Χρόνος ανάγνωσης περίπου:4 λεπτά

Τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον | της Άννας Τακάκη


Ευλογημένος ο άρτος, ευλογημένο το ψωμί που χόρτασε και χορταίνει πλήθος κόσμου. Κάποιοι τη σήμερον ημέρα ίσως ακόμη να στερούνται κι αυτό το καρβέλι, κάποιοι άλλοι το στερήθηκαν στα δύσκολα χρόνια. Κατοχή, πείνα, φτώχεια…. Μα τι μπορείς να πεις σ’ ένα παιδί που πεινά; Τι να του πεις, όταν βλέπει τα άλλα γύρω του να γλυκομασούνε, ή όταν η μυρωδιά από τον φούρνο, που μόλις έχει ψήσει τους άρτους, έχει γαργαλήσει τη μύτη, μα και το στομάχι του;

Πάνε πολλές δεκαετίες πίσω, σ’ αυτά τα δύσκολα χρόνια τα κατοχικά. Ένα κοριτσάκι ήταν μόνο του στο σπίτι. Πατέρα δεν γνώρισε κι η μάνα του, μια φτωχή κι ανύπαντρη γυναίκα είχε πάει στα χωράφια για δουλειά. Το άφησε μόνο του να βλέπει τα ζωντανά μέχρι να γυρίσει. Έπαιζε εκεί με τα κατσικάκια, και με τα γουρουνάκια, ώσπου του έσπασε τη μύτη η μυρωδιά από τον ξυλόφουρνο που έβγαιναν φρέσκοι και λαχταριστοί οι άρτοι. Τρέχει το μικρό κοπέλι προς τα κει. Δεν ήταν δα και τόσο μακριά, λίγα μόνο μέτρα πιο κάτω από το φτωχικό του σπίτι. Μερικές γυναίκες ήταν στον φούρνο και ξεφούρνιζαν τους άρτους. Κάποια αρτοπλασία, κάποιο τάμα ήταν, ή για να γλυκάνουν τη πικρή ζωή τους; Μαζί με τους άρτους είχαν πλάσει και κάποια αρτουλάκια για τα παιδιά του χωριού. Μικρό χωριό, μια χούφτα ανθρώποι, όλοι γνωστοί και συγγενείς, που λένε. Όλα τρέξανε να πάρουν το αρτουλάκι τους. Έτρεξε και το φτωχό κοριτσάκι, αφού πρώτα έκλεισε τα ζώα στον στάβλο να μη φύγουν.

Στάθηκε δειλά δειλά στην πόρτα του φούρνου ενώ τα άλλα παιδιά είχαν πάρει το αρτουλάκι τους και το γλυκομασούσανε με μεγάλη όρεξη. Δεν είπε τίποτα, δεν ζήτησε το ορφανό, μονάχα περίμενε. Από λεπτό σε λεπτό θα γλύκαινε και το δικό του στοματάκι… Μα άδικα ξεροστάλιαζε το έρμο όξω από τον φούρνο, ακουμπισμένο στον τοίχο.

-Ακόμη παραστεκουλίζεις, ωρή, ατά όξω; Πήγαινε στο σπίτι σας να πα παντάς τα οζά σας. Δεν επερίσεψε αρτουλάκι για σένα! του είπε η γυναίκα που είχε την αρτοπλασία κι έσταξε πιο πολύ το φαρμάκι από το στόμα της.

-Κοπέλι είναι και ζηλεύγει κι αυτό! Είπε μια άλλη πιο πονόψυχη.

-Έλα, ωρέ μικιό επαέ, να σου κόψω ένα κομματάκι από τον φουρνιάτικο, του είπε η φουρνάρισσα, που το λυπήθηκε εκεί που στεκότανε παραπονεμένο. Λίγο ακόμη και θα το πιάνανε τα κλάηματα. Μα η νοικοκυρά που είχε τους άρτους φαρμάκωσε άλλη μια φορά.

