες αφού αυτή ήτανε μαλακιά και θελά σε βοηθήσει.

– Δε τσι ΄πα πράμα γιατί εκάτεχα ότι δε νεπέρνανε ο λόγος τση στου κυρού μου τσι αποφάσεις και θέλα τση νευριάσει ανέ τούλεγε πράμα και δεν νήθελα να δημιουργήσω πρόβλημα.

– Θεία και αφού σε θέλανε πολλοί, γιάντα δε νέπαιρνες κιανένα, μόνο τοσανά χρόνια εβασανίζουσουνε, αφού εκάτεχες πως ο κύρης σου ποτέ δε θελά σε δώσει σε αυτόν;

– Μα δε νήθελα εγώ κιανένα άλλο μόνο αυτόν ήθελα, μόνο σε αυτόν είχα τον νου μου μέρα νύχτα.

Μου έκανε εντύπωση που η θεία μου μιλούσε μετά από τόσα χρόνια και ήθελε να εκφράσει τα συναισθήματα της. Αλλά αυτό οφειλόταν στο ότι την είχαν συνεπάρει, η νοσταλγία και οι θύμησες.

– Θεία και αν σου΄ λεγε να σε πάρει να φύγετε ίντα ‘θελα κάμεις; To ΄χες σκεφτεί κιαμιά φορά.

– Ναι τόχα πολλές φορές σκεφτεί. Έτρεμα το κύρη μου μα για το χατήρι ντου εσκέφτουμουνε ότι θελά τα βάλω με όλο το γκόσμο και δε με ΄γνοιαζε πράμα. Ούτε ίντα θελαπούνε οι αθρώποι , ούτε πως θέλα φήσω το σπίτι μας. Μα δε μου ΄πε ποτέ πράμα.

– Εμπόριε όμως να μην ήτανε τα πράματα όπως τα φαντάζουσουνε αλλά να πέρνας πιο δύσκολα στα χέρια ντου.

– Το σκέφτηκα και αυτό πολλές φορές, όμως δεν θέλα με τρώει το μαράζι να σκέφτομαι πως θέλα νείναι η ζωή μαζί ντου. Και όντε νείχα τα μεγάλα προβλήματα πάντα εσκέφτουμουνε πως αν είμαστανε μαζί, θέλα τα περνώ πιο εύκολα. Και όντε νείχα και τσι χαρές δεν ήτανε ποτέ μεγάλες γιατί τονέ σκέφτουμουνε πάλι και μου ‘λειπε.

Μετά από πολλά χρόνια, έμαθα ότι μίλησε σε ένα δικό μας άθρωπο και του πε πως με γάπα και ήθελε να με πάρει. Μα αυτός τούπε να μη φανερέψει πράμα για δε θέλα το νε ξαναφήσουνε να ρθει αθό ντα χωριά μας.

-Και έμαθες ίντα επογίνηκε;

-Από ώρας και επαντρεύτηκα δε νεξανάρθε στο χωριό. Και όντε νείχα το τρίτο μου κοπέλι έμαθα πως επαντρεύτηκε και αυτός. Και ήρχουντονε μετά από τη παντρειά του στο χωριό,

μα δεν ήρχουντονε αθό το σπίτι μας. Και μια φορά τον είδα τυχαία με ένα κοπέλι ντου θυληκουδάκι και θαρρώ πως το λέγανε Λενιώ .

Επήγαμε μια φορά στο χωριό ντου γιατί ο θείος σου εβάφτισε ένα κοπέλι. Έπαιζε και αυτός στο γλέντι και την ώρα που με σήκωσε πρώτη στο χορό ο σύντεκνος μας είπε δύο μαντινάδες.

«Να μάθω πως περνάς καλά

να χαίρομαι για σένα,

γιατί ‘ μαι γω η αφορμή

που ζεις σε χέρια ξένα».

«Να μάθω πως περνάς καλά

ήσυχος να κοιμούμαι

να πάψω να ΄χω τσι έγνοιες σου

να μη στενοχωρούμαι».

Και τονε λυπήθηκα πολύ, γιατί εθώρουνε πως υπόφερε και αυτός σα και μένα και εγώ εθάρουνε πως αφού επαντρέυτηκε επέρνα καλά. Μα δε νεπέρνα καλά και το κατάλαβα από τσι μαντινάδες. Και από κεινηνά τη μέρα δε ντονέ ξανάδα ποτέ.

Ύστερα έμαθα ότι έγυρε τη χώρα, μα δεν του πήγε λέει καλά στη παντρειά του, μα και δεν νεξαναρώτηξα και δε νέμαθα μπλιό πράμα ίντα επογίνηκε. Κιαμιά φορά σκέφτομαι ανέ ζει ή ανέ πόθανε, μα και ποιο να ρωτήξω;

-Και όντε σε δωκε ο κύρης σου του θείου, εσυβάστηκες; Δε νεσκέφτηκες πόσο θέλα στενοχωρηθεί, δεν τόνε λυπήθηκες όντε θελά το μάθει;

-Εγώ παιδί μου ελυπούμουνε την απατή μου, μα πιο πολύ λυπούμουνε αυτό, μα ίντα θέλα κάμω; Όντε νείμουνε αμοναχή έκλαιγα και εστενοχωρούμουνε.

Τη μέρα του γάμου μου, μού φάνηκε πως τον νείδα στην εκκλησά και μια στιγμή εσκέφτηκα πώς ήρθε να με πάρει να φύγομε μαζί. Μα δε νήρθε. Ήτανε τση φαντασίας μου.

Και εντάκαρα σιγά – σιγά και το συνήθιζα, όπως παιδί μου συνηθίζονται όλα σε ετουτηνέ τη ζήση.

