Η Ψυχοκόρη ή η Ψυχοπαιδαριά | της Ιφιγένειας Μανουρά
Στα Δαμάνια κατέβηκα να συναντήσω την Αθανασία και τον Ισαάκ τους φίλους μου. Αφού ήπιαμε τις ρακές μας στο υπέροχο αναπαλαιωμένο σπίτι τους, μιλώντας μεταξύ άλλων και για τα παιδιά μας, τους ρώτησα για τη Μαρίνα και με ενημέρωσαν για την συμμετοχή της σε ένα σίριαλ που λέγεται «Οι Ψυχοκόρες». Χρόνια γύρισε πίσω ο νους μου σε μια ιστορία, που λέγανε συνέχεια όταν ήμουν ακόμη παιδί στο χωριό μου και πρώτη φορά την άκουσα από τη Μαρία. Μου άρεσε πολύ και με μάγευε.
-Εμένα παιδί μου η ζωή μου ήτονε πολλά δύσκολη τα χρόνια κειανά και είχα και ένα άνθρωπο που ο θιος να τον-ε κάμει άνθρωπο, και μου ’καμε μαρτύριο τη ζωή μου.
-Και γιάιντα Μαρία, δε ντον-ε παρέτησες να μη σε τυραννά;
-Κειανά τα χρόνια άμα έπαιρνες έναν άθρωπο καλός-κακός ήτονε, δεν-ε χώριζες, μόνο ετελείωνες με κειονά τη ζωή σου. Δεν υπήρχαν διαζύγια.
-Υπήρχανε Μαρία και ετοτεσάς!
-Ναι, μα τα παίρνανε λίγες, γιατί έπρεπε να ’χεις μεγάλη καρδιά να φύγεις από το σπίτι σου!
-Μα μου είχες πει για μια κοπελιά που είχε φύγει από τσοι τόπους μας και μπήκε ψυχοκόρη – ή ψυχοπαιδαριά όπως τη λένε σε άλλους τόπους τση Κρήτης – σε ένα σπίτι.
-Ναι ήτανε η Λέτα του Καρακωστάκη.
-Θυμούμαι όντεν-ε μεγάλωνα στο χωριό, ολημερούσιως τση μέρας εφέρνανε την αθιβολή τζη.
-Μα δεν ήτανε και μικρό πράμα εκειανά τα χρόνια να επαναστατήσεις και να φύγεις από το σπίτι σου! Εγώ χίλιες φορές την έφερα στο μυαλό μου και έλεγα να μην έχω και εγώ τη ντόλμη τζη!
-Θα ήθελα να μου πεις την ιστορία τζη μια ακόμα φορά, να την-ε θυμηθώ.
-Από την ώρα που ήρθε στο ίχνος τση γης, ο πατέρας τση δε την ήθελε.
-Γιάντα;
-Η Ρία η γυναίκα ντου στη πρώτη τζη γέννα έκαμε δυο θυγατέρες, μα επόθανε ντελόγο η μια, γιατί τη σύρανε με τσοι κουτάλες οι γιατροί και εξεκάμανε το κοπέλι. Επερίμενε πρέπει πως το κοπέλι που ’θελα γεννηθεί εκείνηνα τη φορά θέλα ν’ είναι αρσενικό.
-Δε νεγατέχανε βέβαια ετοτεσάς, πως το φύλλο του κουπελιού εξαρτάται από το μπατέρα.
-Ναι η κακομοίρα δε το κάτεχε να του το πει σκιας. Και την ώρα- ν- ώρα που του ‘πε ο γιατρός πως είναι και αυτή θυγατέρα, έφυγε από το Πανάνειο νοσοκομείο και έφηκε κεια αμοναχή τζη τη γυναίκα ντου με το κοπέλι.
