Η ΟΥΝΡΑ και τα κλομπς | του Μενέλαου Γουβέτα
Ήτανε καλοκαίρι. Το πρώτο καλοκαίρι μετά τη λήξη του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου και την αντιφασιστική νίκη των λαών. Οι μνήμες απ’ την τραγικότητα των γεγονότων του πιο αιματοβαμμένου πολέμου στην ιστορία της ανθρωπότητας παραμένουν μέχρι σήμερα άσβηστες. Επιπλέον, οι οδυνηρές μεταπολεμικές ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις στα εσωτερικά πράγματα της χώρας μας, που σημάδεψαν με τον πιο βάναυσο τρόπο την πορεία των κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων, έχοντας αποκλειστικό στόχο την αποδυνάμωση του λαϊκού κινήματος (ισχυρού τότε) και την ανελέητη εξόντωσή του (φυλακές, εξορίες, βασανισμοί, αποκλεισμοί από το δημόσιο επαγγελματικό βίο κλπ.), επαναφέρουν στη μνήμη μας την ανείπωτη φρίκη της περιόδου εκείνης. Μιας περιόδου που οργίαζε το μεταβαρκιζιανό κράτος και παρακράτος. Ο δοσιλογισμός είχε μείνει ανέπαφος και οι κάθε είδους συνεργάτες των ναζί ατιμώρητοι. Τα παραστρατιωτικά αποσπάσματα και οργανώσεις, ΠΑΟ, «Χ» κλπ. κατατρομοκρατούσαν τον κόσμο στα χωριά και στις πόλεις. Μην μπορώντας ν’ αντέξουν την κατάσταση αυτή, χιλιάδες απλοί άνθρωποι της δουλιάς και πρώην αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης αναγκάστηκαν να πάρουν τα βουνά, για να γλιτώσουν απ’ τις θηριωδίες και τη μανία των παραστρατιωτικών και της Χωροφυλακής. Παράλληλα με τον κατατρεγμό ορκίστηκαν να χτυπήσουν, με όσα μέσα διέθεταν, την αδικία, οραματιζόμενοι έναν καλύτερο κόσμο.
Βέβαια, η ιστορία συνεχίζεται, δεν τέλειωσε όπως ισχυρίζονται οι θεωρητικοί του ιμπεριαλισμού…
Μερικά γεγονότα, που βίωσα μικρό παιδί, από κείνη την εποχή στην πατρίδα μου το Σουφλί αναφέρω στο διήγημά μου.
Τα σχολεία, λόγω των διακοπών, ήτανε κλειστά. Δίπλα στο προαύλιο των δημοτικών λουτρών υπήρχε μια παλιά, εγκαταλειμμένη αποθήκη. Γεμάτη αράχνες, σαλαμάντρες, ποντίκια και ό,τι άλλο ήθελες φανταστεί. Περίμενε αμήχανα κόσμο!…
Εκεί η κυρά Ανέζω, η χοντρή, με το φουσκωτό καφτάνι, παρασκεύαζε γάλα. Για τους πεινασμένους, μικρούς και μεγάλους. Τα παιδιά – λέγανε οι υπεύθυνοι – το είχανε πιότερο ανάγκη: Το γάλα από… σκόνη με κακάο. Της συμμαχικής βοήθειας, της «ΟΥΝΡΑ», έτσι ονομαζότανε η πονόψυχη μάνα.
Οι μεγάλες πέτρινες πλάκες του προαύλιου ζεματούσαν απ’ του ήλιου την κάψα. Οι μπόμπιρες, με τις γυμνές πατούσες, με δυσφορία άντεχαν ως τις 12 το μεσημέρι το πύρινο μαρτύριο. Καρτερούσαν με ιώβεια υπομονή πότε να ‘ρθει η σειρά τους για να πάρουν το γάλα από σκόνη με κακάο.
Και η κυρά Ανέζω, κέρβερος και σκληρή στη δουλιά της, στο αντίκρισμα των παιδιών, μεταμορφωνότανε ξαφνικά σε Παναγία, γλυκιά και μειλίχια. Έτσι τη θέλανε τ’ αφεντικά που τη βάλανε σ’ αυτή τη δουλιά. Και έτσι έπρεπε να δείχνει, με τα δυο πρόσωπα του Ιανού.
Όταν κατέβαζε με το βοηθό της το καζάνι απ’ τη φωτιά άρχιζε με μια τσίγκινη κουτάλα ν’ αδειάζει το καυτό γάλα στα τενεκεδένια κουτάκια (από αμερικάνικες κονσέρβες) που κρατούσαν στα χέρια τους τα μικρά παιδιά. Απ’ τη βιασύνη της, πολλές, φορές, δεν πρόσεχε και έπεφτε ζεματιστό στα χέρια και στα παντελονάκια, αφήνοντας κοκκινίλες και μουντζουλιές. Συχνά πάνω στο καθήκον της δεν ξεχνούσε να τραγουδάει το αυτοσχέδιο, άκομψο στιχάκι της:
το κακάο ψήνεται
γιουχαϊντί χιουχαϊντά
ψήνεται δεν ψήνεται
γιουχαϊντί αντά.
