Χρόνος ανάγνωσης περίπου:6 λεπτά

Η ιστορία μιας σκυλίτσας, που την έλεγαν Ρωξάνη | του Γεωργίου Χουστουλάκη



Ήταν ένα αξιαγάπητο σκυλί, από αυτά που περνάς και γυρνάνε ανάσκελα για να τα χαϊδέψεις στην κοιλιά!

Ήταν μια ιδιαίτερα ήρεμη σκυλίτσα, φυσικά στειρωμένη, με τα εμβόλια της όλα, ήταν δηλωμένη στο Δήμο, είχε επίσης και το σχετικό τσιπάκι!

Μια πραγματική κυρία που αν και πέρασε τόσα, άντεξε στη ζωή της και άλλα τόσα!

Η Μοίρα της όμως στο τέλος, της έπαιξε ένα πολύ άσχημο παιγνίδι…

Κανονικά θα ήθελα να διαβάσει το κείμενο, εκείνος που του έβαλε λανέιτ στη φόλα στο σκυλί, και το έκανε να αφήσει την τελευταία του πνοή σήμερα το πρωί (Σάββατο 22 Οκτ), κοντά στην αυλόπορτα, στο σπίτι του στη Γαλιά.

Ότι υπόλοιπο μάλιστα είχε απομείνει από την φόλα, το έφαγε ένα περασάρικο πεινασμένο μικρό γατάκι, και ήταν θέμα χρόνου και για εκείνο….

Άσχημος θάνατος, να πεθαίνει ένα ζωντανό πλάσμα του Θεού, από λανέιτ, ξέρουμε πως με αυτό το δηλητήριο, πεθαίνουν βγάζοντας αφρούς από το στόμα, και όχι μόνον…

Φαντάζομαι την αγωνία τους, την ώρα του θανάτου, τον πόνο στο μικρό στομάχι τους, και από την άλλη, τη χαρά αυτού του ανθρωπόμορφου τέρατος, που τελικά τα κατάφερε και τα δηλητηρίασε!

Κατά τα άλλα, θα πάει και στην εκκλησία, θα κάνει το σταυρό του, θεωρώντας τον εαυτό του ένα καλό χτιστιανό!

Την ικανοποίηση του βέβαια την φαντάζομαι, δεν θα περιγράφεται! Έκανε αυτό που ονειρευόταν μέρες τώρα. Βλέπεις τον απασχολούσε μέρες αυτό το αδύναμο και ανήμπορο να υπερασπιστεί τον εαυτό του, αθώο πλασματάκι. Είχε χάσει τον ύπνο του, άρχισε έτσι να το σχεδιάζει, πως να το εξοντώσει.

Τώρα γαληνέψει επιτέλους η ψυχή του! Μπορεί να πάει να ανάψει το κέφι του, και να ευχαριστήσει τον θεό του, που τα κατάφερε!

Η Ρωξάνη, μας έκανε συντροφιά οκτώ ολόκληρα χρόνια και βάλε, κανονικό δηλαδή μέλος του σπιτιού.

Τη χρονιά που την έκανε η μάνα της η Ροδούλα, ένα πανέμορφο κατάλευκο σκυλί και η ίδια, έκανε κι άλλα τέσσερα κουταβάκια. Επειδή όμως ήταν η χρόνια που σερνόταν τύφος, πέθαναν όλα, άλλα αυτό αν και κουταβάκι επέζησε!

Ζούσε όμορφα κι αρμονικά στο σπίτι του στη Γαλιά, και όλες οι αυλές και οι κήποι, ήταν δικά του!

Ζούσε όμως τα τελευταία δύο χρόνια, και με την καθημερινή αγωνία της γιαγιάς, να πηγαινοέρχεται στην αιμοκάθαρση στο Ηράκλειο μέρα παρά μέρα.

Εκείνο το άμοιρο την περίμενε κάθε φορά, πίσω από την αυλόπορτα, δεν έτρωγε αν δεν την έβλεπε.

Κάθε μέρα ήταν στημένο εκεί στην αυλόπορτα στις πέντε…

Δεν πείραζε ποτέ κανέναν, δεν δάγκωνε, μόνο που και που έκανε αυτό το ειδικό γαύγισμα, που ειδοποιούσε, όταν ήταν να έρθει κάποιος στο σπίτι.

Τραγουδούσε όταν ερχόταν ο ψαράς, η όταν έπαιζε η καμπάνα της εκκλησίας.

Ήταν τέλειος φύλακας, χωρίς να δημιουργεί θέματα.