-Και γιάντα δα, ήθελε μόνο γιούς;
-Εκειανά τα χρόνια τσοι θέλανε τσοι γιους επειδή είχανε ανάγκη από εργατικά χέρια, για τσοι δουλειές στα χωράφια και τα ζα. Τσοι θυγατέρες δε τσοι θέλανε γιατί εχρειάζουντονε προυκιά και έπιπλα. Εμεγάλωνε η Λέτα και εξετέλευγε μια πολλά όμορφη γυναίκα. Αψηλή ίσαμε δυο μπόγια, με κορμοστασά ωσάν το κυπαρίσσι, φεγγαρομούρα, με δέρμα κάτασπρο σα το μπαμπάκι, με μεγάλα μπλάβα αμυγδαλωτά αμάθια, χοντρά αχείλια που όντε εγέλα έλαμπε ολάκερη ωσάν τον ήλιο, και τα μαλλιά τζη ήτονε ξαθά και κατσαρά και εκάνανε σκάλες. Και καλό θηλυκό. Λιγόψυχη, καλόκαρδη, λυπησάρα, και εγλάκανε για όλους. Και ήτανε και πολλά έξυπνη και εδιάβαζε μέρα νύχτα. Μιαν ημέρα εκάλεσε στο σκολειό το μπατέρα τση ο δάσκαλος και του ’πε ότι η Λέτα έπρεπε να σπουδάξει γιατί ήτονε έξυπνη και έπαιρνε τα γράμματα. Έπιασε αυτός το θιο από το μπόδα, γιατί και αυτή μα και η μάνα τζη το θέλανε.
-Γιάιντα δεν ήθελε ο πατέρας τση να σπουδάξει;
-Γιατί τα παλιά χρόνια ο προορισμός τση γυναίκας δεν ήτονε να σπουδάζει, μόνο να παντρευτεί και να κάμει κοπέλια. Και την ώρα που έκλεισε τα δεκατέσσερα τση ’βρηκε ένα καλό και όμορφο κοπέλι ο πατέρας τση, τον-ε πήγε στο σπίτι και τση ’πε ότι εκειοσάς είναι ο άντρας τση.
-Χωρίς να την-ε ρωτήξει εάν τον ήθελε;
-Οι πατεράδες εβρίνανε ετοτεσάς τσοι γαμπρούς τω θυγατεράδω ντος και δεν ερωτούσανε αν αρέσει ή όχι.
-Ω, τσοι μαύρες, δυστυχία! Και αυτή ήντα έκαμε;
-Εγριμοσκίστηκενε, επαρακάλεσενε, έκλαψε, δεν έτρωγε, μα πράμα. Την αρραβώνιασε μέσα σε μιαν εβδομάδα. Αλλά την άλλη αργαδινή τση αρραβώνιασης, έφηκε ένα σημείωμα πως φεύγει και να μην την-ε γυρέψουνε. Η μάνα τση εκατίντησε να πιει φαρμάκι από τη στενοχώρια τση, γιατί ήτονε αγαναχτισμένη ήντα εγίνηκε, και εφοβούντονε η μαύρη μη πα να δώσει τέλος τση ζωής τζη. Ο κύρης τση το μόνο που έκαμε ήτονε να παραγγέρνει σε συγγενείς φίλους και γνωστούς, όποιος την-ε δει να τση πει ότι, όπου την-ε βρει θα την-ε σφάξει ωσάν τ’ αρνί. Μα αυτός είχε το γκαημό του κόσμου ήντα θέλα πει και εντρέπουντονε το γαμπρό και τσοι συμπεθέρους και δεν είχε έγνοια ήντα επογίνηκε η θυγατέρα ντου να μη πάει να πάθει πράμα κακό.
Επεράσανε τα χρόνια και μια μέρα ο Καρακωστάκης έπαθε πνεμονία. Έτσα το θαρούσανε. Μα απεις τον-ε πήγανε στα Βενιτζέλια των είπανε οι γιατροί ότι είχενε φυματίωση. Είπανε να τον επάνε οι γιοι ντου στην Αθήνα, αφού στη Χώρα δε εμπορούσανε οι γιατροί να κάμουνε πράμα. Δεν είναι σα και σήμερο που οι γιατροί θεραπεύγουνε όλες σχεδόν τσοι αστένειες! Τον επήγανε που λες στην Αθήνα και τον-ε βάλανε στη Σωτηρία που ήτονε για κεινεσάς τσοι αστένειες. Του κάμανε τσοι εξετάσες οι γιατροί και είπανε πως δεν υπάρχει θαραπεία, μόνο να τον-ε πάρουνε να τον-ε πάνε στο σπίτι ντου.