– Όι, φουρνάρισσα! δε σου πλερώνω εγώ τα φουρνιάτικα κι ελόγου σου να κάνεις πεσκέσα. Και να μην του δείχνεις του μαϊμουνιού τέτοια σκάρμη, γιατί θα μας ανεγκολληθεί επαδέ και δεν έχω όρεξη να θωρώ τα τσιμπλιασμένα του μάτια και τσι βουρβούλες του που τρέχουνε. Ότι και να φουρνίσομε επαδά θα τό’ χομε το λήξικο. Να πάει να του κάνει η μάνα του η κουζουλή, που γυρίζει σα του παπά το σκύλο και δεν ξανοίγει το ανεμάζωμά τζη.

Κι έφυγε το κοπέλι κλάημενο, κι επήγε στο φτωχόσπιτό του. Σαν ήρθε η μάνα του απ’ όξω και το θωρεί ακόμη να κλαίει του είπε.

– Ειντά ’παθες παιδί μου και κλαις, ήπεσες;

-Μάνα, επήγα στο φούρνο που ψήνανε άρτους και δεν μου δώκανε, γιατί λέει δεν επερίσεψε για μένα αρτουλάκι.

-Ετσά σού ’πανε οι ανεράιδες; Μην κλαις παιδί μου κι εγώ θα σου σάσω αύριο. Έχω μια σταλιά αλεύρι ακόμη… Μην κλαις, θυγατέρι μου. Να σου κάμω δυο τηγανίτες να τσι φας;

Μα το κορίτσι έκλαιγε ακόμη, απάνω στην πεζούλα που είχε ξαπλώσει, ώσαμε που το πήρε ο ύπνος κλάημενο και νηστικό.

Τότε είδε ένα όνειρο, πως ήρθε, λέει, μια γυναίκα μαυροφορεμένη και βαστούσε ένα πανέρι με εφτά άρτους.

-Έλα παιδί μου, πάρε αυτό τον άρτο, να τονε φας, του λέει η καλή γυναίκα.

-Ολόκληρο τον άρτο να τονε πάρω;

-Όλόκληρο! να φας να χορτάσεις. Και το παιδί πήρε τον άρτο κι έτρωε κι έτρωε ίσαμε που χόρτασε. Μετά από λίγο ξύπνησε. Την ίδια στιγμή ήρθε και η φουρνάρισσα στο φτωχό κονάκι ντως και βαστούσε έναν ολόκληρο άρτο.

-Να, παιδί μου, πάρε τον άρτο να τονε φας. Είναι ο πλερωτικός μου, μα εγώ δεν τονε θέλω και σου τον εδίδω με όλη την όρεξή μου, να φας να χορτάσεις. Γιατί δε θέλω νά ’σαι εσύ παραπονεμένο. Αυτή η ανεράιδα που σε ξόρισε είναι ψακωμένη και κακή.

-Όι, δεν θέλω άλλο άρτο, πάρε τονε! λέει το κοπέλι. Εγώ ήφαγα και χόρτασα.

-Πότε τον ήφαγες και πού, μαθές;

-Να, οντέ με πήρε ο ύπνος ήρθε μια γυναίκα με μαύρα ρούχα και μου τον ήδωκε. Δε θέλω άλλο, αλήθεια σου λέω. Λέει το κοπέλι κι η μάνα του δίπλα επόμεινε σαστισμένη.

-Πάρε παιδί μου τον άρτο να τονε φας οντέ θα πεινάσεις. Του είπε πάλι η φουρνάρισσα. Μα το κοπέλι ήτανε τόσο χορτασμένο που δεν ήθελε επουδενί και το λόγο άλλο.

Η γυναίκα πήρε πάλι τον άρτο και έφυγε.

-Μέγας είσαι κύριε, και θαυμαστά τα έργα σου!… Ετούτονά δεν τό ’χω ξανακουσμένο, να χορταίνει ψωμί κιανείς οντέ κοιμάται. Είπε η φουρνάρισσα και σταυροκοπιούντανε.

Άννα Τακάκη

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:136