Όποιος δε θέλει χτύπους στο χαρκιδιό δεν πάει | της Άννας Τακάκη
Μπάφ και μπούφ στο χαρκιδιό ο χαρκίτης με τη βαρά του, από το πρωί μέχρι να δώσει ο ήλιος εξεταλάγιαζε* αθρώπους, μιερά και ζούμπερα. Μπάφ και μπούφ και οι γειτόνοι δίπλα από το κονάκι του Θρασύβουλου εχαλούσανε τον κόσμο. Μωρέ, είντα πράματα εβροντούσανε εκειδά οι αθεόφοβοι;
Άιντε δα να ησυχάσει ο άθρωπος, απού εταμαχιάρουντανε* όλη τη μέρα απού τσι βαθιές αυγές ξυπνητός, κι ήθελε μια ώρα του μεσημεριού να θέσει ν’αναπαυτεί, να μη σκέφτεται πράμα, κι ύστερα να σηκωθεί να κάμει και τσ’αποδέλοιπες δουλειές του. Μα κόντευγε απόγεμα και δεν είχε κλείσει μάτι. Ήτονε και χηρεμένος εδά και δυο μήνες, κι ακόμη δεν εμπόργιε να το ποδεινιαστεί* και να το χωνέψει πώς ήφυγε η κερά του, και με τέτοιο άδικο τρόπο! Ω, την έρμη, και πώς να μην τηνε κλαίει ακόμη, που ’φυγε στα καλά του καθουμένου, νέα γυναίκα και δουλευταρού; Ποιος να το λογιάσει πως εκειδά που ’δενε τα πανιά του μύλου επαραπάτησε κι ήπεσε; Και δεν είπε μούδε ω! Μια κι όξω ήτονε τση κακομοίρας! Τέτοια γυναίκα, καλή, σειραδιασμένη, καλομίλητη, νοικοκερά, πώς να την ανεστορηθεί ο Θρασύβουλος και να μη δακρώσει;
Σα δεν τον ήπαιρνε ο ύπνος – ας όψονται οι βρόντοι – εσυλλογούντανε όλη τη ζωή με τη κερά ντου, τα νιάτα ντως, τον έρωντά τως, το γάμο ντως, τα κοπέλια ντως, τσι δουλειές τως, τον αγώνα ντως και τα γλέντια ντως. Πάσα όλα τα’φερνε ωσά ταινία κινηματόγραφου στο νου ντου, μα του την ήκοβγε στη μέση το μπαφ και μπούφ του χαρκίτη*. Του την ήκοβγε κι άλλη μια βολά ο χαλασμός που γινότανε στο διπλανό κονάκι.
-Ωρέ ειντά ’ναι σήμερο ετούτοι οι βρόντοι; Οι γειτόνοι είναι, κοντό, γή μπας και τα βούγια* μου χτυπούνε τα κέρατά ντως στο τοίχο του στάβλου γή οι τράγοι; Ας σηκωθώ να πα δω. Μα εδά εδά, γροικά ταρταλοτσίγκελα* να πέφτουνε, σταμνιά να σπούνε, καδέγλες να σύρνουνε, κι απόι, στριγγλιές και βλαστημιές…
-Α, ελόγου σας, τάξε, κάνετε το σαματά; Γιάε ωρέ τ’ απατασμού* το ζευγάρι!… Ήπιασέ τζοι πάλι το γλυκύ ντως. Κουνουπισμένος* θα να’ρθε ο Γαβρίλος από τον καφενέ και τσι γύρες και τα’βαλε με την κερά του την Κλυταιμήστρα. Μα κι ελόγου τζη, η μοσκοκούζουλη, τονε κάνει νέφτι κι απόι του βάνει φωτιά να τονε κάψει.
Ένας τοίχος ήτονε το κονάκι του με το κονάκι του Γαβρίλο και τση Κλυταιμήστρας. Οι γειτόνοι του ήτονε ο γεις μπρεκρούλιακας κι ή άλλη νευρόσπασμα, και κακάντερη*.
Ο Θρασύβουλος, σαν είδε κι απόειδε ότι δεν μπορεί να συχάσει, βγαίνει όξω. Παραμονεύγει στην κλειστή πόρτα κι αφουγκράται τα καταστέματα των γειτόνων του.
-Εκόπιασες πάλι, ωρέ μπεκροκανάτα, να μου ξερνοβορλάς; Άλα μπλίρι…μια νταμετζάνα ρακή θα να ’πιες πάλι. Α..που να μη σε γεραντίζανε*, κι ήκαψές με!
-Γλάκα να πα τρυπώσεις αναθεματισμένη, κι ελόγου σου μ’ ήκανες μπεκρή. Πού ’ναι ωρή ένα καθαρό ρούχο να το βάλω, πού ’ναι ένα φαΐ να το φάω; Ειντά ’κανες όλη μέρα; Ήξενες, κοντό, για ήφαινες, γή στα οζά σ’ έπεψα; Πιάσε δα, κάνε μου μιαολιά ρύζι τσορμπά*, γιατί με κρατεί κοιλιοδρόμι*.
Και μέχρι να το πει, ο Γαβρίλος, επήγε νερό η κοιλιά του και δεν επρόλαβε ο παντέρμος να πάει παραόξω στο αποχωρτήριο*.
