Χρόνος ανάγνωσης περίπου:5 λεπτά

Μικρά, καθημερινά | του Μιχάλη Στρατάκη


Κοντοσίμωσε, καμάρι μου, γιατί ’χω μιαν ορμηνιά να σου δώσω.

Μην ακούς πως υπάρχουνε μοναχά η παράδεισος και η κόλαση.

Υπάρχει και το μπεντένι, απού τση χωρίζει.

Γι’ αυτό το μπεντένι, μήτε οι γραφές, μήτε οι παπάδες μιλούνε.

Κι ας είναι γεμάτο από μιλιούνια ψυχές.

Στην παράδεισο, απού λες, πέμπει ο Άγιος Πέτρος μοναχά τση καλούς αθρώπους και στην πίσσα πέμπει τση κακούς.

Μα έλα απού υπάρχουνε και πολλές ψυχές, απού δεν κάνουνε μήτε για την παράδεισο, μήτε για την πίσσα.

Είναι οι ψυχές των αθρώπω, που στη ζήση τους δεν ήσανε κακοί, μα και καλοί δεν ήσανε.

Μπορεί να μην αδικήσανε και να μην εβλάψανε άθρωπο γεννημένο, μα δεν εκάμανε και πράμα, για να πολεμήσουνε το άδικο και την απρεπιά.

Κι όλες ετούτες σας οι ψυχές, κακές δεν είναι, μα και καλές δεν τση λες.

Γιατί καλός άθρωπος, είναι μοναχά όποιος πολεμά το άδικο, κι όχι εκείνος σας απού απλά λέει πως ρέγεται το δίκιο, μα πράμα δεν κάνει, εξόν να θυμιάζει και να σταυροκοπιέται.

Καλός άθρωπος είναι εκείνος σας, απού θωρεί τον διπλανό του μέσα στση φωθιές του άδικου, και δε βλαστημά μόνο εκείνους σας απού ανάψανε τση φωθιές, μα παίζει σάλτο και μπαίνει μέσα στη φωθιά για να σώσει εκείνον απού καίγεται.

Εκείνονα απού ξανοίγει μοναχά τση φωθιές, κακό δεν τονε λες, μα και καλός δε λογάται.

Για τούτο, μήτε η παράδεισος, μήτε η κόλαση του πρέπει.

Γι’ αυτό έσαξε, καμάρι μου, ο Θεός και το μπεντένι, αναμεσίς τση παράδεισος και τση πίσσας.

Κι απάνω στο μπεντένι πάνε και σταλίζουνε οι ψυχές των αθρώπω, που κακούς δεν τους λες, μα και για καλούς δεν τους λογιάζεις.

Και να σου πω και μια τελευταία κουβέντα;

Εγώ απού θωρείς, άμα με ρωτήξει ο Άη Πέτρος που θέλω να με πέψει, στην παράδεισο ή στην πίσσα, θα του αποκριθώ:

«Όπου θες πέψε με, μα το ίδιο μου κάνει. Μοναχά στο μπεντένι μη με πέψεις».

6/3/23


Συμπαθάτε με, μπορεί να κάνω και λάθος, αλλά εμένα δεν πρόκειται να με επηρεάσει, πολλώ μάλλον να με πείσει, κανένας Κανάκης, κανένας Μουτσινάς και κανένας Λιάγκας.

Δικαίωμα τους να λένε ό,τι γουστάρουν κατά καιρούς και ανάλογα με τη φορά και την ένταση του ανέμου, μα και δικό μου δικαίωμα να μην εκστασιάζομαι βλέποντας τους ανεμόμυλους να γυρίζουν.

Εμένα, πιότερο με επηρεάζει εκείνο το αλάνι που όρθιος στις εξέδρες του γηπέδου κρατά πανό και ξελαρυγγιάζεται βρίζοντας το άδικο κι αυτούς που το γεννούν και το κανακίζουν.

Εμένα, πιότερο με πείθει η κοπελιά που πορπατεί στην κεφαλή της πορείας, διαδηλώνοντας για την υποχρέωση του ανθρώπου να παραμείνει άνθρωπος.

Εμένα, πιότερο με πείθει ο συνταξιούχος με το μπαστούνι του που σέρνει τα ζάλα του στο Σύνταγμα, ζητώντας πίσω τα κλεμμένα από τους κλέφτες, κι αυτοί αντί για τα κλεμμένα να του επιστρέφουν χημικά και γκλομπιές.

Εμένα, πιότερο με πείθει το κοπέλι που μέχρι ψες δεν εκάτεχε ίντα θα πει πολιτική, και σήμερο ξημεροβραδυάζεται στους δρόμους βαστώντας ψηλά κόκκινη σημαία.

Εμένα, πιότερο με επηρεάζει ο φίλος μου ο πρώην δεξιός, που σήμερα με ξανοίγει στα μάτια μετανοιωμένος, για κάποιες κουβέντες που μου ‘χε πει.

Εμένα, πιότερο με επηρεάζουν κάποιες αναρτήσεις ανορθόγραφες και ασύνταχτες στο διαδύκτυο, που είναι κραυγές και τις πιστεύω γιατί οι κραυγές του ανθρώπου δε χρειάζονται μήτε ορθογραφία μήτε συνταχτικό.

