Τούτα φέραν κείνα και κείνα φέραν τ’ άλλα | της Άννας Τακάκη Ξαφνικά άστραψε και βρόντηξε κι έγινε η μέρα μισοσκότεινη. Κι ανοίξανε οι καταρράχτες τ’ ουρανού κι η γης επότισε, ήπιε, ήπιε και χόρτασε η διψοκεντημένη. Κι ύστερα ανοίξανε κι οι καταρράχτες της γης, οι ποταμοί, οι παραπόταμοι και πλημμύρισε ο τόπος. Λίμνιασαν οι δρόμοι, οι πλατείες, σ’ έναΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Ο Μπίλι Τζόουνς | της Λίτσας Ψαραύτη Κόντευαν να τελειώσουν οι βραδινές ειδήσεις. Κάθε τόσο η μάνα μου γύριζε και μου φώναζε: «Βασίλη, ώρα να κοιμηθείς, αύριο θα ξυπνήσεις νωρίς για το σχολείο». Κάθε βράδυ η ίδια ιστορία. Αφού ξέρει πως αν δε δω τ’ αθλητικά δεν πάω για ύπνο. Εκείνη τη στιγμή είδα τον Μπίλι Τζόουνς στην οθόνη. ΚαθότανΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Μικρές προσδοκίες | του Γιάννη Λαθήρα «Το να ζεις μόνο δεν είναι αρκετό, είπε η πεταλούδα. Πρέπει να έχεις λιακάδα, ελευθερία και ένα μικρό λουλούδι» Χανς Κρίστιαν Άντερσεν Πέφτουμε συχνά από τα σύννεφα τελευταία. Οι πτώσεις όμως φαίνονται ανεπαίσθητες. Δεν είναι μόνο ότι είναι συνεχείς και συνηθίσαμε. Μάλλον γιατί οι πτήσεις μας είναι χαμηλές. Δεν είναι καιροί για πετάγματα, γιαΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Αντίο Γλαρέντζα | του Νίκου Καραντηνού . Ήταν στα προπολεμικά χρόνια, που δυο φορές το χρόνο έφταναν στο νησί μας οι Μοραΐτες τσαμπάσηδες και αγόραζαν άλογα, φοράδες, πουλάρια και τα πήγαιναν στο Μοριά. Ο Μήτσος, από την Αντραβίδα άντρας πανύψηλος, γεροδεμένος με φράγκικο ντύσιμο εκτός από τα παπούτσια, που προτιμούσε τσαρούχια με φούντα. Ο άλλος Μοραΐτης ήταν ο Μπάμπης, κοντόσωμος,ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Το ρακοκάζανο | της Ιφιγένειας Μανουρά Η μοναδική περίοδος του χρόνου που δεν υπήρχαν γεωργο-κτηνοτροφικές εργασίες στα χωριά μας ήτανε αυτή από αρχές Οκτώβρη, μέχρι και τα μέσα Νοέμβρη, ιδανική για την παραγωγή της ρακής. Σε κάθε μικρό χωριό όπως το δικό μας, δινόταν μια μόνο άδεια για ρακοκάζανο, την οποία είχε εξασφαλίσει ο παππούς μου ο Γιώργης Σκουλάς ήΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Οι αγροτοκτηνοτρόφοι της Κρήτης | του Μιχάλη Στρατάκη Εκείνα τα χρόνια δεν ήτανε σαν κι εδά που οι αγροτοκτηνοτρόφοι της Κρήτης συρομαδιούνται επειδή δεν υπάρχουνε μπλιό ξένοι φαμέγοι, να δουλεύουνε στα χωράφια και στους στάβλους τους, και κάνουνε χαχαλιές τση σταυρούς τους να τοσε πέψει πάλι ο Θεός εκείνους σας απού ‘χανε στη δούλεψη (και στην εκμετάλευση) τους, μα εφύγανεΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Το παράπονο τση μάνας | του Αντώνη Κουκλινού Η παντριγιά δεν είναι εύκολη υπόθεση κι όπως λένε είναι ζαργιά, τη νε παίζεις κι άνε σου βγεί, εβγήκενε. Ο άθρωπος ντακέρνει με όνειρα, ελπίδες, μα η παντέρμη η ζωή έχει σκαμπανεβάσματα κι αδέ βαστάς χαραχτήρα και να ’χεις θέληση και υπομονή, η δουλειά θα σκοντάψει. Έπαντρεύτηκενε πλουσιοπάροχα και ούλα εδείχνανε πωςΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Μάτια μου ψιχαλιστά (Δεύτερο μέρος) | της Ζωής Δικταίου «Το ταξίδι στη φαντασία για τους προσεκτικούς είναι μάταιο», τόνισε η δασκάλα κάποια φορά, μετά την εκδρομή που είχαμε πάει στο Καρφί και είχαμε δει τη θάλασσα και την Κρήτη από ψηλά. «Τζάμπα κόπος δηλαδή», πετιόταν κάθε τόσο ο Νικολής παριστάνοντας το αντρίτσι από το τελευταίο θρανίο κι εμείς γυρνούσαμε ταΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Οι σπηλιές των θεών | της Άννας Τακάκη Κάποτε, πολύ πριν από τα αρχαία χρόνια, οι άνθρωποι ζούσανε μέσα στις σπηλιές, πριν αρχίσουν να σάζουν τις καλύβες τους. Κι όταν φύγανε οι άνθρωποι, τότε ήρθαν να μείνουνε οι Θεοί. Κατεβαίνανε από τον Ψηλορείτη κι εκάνανε μια σπεράδα στα πιο χαμηλά βουνά, βοηθούσανε τσ’ ανθρώπους στις δύσκολες ώρες και διανυχτερεύανε στιςΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…