Μια νύχτα πριν να φύγουνε εκάθουντονε όξω από το δωμάτιο η αδελφή ντου η Λία. Τση σίμωσε μια ομορφογυναίκα και την-ε χαιρέτιξε.
-Καλησπέρα θεία Λία τι κάνεις;
-Ποιά είσαι; Δε σε κατέχω.
-Η Λέτα είμαι.
-Δε μπιστευγω ήντα θωρούνε τα αμάθια μου.
Και σηκώθηκε και τηνε αγκάλιασε και εκλαίγανε και οι δυο.
-Ήντα παιδί μου εγίνηκες ετοσανά χρόνια;
-Στην Αμερική θεία είμαι.
-Μία ζωή είχα το καημό σου παιδί μου, μα εφοβούμουνε και να ρωτήξω το μπατέρα σου. Μα έκανα μέρα νύχτα τη προσευκή μου να ’σαι καλά. Μα πε μου δα πώς εβρέθηκες στην Αμερική; Εμένα μια φορά ο Βασίλης του Παπαντώνη μου ’χενε πομένα πως εβρεθήκετε σε μια βεγγέρα τω Κρητικώ, μα με όρκισε να μη πω πράμα. Και δεν είπα ποτέ κουβέντα αθρώπου, να μη πατήσω τον όρκο μου.
-Όταν έφυγα από το σπίτι μας επήγα στην Αθήνα, στην αδερφή της μάνας μου, την Εύα. Και ο θείος μου, επειδή κατάλαβε ότι από τα πρώτα σπίτια που θα με ψάχνανε θα ήταν και το δικό τους, με πήγε σε ένα φιλικό σπίτι. Αυτοί οι άνθρωποι είχανε ένα συγγενικό ζευγάρι στον Καναδά, που δεν είχανε παιδιά και με στείλανε 14 χρόνων, μα δεν υπήρχε και άλλη λύση. Αυτοί οι δύο άνθρωποι είναι οι καλύτεροι του κόσμου. Αυτούς έχω για πραγματικούς γονείς. Με αναθρέψανε σαν δικό τους παιδί και δεν μου χαλάσανε ποτέ χατίρι. Με σπουδάσανε γιατρό και επίσης σπούδασα ζωγραφική, γιατί μου αρέσει όπως και η ιατρική. Μετά παντρεύτηκα έναν Έλληνα από την Ίο και έχω και δύο παιδιά. Περνώ καλά και είμαι ευτυχισμένη.
Εκεινά την ώρα έβγαινε η μάνα τζη από την αίθουσα. Μη φανταστείς λέει ήντα εγίνηκε. Αγκαλιαστήκανε και εκλαίγανε ωσά τα μικιά κοπέλια.
-Ντα τη γνώρισε η μάνα τζη;
-Ναι γιατί όντεν έφυγε η Λέτα, η μάνα τζη έβαλε λιτούς και δεμένους να τη γυρένε. Και έμαθε μυστικά που ήτονε. Κάθε βδομάδα τση ’πεμπε γράμμα και κάθε μήνα μια φορά εμιλούσανε στο τηλέφωνο. Μα ο πατέρας τση δεν εκάτεχε πράμα, γιατί αλλιώς θελα πα τη βρει να την-ε σφάξει. Έτσα το θαρούσαμε. Η μάνα τζη που λες απείς ετελειώσανε τη γκουβέντα, μετά από ώρα την-ε πήρε από τη χέρα και εμπήκανε μέσα στο δωμάτιο. Σαν ασπίδα εμπήκε ομπρός από τη κόρη τζη, παρόλο που εδά μπλιο ήντα εμπόριε να τση κάμει; Εκείνη εστάθηκε ομπρός του, έσκυψε και του φίλησε τη χέρα.