-Ωρέ μπεκροκανάτα απού γάργιωσες τη βράκα! Πούφου, είντα στο δαίμονα ανεκάτωσες πάλι, κρασά ρακές με τσι οκάδες; Ψακομανίτες* σου δώκανε κι ήφαες και πάει η κοιλιά σου τσιριπιπί*; Γιάε τη διχαλόβεργα! Να ξαναπιάσεις θες τα σπίτια των αθρώπω;
Και πιάνει τη διχαλόβεργα να του τσι βρέξει. Μα φαίνεται πως τη βεργιά την ήφαε η βράκα του η φουφούλα. Κι από τα νεύρα τζη πιάνει η Κλυταιμήστρα το μουζοτσίκαλο και του το τρίβγει στη μούρη, κι απόι του δίδει μια και το πετά χάμαι. Του πετά ότι βρει και στο τέλος το φλασκί με το κρασί στην κορφή στην κεφαλή και του κάνει την μπαρόλα*.
Σε τούτονά το κουζουλαργιό, δίδει μια στη πόρτα ο Θρασύβουλος και μπαίνει μέσα στο κονάκι ντως.
-Ωρέ αθρώποι, να σκοτωθείτε θέλει; Ειντά ’χετε, μαθές, και από στ’ αποταχιάς* σασε γροικώ να φαώνεστε; Ω, παέ μουρδαγαλιά*, ωρέ καταστέματα!
-Γειτονάκι, ξεμίστεψέ με, γιατί η διαστρεμένη θα με σκοτώσει σήμερο. Ετούτη δεν είναι γυναίκα, διαόλους έχει μέσα στη κοιλιά τζη, διαόλοι τς’ ανεμαλάσουνε* και τα μυαλά. Ω, ξάνοιξε επαέ μουρδαγαλιά* μου τα ’κανε, ξάνοιξε εκειέ σπασερά*! Δε τηνε βαστώ μπλιο, γειτονάκι, θα πα να κρεμαστώ.
-Για όνομα του θεού, γείτονα, είντά’ναι αυτά τα πράματα που λες;
-Θωρείς με ελόγου σου να ’μαι μεθυσμένος; Κοιλιοδρόμι* και ξερνοβολιτό με βαστά σήμερο, μπέλιτα* κι είμαι κρυγιαδομένος, κι η ανεράιδα, λέει πως είμαι τάπα στο μεθύσι.
– Άιντε Γαβρίλο να πα πλυθείς και να σε τρίψει η Κλυταιμήστρα να πάρεις τα πάνω σου. Ίσα κακομοίτση, να μη σασε κάνουνε σεΐρι* οι αθρώποι.
-Κλυταιμήστρα, -τηνε καλοπιάνει ο Θρασύβουλος- για βάλε νερό στο κρασί σου, ξάνοιξε τον άθρωπό σου, περιποιήσου τονε και μη του βάνεις νέφτι να τονε καις τον κακομοίρη, απού τονε θωρείς πως δε καλοστελιώνει*.
-Δε στελιώνει; Ελόγου σου, γείτονα, να πα ν’ ανάψεις τα καντήλια τση κεράς σου και να μη σε γνοιάζει για τσ’ άλλους. Ειντά ρθες επαδά να μασε κάνεις; το διασαξή*; Λάλιε* από παδά, λάλιε! Και δίδει του γειτόνου τζη μια με τη διχαλόβεργα στ’ ατζά η Κλυταιμήστρα. Μα κείνος εφόργιε μια ράσινη* παντελόνα και την ήφαε η ρασά τη ραβδιά!
-Ωρέ ειντά ’ναι επάδά μέσα που πήγα κι εμπήκα, κουζουλαργιό; Λέει ο Θρασύβουλος κι απού φύγει φύγει! Χαρκιδιό πάντως δεν είναι, μα πλια από τσι βρόντους του χαρκίτη* αλίμονο και σε βρούνε οι βρόντοι τσι Κλυταιμήστρας. Ειντά ’θελα εγώ να μπω μέσα να τσι συβάσω; Ξάνοιγε εκειέ, να μου δώσει κι από πάνω τη ραβδιά, η ανεράιδα, η γελλούδα*, η Κλυταιμήστρα!
Καλά μου το ’πανε εμένα, «όποιος δε θέλει χτύπους στο χαρκιδιό* δεν πάει». Μα, πούρι σου, δε το ’στεσα στο νου καλά ετούτονά το ρητό.
Γλωσσάρι:
Χαρκιδιό: σιδηρουργείο
Εξεταλάγιαζε: διατάραξε τη γαλήνη
Εταμαχιάρουντανε: είχε πολύ ταμάχι στη δουλειά
Ποδεινιαστεί: αντέξει
Χαρκίτης: σιδηρουργός
Ράσινη: μάλλινη
Καλοστελιώνει: καλοστέκει
Λάλιε: πήγαινε
Σπασερά: σπασμένα πιάτα, ποτήρια
Μπέλιτα: μάλλον
Σεΐρι: ομαδικό περίπαιγμα
Μουρδαγαλιά: ακαταστασία.
Ανεμαλάσουνε: ανακατεύουνε
Ψακομανίτες: δηλητηριώδη μανιτάρια
Τσιριπιπί: συνεχόμενη διάρροια
Μπαρόλα: γρόμπος, καρούμπαλο
Αποταχιάς: πριν από λίγη ώρα
Γεραντίζανε: σε φέρνανε στον κόσμο
Κοιλιοδρόμι: διάρροια
Αποχωρτήριο: εξωτερική τουαλέτα
Τσορμπάς: βραστό ρύζι με λίγο λάδι και λεμόνι
Ταρταλοτσίγκελα: άχρηστα πράγματα, που είναι κρεμασμένα
Απατασμός: διάβολος
Κουνουπισμένος: μεθυσμένος
Βούγια: βόδια
Διασαξής: κουμανταδόρος
Γελλούδα: κακή γυναίκα (κατά τη μυθολ. κακό πνεύμα που ρουφούσε το αίμα των μωρών παιδιών)
Άννα Τακάκη
«Διηγήματα από παροιμίες»
Άννα Τακάκη