Τα «γλυκά» φαρμάκια του απατηλού καπιταλιστικού παραδείσου φρόντιζαν μικροί και μεγάλοι να τα πνίγουν όσο πιο πολύ ανεπηρέαστα μπορούσαν στα βάθια της γουργουριασμένης κοιλιάς. Το αίσθημα της ψευτοπλησμονής πίστευαν η ευφάνταστη κυρά Ανέζω και η μεροληπτική μισητή Επιτροπή πως θα ήτανε δυνατό να διασκεδαστεί με τα καμώματά τους.
Βλέπετε ήθελαν, φλογερά, οι προύχοντες να γυρίσει πίσω στην Ελλάδα κι ο «σωτήρας» βασιλιάς. Όσο για τη μεγάλη… σύμμαχο χώρα, τις ΗΠΑ, με την ΟΥΝΡΑ ως «ευεργέτιδα» ήτανε γι’ αυτούς το αγλαό στήριγμα της άρχουσας τάξης. Το σωσίβιο της ανθρωπότητας από το «μίασμα» του κομμουνισμού. Ξεχνούσαν όμως οι κακόμοιροι πως την ίδια στιγμή, κείνο το καλοκαίρι, οι «προστάτες» Αμερικάνοι σκόρπιζαν με τις ατομικές τους βόμβες το θάνατο σε εκατοντάδες χιλιάδες ψυχές, γυναικόπαιδα και ηλικιωμένους στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, όταν είχανε βγει απ’ τα σπίτια τους να κάνουν τα πρωινά ψώνια, ή δεν είχαν ακόμη σηκωθεί πολλοί απ’ τον ύπνο τους. Βέβαια, φρόντισαν, μετά το σεληνιακό τοπίο και ρημαδιό, να στείλουν κι εκεί, σε όσους πυρηνικόπληκτους απόμειναν, οι μακρινοί μας «φίλοι», το γάλα με κακάο, όπως κάνουν πάντοτε μετά από τους πολέμους που δημιουργούν. Αλήθεια, τι θα γίνει; Θα περάσουν κάποτε από διεθνές δικαστήριο ως εγκληματίες πολέμου οι δολοφόνοι των λαών για κείνο το «κυλώνειο άγος»: Ακόμη και για τα σημερινά εγκλήματά τους, σε Γιουγκοσλαβία, Αφγανιστάν, Ιράκ, Παλαιστίνη κι αλλού; Στα ερωτήματα αυτά, όπως και σε πολλά άλλα, θα απαντήσει αργά ή γρήγορα ως αδέκαστος κριτής η ενωμένη πάλη των λαών όλου του κόσμου.
Σχεδόν κάθε μέρα περνούσε απ’ το χώρο της «γιορτής του γάλακτος» ο Σταμάτης ο ψηλός. Ένας ξερακιανός, μεσήλικας άντρας, με το παρατσούκλι ντάλιας. Ήταν ο φόβος και ο τρόμος για τον κόσμο. Άνθρωπος της εξουσίας. Ήθελε να δει αν μοιραζότανε… σωστά και δίκαια το γάλα. Μετά έπρεπε να πάει στην τοπική επιτροπή της «ΟΥΝΡΑ» και να δώσει αναφορά. Πρόεδρος της επιτροπής ήταν ο παπάς της ενορίας. Παλιός αστυνομικός. Ο ίδιος και τα μέλη της κανόνιζαν πόση σκόνη και κακάο θα προωθούνταν στην τάδε συνοικία, πόσα ρούχα, τσιτάκια, παπούτσια κλπ. (προϊόν εράνου από «φιλεύσπλαχνα» σωματεία της Αμερικής) θα μοιράζονταν στις τάδε οικογένειες και στα τάδε μοναδικά άτομα γερόντια, «χρήζοντα αμέσου βοηθείας».
Ο Βασίλης Τσεκενάς, κεφάλι αγύριστο, απ’ τη μέρα που δεν του δώσανε ούτε ένα ρούχο λιγδιασμένο, πήγε να σκάσει απ’ τη στεναχώρια του. Βέβαια, τα ντέρτια, απ’ την άδικη κοινωνία, που τη βλαστήμαγε καθημερινά, είχανε μαζευτεί από καιρό μέσα του. Μόνη διέξοδός του ήταν το μεθύσι. Κάθε μέρα σχεδόν ήτανε μεθυσμένος ή έκανε μερικές φορές το μεθυσμένο για να βγάλει το άχτι του.
