ΠΛΗΞΗ II
Ο ήλιος πεσμένος στο δεξί πλευρό, θαμπός κι αδύναμος, αχτινορραγεί. Τα δέντρα στενάζουν στο σύνορο του μύλου και του χώματος. Ξεχασμένα πουλιά κι άψυχες φλέβες χιονιού κεντρώνουν το τοπίο. Από κάπου ακούγεται μουσική Μπετόβεν, όχι, Pink Floyd, τι λέω, disco ενορχηστρωμένη με βιολιά και φλάουτα. Ένα σύννεφο κατεβαίνει γεμάτο αναμμένα κεριά. Θ’ αργήσει, ίσως και να διαλυθεί. Τα κεριά θα πέσουν σαν σκοτωμένα πουλιά.
ΓΕΓΟΝΟΣ
Φώτα που μοιάζουν με πιτσιλιές υδράργυρου, γέμισαν τους έρημους δρόμους. Είναι φορές που η μοναξιά στο δρόμο μου προσφέρει την ηδονή ερωτικής εξομολόγησης. Να, όμως, που όλα σβήστηκαν από μια μικρή ομάδα παιδιών που ξαφνικά πετάχτηκε από μια γωνιά, κρατώντας εφημερίδες σε ρολό. Κάτι φώναζαν, μπορεί να μην άκουσα καλά: «Αλάργα Φαέθωνα».
ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ
Μ’ αρέσουν οι δρόμοι που πνίγονται στις σκιές, που φοβάσαι σε κάθε βήμα σου μην και πατήσεις ένα χέρι του 13ου αιώνα, το φουστάνι της μικρής αγαπημένης του Παλαμά, το φως κάποιου μεθυσμένου φανοστάτη. Οι αφίσες σπάνε τους τοίχους και αόρατα σοκάκια σε οδηγούν σε νεκροταφεία δέντρων, σε μικρά φιλιά – προκηρύξεις πεταμένα με προσοχή στις γωνιές.
«Αν θες τα κλειδιά της γκαρσονιέρας μου μη διστάσεις», είπε με στόμφο ο Χρήστος.
Ένα οβάλ πρόσωπο εγκλωβισμένο στα φώτα της μοτοσικλέτας, σιωπηλό, ανέκφραστο, εκπέμπει ερωτηματικά από οξείδιο του αζώτου. Πώς να το παραβλέψεις;
PUB
Τα κεριά στο υπογάστριο
αποκαλύπτουν
το βάθος των ματιών,
και μένει αθέατο το σώμα
άγαλμα
τυφλό και ρέον.
Η ΑΝΑΜΝΗΣΗ ΤΟΥ ΝΟΕΜΒΡΗ
Οι μαίανδροι του τσιμέντου
οδηγούσαν στο αναπόδραστο.
Το βράδυ μαγικό, στολισμένο
φάρμακα κι ανθισμένα μάτια.
ΣΤΟΥΣ ΝΕΚΡΟΥΣ ΣΥΝΤΡΟΦΟΥΣ
Αίμα στο χιόνι
τι να σκέφτεσαι τώρα;
Ακολούθησα τα ίχνη.
Δάκρυα σπουργιτιών
πάνω σε ξερά φύλλα.
Δίπλα εσύ, το αίμα,
κλωστή που καίγεται.
Δημήτρης Πανουσάκης
[Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Πολιτιστική, τ. 22, σελ. 35. Η Πολιτιστική ήταν ένα περιοδικό τέχνης που κυκλοφόρησε από το 1984 έως το 1987. Εκδότης και ψυχή του περιοδικού ήταν ο Αντώνης Στεμνής που χάθηκε πρόωρα το 2006]