Τα καλούδια του Σεπτέμβρη… | του Αντώνη Κουκλινού Τσ’ αυλές τσοι παρασέρνει η Ασπασία και τσοι χτυπούνε την αυλόπορτα ν’ ανοίξει. -Καλημέρα μωρή Ευγενιά, ήντα ανερκερκελεύγεις σήμερο και σε θωρώ με τσοι μανίκες ανεμπουκωμένες; Έλα πέρασε μέσα… -Καλημέρα μωρή Ασπασία, μνια ολιά μούστο εκρατήξαμε και θα πολεμήσω να σάσω μουσταλευριά και κιοφτέργια τω γκοπελιώ, μονό εδά γυρεύγω άθο, γιατί δενΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Ένα ρόδο στο Ρόδο μου… | Του Νίκου Λουκαδάκη Σηκώθηκε ο μπάρμπα Μανώλης σιγανωπά απ’ την κλίνη του και πήγε να ’ποσαστεί. 80άρης μπλιο, μα κοτσονάτος και σαφί χαμογελαστός. Αφού εποσάστηκε, ήβαλε μια ολιά γάλα να ζεσταθεί, επήρε ένα μικιό πιατάκι με πεντ-έξε λαδοκούλουρα και τα ’βαλε σ’ ένα μπιχλιμπιδάτο δίσκο, που ’χε ζωγραφισμένη πάνω μια χανούμισσα να παίζει τοΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Άλλες εποχές… | του Αντώνη Κουκλινού Οι παλιοί γ’ αθρώποι στα χωργιά, σε κάθε εποχή εκαλλιεργούσανε, απ’ ούλα τα μαγεροψήματα. Κουκιά, ροβίθια, φασούλες, φακές, μπιζέλια, αρακά, τα όσπρια ετούτα-νέ, συνήθως εμαγερεύγανε. Μα εψήνανε και μπίζι (λαθούρι, αλλού το λένε μαναρόλι), παπούλες, (καμπλιές). Πόσες φορές δεν εθωρούσαμε, να ποξεραίνουνε στα δώματα, κουκιά, φασούλες και ροβίθια στον ήλιο κι απός με τηΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Του Σετέμπριου η ώρα | του Νίκου Λουκαδάκη …ο ήλιος εποχώστηκε, κρύγιανε ο αέρας κι ήμοιαζε σαν απόβραδο το σταύρωμα τση μέρας… Σκύβει με παραπόνεση τ΄ ολόγιομο φεγγάρι, γλυκοφιλεί τον Αύγουστο, τον γέρο Καμινάρη πού ‘καμε πάλι καλλονές, αυγές δροσουλιασμένες, μέρες ηλιοπερίχυτες, νυχθιές γαληνεμένες κι είχενε μες στη βούργια ντου -η- τσι χαρές πληθώρα, μα δα μισεύγει κι έρχεται τουΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Ρατσισμός ή όχι | της Ιφιγένειας Μανουρά -Είδα ότι έχεις κάνει φίλο τον Μπάμπη; -Ποιόν Μπάμπη; -Τον Μ…. -Ναι γιατί; -Σου έκανε αίτημα φιλίας και το δέχτηκες; -Ναι μου έκανε αίτημα φιλίας και το δέχτηκα, γιατί δεν έπρεπε; -Έλεος πια, για να έχουμε πολλούς φίλους αποδεχόμαστε τον καθένα. -Εγώ δα κιόλας μετρώ πόσους φίλους έχω!! Αν είχα εγκλωβιστεί στα εξήνταΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Ο μπάρμπα Στεφανής… | του Αντώνη Κουκλινού Μνια δεμαθιά καλάμνια βαστά στην αμπασκάλη ντου και σέρνει το γάιδαρο απού το χαλινάρι αξέστρωτο και γέρνει όθε ντο περβόλι. Όξω απού το χωργιό, παντίχνει με το Θοδωρή και στέσανε κουβεντολόι. -Μρε Στεφανή, όθε πού το ’βαλες; -Γεια σου μρε Θοδωρή, στο περβόλι πάω. -Και σέρνεις το γάιδαρο αξέστρωτο; Και σηκώνεις τα καλάμνια…,ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

2520! | του Γιώργου Χουρμουζιάδη «Οι περισσότεροι είχαν να πλυθούν και ν’ αλλάξουν έναν ολόκληρο μήνα, ίσως και περισσότερο, και οι μορφές τους, μαύρες και ισχνές, από τις κακουχίες και την απλυσιά, ελάχιστα πλέον θύμιζαν τα παλιά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους»! Με τον τρόπο αυτόν ένας αντάρτης του ΔΣΕ περιγράφει την κατάσταση των ανταρτών μετά τον ελιγμό που πραγματοποίησε ο ΔΣΕΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Τα νάζια… | του Αντώνη Κουκλινού Με ξεχαμπετωμένα τα ποκάμισσα, κακοζωζμένος με το σκαπέτι στον ώμο, εγιάγερνε στο χωργιό ο Νικολής. Αυλάκιαζε ένα ψιχάλι ποταμίδα, να φυτέψει πατάτες και τα κηπικά ντου. Ολοκάψωτος…, η μυρωδιά του ίδρου εξύνιζε απάνω ντου, απ’ αλάργο. Σαν εμπήκενε στο σπίτι, παρετά το σκαπέτι στο γύρο και βγάνει το ποκάμισσο. Αγλακά στη γούρνα κι ανοίγειΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Το χωριό που γεννήθηκα είναι οι Γκαγκάλες | του Μιχάλη Στρατάκη Κακόηχο όνομα, ακαταλαβίστικο, δίχως παραπομπές σε παραδεισένιους τόπους ή, έστω, σε μαρμαρένια αλώνια όπου ποταμοί τρέξανε τα αίματα Τούρκων καταχτητών μακελεμένων από κατσούνες Γκαγκαλιανών ημίθεων. Στον καρποφόρο μεσσαρίτικο κάμπο είναι κουκουβισμένο το χωριό μου, εκεί που σμίγουν και σφιχταγκαλιάζονται οι αέρηδες του Ψηλορείτη και των Αστερούσιων βουνών, εκεί πουΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…