Κάποια μέρα, θέλοντας να ξαλαφρώσει από το βάρος των ενοχλητικών του στεναγμών, κατέβηκε στην κεντρική πλατεία, για να τραγουδήσει αντάρτικα τραγούδια, όπως την εποχή του ΕΑΜ. Εκείνο που τραγούδησε με περισσότερο κρεσέντο ήταν: «Ω! πατρίδα μας γλυκιά δημοκρατία λαϊκιά». Ήθελε να τον ακούσει όλη η πλατεία και η Αστυνομία που ήτανε κει κοντά, γιατί τον έπνιγε η αδικία.
– Τι παράπονο έχεις, ρε, παλιοκουκουέ και τι δημοκρατία λαϊκιά μάς τσαμπουνάς; Ούρλιαζε σαν θεριό ο Πετσάς, ο υπομοίραρχος, όταν τον είχε ακούσει απ’ το γραφείο του να τραγουδάει τα απαγορευμένα αντάρτικα τραγούδια.
– Θα σας γαμήσω όλους κι όλο σας το σόι. Απάντησε μεθυσμένα και τρικλίζοντας, ο Βασίλης με το «θολωμένο» μυαλό, που δεν… εννοούσε να κάτσει φρόνιμα, όπως δεν είχε καθίσει φρόνιμα και ο νεαρός Βασίλης της κλεφτουριάς, που βγήκε αμαρτωμένος στα κορφοβούνια να πολεμήσει την τουρκιά.
Και να! Αμέσως άρχισαν να πέφτουν πάνω του, σε ρυθμό κομπρεσέρ τα κλομπς του υπομοίραρχου και του υπασπιστή του, αφήνοντάς του σπασμένα μερικά πλευρά. Ο Βασίλης κουλουριασμένος καταγής, μην μπορώντας ν’ αντιδράσει κράτησε το μίσος και την οργή για άλλη φορά…
Λίγες μέρες απ’ αυτό το περιστατικό ο Βασίλης τους είχε πετάξει κατά πάνω τους το αδειανό κουτάκι, γιατί δεν του είχανε βάλει γάλα εκεί οι υπεύθυνοι της επιτροπής. Του είπανε, να πας στον Στάλιν να σου βάλει γάλα. Χίμηξε αμέσως πάνω τους, αλλά τον συγκράτησαν οι άλλοι.
Και η ζωή, μετά κυλούσε ήσυχα και καλά!… Δεν μπορούσε να βγάλει κανείς «κιχ». Φαίνεται και η γητειά του ψημένου γάλατος με κακάο έπαιξε το ρόλο της.
Μενέλαος Γουβέτας
Σημείωση: ΟΥΝΡΑ= Διοίκηση Περίθαλψης Αποκατάστασης Ηνωμένων Εθνών. Νόμος της Ελλ. βασ. κυβ. 388/1945
[Η φωτογραφίες που συνοδεύουν το κείμενο είναι της γνωστής Ελληνοαμερικανίδας φωτογράφου Βούλα Παπαϊωάννου.]
Μενέλαος Γουβέτας
Ο Μενέλαος Γουβέτας γεννήθηκε στο Σουφλί το 1934. Μεγάλωσε με πολλές στερήσεις σε μια πολυμελή οικογένεια, εφτά άτομα. Ο πατέρα του, εξαιτίας των διωγμών που υπέστη, ως παλιός πολεμιστής του μικρασιατικού πολέμου (η οργάνωσή τους χαρακτηρίστηκε «αντεθνική») στον οποίο έλαβε μέρος, διακόπτοντας τις σπουδές του στη Γαλλία, δεν μπόρεσε να έχει μια μόνιμη δουλειά.
Πτυχιούχος της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Αλεξανδρούπολης. Μέχρι να διοριστεί – περίμενε 6 χρόνια περίπου – δούλευε στα κτήματα και σε άλλες χειρωνακτικές ιδιωτικές εργασίες. Είναι, επίσης, πτυχιούχος της ΣΕΛΔΕ και φοίτησε στην Πάντειο, χωρίς να πάρει πτυχίο. Ελαβε μέρος σε πολυήμερα επιμορφωτικά παιδαγωγικά και της Ελληνικής Ολυμπιακής Ακαδημίας σεμινάρια.
Πολλές επιστολές του με κοινωνικοπολιτικό και εκπαιδευτικό περιεχόμενο έχουν δημοσιευτεί στο «Ριζοσπάστη». Άρθρα και διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Δημοκρατικός Έβρος». Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 συνεργάστηκε με τουριστικό περιοδικό σε θέματα ενημέρωσης και περιήγησης στα αξιοθέατα του νομού Έβρου.