Εμένα, με πείθουν μοναχά οι ψυχές των ανθρώπων κι όχι τα λόγια κάποιων που ξαφνικά ανακαλύπτουν πως όλοι το ίδιο είναι, εχτός από τους ίδιους.

Συμπαθάτε με, μα ξανοίγοντας τους ανεμόμυλους να γυρίζουν, εγώ τον αέρα σκέφτομαι.

7/3/23


Δε θένε, μωρέ, λιβάνια και κεριά οι ψυχές του κάτω κόσμου για ν’ αναντρανίσουνε.

Τα ζάλα των αζωντανών θένε να γροικούνε ποπάνω τους, να καταχτυπούνε γερά και ψυχωμένα τη γης, κι αυτή να τρέμει ανατριχιαριστά από την ετόσηνα ζωντάνια των περπατάρηδων του Αγώνα.

Στένουνε αφτί οι ποθαμένοι ανιμένοντας με λαχτάρα να γροικήσουνε ετούτονα τον αχό τση μάχης και να ‘φραθούνε.

Και η σημερνή μέρα, μέρα χαράς είναι για τση ψυχές τσ’ αναντρανισμένες, απού το κάθε ζάλο που εγροικούσανε στο δρόμο του Χρέους, το λογιάζανε ολάκερες αστροφεγγιές από αναμμένα κεριά στη μνήμη τους.

Ετούτες οι πορείες, ετούτος ο ξεσηκωμός, ετούτη η φωθιά στο μπαρουτοβάρελο τσ’ οργής, ετούτο το σφιχταγκάλιασμα των αθρώπων κάτω από τση σημαίες και τα λάβαρα του Αγώνα, ήτανε το καλύτερο μνημόσυνο για τση νεκρούς, όχι μοναχά των Τεμπών, μα και όλων των νεκρών απού αδικαίωτοι κείτονται στον κάτω κόσμο.

Το κάθε ζάλο του κάθε πορπατάρη στις σημερνές πορείες, το κάθε σύνθημα απού εφώνιαξε ο καθένας, η κάθε σφιγμένη γροθιά, το κάθε δάκρυ και το κάθε σφίξιμο των δοντιών από μάνητα, δεν ήτανε παρά ένας όρκος στους ποθαμένος και στους κάθε λογής κατατρεγμένους, πως ετούτανε τα ζάλα δε θα μπιτίσουνε, άμα δε λιώσουνε το άδικο και δε θ’ ανοίξουνε περασά για να προβάλει ο ήλιος.

Πράμα άλλο.

8/3/23


Την αλήθεια είπε. Όλοι φταίμε.

Ο καθένας για κάποιο λόγο.

Μόνο ο ίδιος δεν φταίει, γιατί αυτός είναι, τόσος είναι και κάνει μόνο αυτά που δεν πρέπει να κάνει, ενώ δεν κάνει τίποτα από αυτά που πρέπει να κάνει.

Αν περιμένεις από σκουλίκι να πηδήξει, δεν φταίει το σκουλίκι που δεν πηδάει, φταις εσύ που δεν ξέρεις τι θα πει σκουλίκι.

Φταίμε όλοι οι άλλοι.

Φταίνε αυτοί που τον εκλέξανε, για τους λόγους που τον εκλέξανε.

Είτε πρόκειται για λόγους ιδεολογίας, είτε πρόκειται για λόγους συμφέροντος, είτε, απλά πρόκειται για λόγους διανοητικής κατάστασης.

Φταίνε αυτοί που τον υπηρετούν, τον στηρίζουν κι έχουν γίνει εργαλεία του, άλλοι άβουλα κι άλλοι με το αζημίωτο.

Φταίνε αυτοί που τον ανέχονται, βάζοντας σε λάθος σειρά τις προτεραιότητες και τους στόχους τους.

Φταίνε οι ισαποστάκηδες της λογικής «όλοι ίδιοι είναι», εκτός από τους ίδιους, που θεωρούν ότι δεν συμπεριλαμβάνονται στους «όλους».

Φταίνε οι «ιπποδρομιάκηδες» που περιμένουν να δουν ποιό είναι το «σίγουρο άλογο» και μετά αποφασίζουν με ποιόν θα πάνε και ποιόν θ’ αφήσουν.

Φταίνε αυτοί που ξέρουν πως μπορούν να τον γκρεμίσουν αν ενώσουν τις δυνάμεις τους, αλλά δεν το κάνουν γιατί πιστεύουν πως μόνο με τους «βαρβάρους» στο κουβέρνο υπάρχει μια λύση στο υπαρξιακό πρόβλημα τους.

Φταίνε όλοι εκείνοι, φταίμε όλοι εμείς, που θέλουμε να γκρεμίσουμε τον τοίχο, αλλά οι μισοί τον σπρώχνουμε από τη μια πλευρά κι οι άλλοι μισοί από την άλλη, με αποτέλεσμα ο τοίχος να στέκει ολόρθος κι ακούνητος.

Φταίνε όλοι όσοι συνηθίσανε το κτήνος κι έχουν αρχίσει να του μοιάζουν.

Την αλήθεια είπε. Όλοι φταίμε.

Και φταίμε, κυρίως γιατί δεν τολμούμε να παραδεχτούμε το φταίξιμο μας.

9/3/23

Μιχάλης Στρατάκης


Μιχάλης Στρατάκης

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:78