-Ήρθα πατέρα, του ’πε.
-Σε περίμενα παιδί μου τοσανά χρόνια να σου ζητήσω συγγνώμη.
-Δεν χρειάζεται πατέρα να σε συγχωρέσω για τίποτα. Εάν δεν έφευγα από το σπίτι δεν θα σπούδαζα που το ήθελα τόσο πολύ, θα είχα απωθημένα και θα ήμουνα δυστυχισμένη. Και οι άνθρωποι που με μεγάλωσαν είναι σπουδαίοι, με αγαπούν πολύ και τους αγαπώ και εγώ πολύ. Και μετά γνώρισα τον Στέφανο ένα εξαιρετικό άνθρωπο, που μου έκλεισε τις πληγές μου και έκαμα μαζί του και δυο υπέροχα παιδιά. Και του αγοριού του δώσαμε το όνομά σου πατέρα, Κώστα τον λέμε. Και το κορίτσι Ουρανία- Αφροδίτη το όνομα της μάνας που με ανάθρεψε και της πεθεράς μου.
-Το είδα ’γω το λάθος μου αλλά αργά, και τε εκιότεψα και δεν εποφάσιζα να σε συγχωρέσω.
-Πατέρα, ας τα αφήσουμε αυτά, να μιλήσουμε για το τώρα.
-Εδά είναι πολύ αργά παιδί μου, αλλά είμαι χαρούμενος και ευτυχισμένος που επρόλαβα και σ’ είδα πριχού να κλείσω το μάθια μου. Θέλω μόνο να σου πω ότι κάθα Πέφτη που επέρνα ο ταχυδρόμος, εθώρουνε τη μάνα σου που επήγαινε χωστά και έπαιρνε το γράμμα που τση ’πεμπες και του ’δεινε και το δικό τζη να σου το πέψει. Και τε την-ε παρακολούθησα που έβανε τα γράμματα στη γκασέλα και τσοι φωτογραφίες που τση ’πεμπες και τα διάβαζα πολλές φορές. Εθώρουνα τσοι φωτογραφίες σου, του αντρού σου και ντω κοπελιώ και έκλαιγα. Και μια φορά πρέπει πως με είδε η μάνα σου μα δε μου ’πε πράμα.
-Πατέρα οι εποχές αυτές ήτανε δύσκολες. Οι άντρες είχανε μεγαλώσει με την νοοτροπία πως ό,τι πούνε αυτό έπρεπε να γίνει. Και μετά εμάθανε να καταπνίγουνε τα αισθήματά τους. Καλύτερα είχαν να είναι δυστυχισμένοι και μακριά από τους ανθρώπους που αγαπούσαν παρά να παραδεχτούν τα λάθη τους, να αφήσουν στην άκρη τον εγωισμό τους και να εκφράσουν τα συναισθήματά τους χωρίς να σκέφτονται την κοινωνία. Μπορώ να σε καταλάβω απόλυτα και σου το ξανά είπα, δεν έχω να σου συγχωρήσω τίποτα. Μόνο που λυπάμαι για τα χρόνια που πήγαν χαμένα.
-Την ευκή τση ευκής μου να ’χεις παιδί μου, από το τρίσβαθα τση ψυχής μου. Εδά θα κλείσω αναπαημένος τα μάθια μου.
-Ετανά όλα, μου τα ’πε η Ρία που είμαστανε γκαρδιακές φιλενάδες και έκλαιγε όλη την ώρα που μου τα ’λεγε. Και μου ’δειχνε και τσοι φωτογραφίες τω γκοπελιώ και τσοι φίλιε συνέχεια.
-Κρίμα ήτονε Μαρία ετοσανά χρόνια να φύγουνε χαμένα. Κρίμα να μην κάνουμε αυτό που μας λέει η καρδιά αλλά το μυαλό. Ο ύστερος μετανιωμός τίποτα δεν αξίζει, πριχού να πάθει ο άνθρωπος πρέπει να ντουχιουντίζει, που λέει και η παροιμία.
Ιφιγένεια Μανουρά
Ιφιγένεια Μανουρά