Οι μεγάλοι έρωτες δεν ξεχνιούνται ποτέ. Γίνονται αγκάθια να θυμίζουν ότι η ζωή θα ήτανε διαφορετική εάν τολμούσαμε και παλεύαμε να είμαστε με τον άνθρωπο που αγαπούσαμε. Και η ζωή δεν μένει στάσιμη και προχωράμε, αλλά πάντα θα θυμόμαστε τα όνειρα που αφήσαμε από δειλία στη μέση, να περιμένουν μάταια την εκπλήρωση. Αυτά τα όνειρα που αφήσαμε να πνιγούν μέσα στην τρικυμία της ζωής, χωρίς να παλέψουμε.

Πολύ συχνά με την παρέα μου πάμε στην ταβέρνα της Ελένης. Έχει πολύ καλό φαγητό, καλό ντόπιο κρασί και κάθε Σάββατο βράδυ, έρχονται μουσικοί οι οποίοι αμισθί διασκεδάζουν τον κόσμο. Την πρώτη φορά που πήγαμε με σύστησε η φίλη μου η Αθηνά, στην Ελένη, την ιδιοκτήτρια της ταβέρνας.

– Ελένη από εδώ η φίλη μου η Ιφιγένεια και είναι από το Αρκάδι.

– Γεια σου Ελένη χάρηκα που σε γνωρίζω, αλλά από το Αρκάδι εδώ, το Μεσσαρίτικο, όχι το Ρεθεμιώτικο.

– Ναι το ξέρω, όταν ήμουνα μικρή ο μπαμπάς μου κάποιες φορές με έπαιρνε μαζί του και ερχόμαστε στο χωριό σου.

– Ντα ποιος είναι ο μπαμπά σου;

– Στα χωριά σας τονε λέγανε Kαλό-Γιωργιό.

– Ελένη, ξέρεις τι μου λες τώρα;

Και έκατσε στο τραπέζι μας ήπιαμε και κουβέντα στην κουβέντα της διηγήθηκα τον έρωτα του πατέρα της με την θεία μου την Ειρήνη.

– Και ζει Ελένη ο πατέρας σου; Την ρώτησα, ελπίζοντας να μου απαντήσει θετικά και φανταζόμουνα ήδη τη συνάντηση που θα επεδίωκα να γίνει με τη θεία μου και τον Καλό- Γιωργιό.

– Πέθανε τώρα και μερικά χρόνια, αλλά δεν του πήγε καλά στη ζωή του. Και όλα αυτά τα χρόνια είχε την εικόνα της Αγίας Ειρήνης στο εικονοστάσι μας και δεν πέρασε μέρα να μη την θυμιάσει. Και στα στερνά ντου, μού παράγγειλε να του βάλω την εικόνα να την πάρει μαζί του μέσα στο μνήμα. Μα ποτέ δεν τον ρώτησα γιατί, μόνο τώρα κατάλαβα.

– Έχεις φωτογραφία του εδώ;

– Έλα.

– Αυτός ο υπέροχος εύζωνας ήτανε ο πατέρας σου;

– Nαι είκοσι δυο χρονών. Δεν πίστευα ποτέ ότι υπήρχε τέτοια ομορφιά. «Καημένη μου θεία πως να μην τρελαθείς με τέτοιο κάλλος»!!

– Θεία Ειρήνη να ρθει θες να πάμε μια βόλτα;

– Και που θα πάμε παιδί μου;

– Επαέ κοντά.

– Εσάστηκε, έβαλε το μαύρο τσεμπέρι στα μαλλιά της- χήρα πιά- την έπιασα από το χέρι και μπήκαμε στο αυτοκίνητο.

Στην ταβέρνα της Ελένης πήγαμε.

– Θεία, να σου συστήσω την Ελένη την Χ……

Σήκωσε το βλέμμα της με μεγάλη έκπληξη και την κοίταζε ερευνητικά, μήπως βρει απάνω της σουσούμια του πατέρα της.

– Στο χωρίο μας παλιά χρόνια ήρχουντονε ένας Χ… μα εμείς, επειδή ήτανε πολλά καλός, τονε λέγαμε Καλό-Γιωργιό.

– Ο πατέρας μου ήτανε.

– Ο πατέρας σου; Ήτανε, δεν είναι εδά, ε; Ενώ έτεινε και της έπιασε σμιχτά το χέρι. Και η Ελένη, της το χάιδεψε και το φίλησε στοργικά.

– Όχι θεία, πέθανε πριν μερικά χρόνια και τον θάψαμε εδώ στο χωριό.

Και ξέρεις πια ήτανε η τελευταία του επιθυμία; Nα βάλουμε την εικόνα της Αγίας Ειρήνης πάνω στα χέρια του όταν πεθάνει, να την κρατεί και να την πάρει μαζί του.

Ένα δάκρυ λύπης έτρεξε από τα αγαπημένα μάθια της θείας μου.

– Ιιι το μαύρο κακομοίρη κι αυτό σα και μένα.

Και όταν έφυγε η Ελένη για λίγο, που και εκείνη είχε πολύ συγκινηθεί, μού λέει η θεία μου με σχεδόν ψιθυριστή φωνή.

– Παραγγέρνω σου παιδί μου όντε θα φύγω, για το χατίρι ντου να μου βάλεις κι εμένα την εικόνα του Αη Γιώργη στα χέρια μου να τήνε πάρω μαζί μου. Μα στο Θιό σε πρεζεστάρω να μην πεις κιανενούς το λόγο. Να το γατέχεις μόνο εσύ.

– Μόνο εγώ θα το γατέχω ακριβή μου.

Ιφιγένεια Μανουρά

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:211