Επέζησε δύο φορές σε περιβάλλον μείον τρεις βαθμούς, χωρίς φαγητό!

Στην εξοχή το πήραμε κάποιο χειμώνα στις ελιές. Το βράδυ που φεύγαμε το σκυλί ήταν άφαντος!

Σαν να ανοίξει η γης και το κατάπιε!

Πιθανόν το κυνήγησε κάποιο σκυλί, κάποιου βοσκού, και έτσι απομακρύνθηκε αρκετά, χάνοντας τον δρόμο της επιστροφής.

Τότε είπαμε, “πάει, το χάσαμε”, και πιστέψαμε πως χάθηκε για πάντα.

Γύρισε όμως ένα παγωμένο χειμωνιάτικο βράδυ, μετά από μια βδομάδα, με μείον βαθμούς, και μπήκε σπίτι κλαίγοντας από τη χαρά του, που βρέθηκε ξανά στην οικογένεια του!

Αυτό είχε συμβεί άλλη μια φορά, πάλι με μείον βαθμούς σε άλλο χωράφι, αλλά όταν πήγαμε την επόμενη για αναζήτηση, ήταν εκεί και μας περίμενε, πάλι γεμάτο χαρά!

Ήταν πολύ εκδηλωτικό και έξυπνο σκυλί.

Η χαρά του και η λύπη του, φαινόταν κάθε φορά στα μάτια του!

Στην πολύ χαρά, σχεδόν γελούσε!

Μας αγαπούσε όλους, και όταν μας έβλεπε, δεν έκρυβε ποτέ την λαχτάρα του!

Ο θάνατος ο δικός του, θα στοιχίσει πολύ τώρα στη γιαγιά, που το είχε μόνιμη παρέα. Του μίλαγε, σαν να ήταν κανονικός άνθρωπος, όπως θα μιλούσε σε ένα παιδάκι.

-Ρωξάνη, μη ξαναβγείς από την αυλόπορτα, γιατί θα σε πάρουν και σένα, όπως πήραν και τη μάνα σου τη Ροδούλα, με τον Μουργάκο.

Ρωξάνη, θα φύγω πάλι σήμερο για το Ηράκλειο, αλλά εσύ δε θέλω να μου στεναχωριέσαι, το βράδυ θα ‘ρθω πάλι, ακούς;

Η Ρωξανη άκουγε πράγματι τη γιαγιά, και τη κοίταζε στα μάτια με την ανάλογη σοβαρότητα.

Δεν έβγαινε ποτέ έξω από την μεγάλη αυλόπορτα. Όντως φοβόταν όντως τον κακό άνθρωπο, που εξαφανίζει τα σκυλιά .

Ακόμα και όταν την παίρνανε στην εξοχή, εκείνη πάλι ήταν εκεί, αποίκος, δίπλα στο αγροτικό..

Φοβόταν, πως άμα απομακρυνθεί πάλι, κάτι κακό θα της συμβεί, πως θα πάθει τα ίδια που είχε πάθει την πρώτη φορά, που μόνο εκείνη ήξερε….

Τις μέρες που η γιαγιά ήταν άρρωστη και κατάκοιτη, αυτό ήταν συνεχώς θλιμμένο.

Την κοίταζε στα μάτια, και δεν έτρωγε με κέφι. Ωστόσο, παρόλα αυτά, κοντά της ένιωθε ασφαλές.

Πέρσι που η γιαγιά είχε πάει στην κόρη της στις Μοίρες, την αποχωρίστηκε το σκυλί.

Το πήρα εγώ στο διαμέρισμα μας στην Αθήνα.

Κλάματα το σκυλί στο καράβι, εκεί στη κλούβα της φύλαξης, της ήρθαν τα πάνω κατω…

Ξαφνικά βρέθηκε σε ένα περιβάλλον αφιλόξενο και κρύο στην Αθήνα. Φασαρία, αυτοκίνητα, πολυκοσμία ..

Όμως για δύο μήνες, την έβγαλε πάλι καθαρή, και στο διαμέρισμα!

Πρωί βράδυ, με ακολουθούσε αντιπόδι, να πάμε στο πάρκο για την ανάγκη του.

Σταματούσα, σταμάταγε κι αυτό, προχώραγα εγώ, προχώραγε και εκείνο…

Ξαναπήγε όμως στο δικό του περιβάλλον, μιας και η γιαγιά επέστρεψε πάλι στο σπίτι της!

Η χαρά του διπλή!

Ήταν τόσο ευτυχισμένο σκυλί, που την αγάπη του μας την εκδήλωνε με κάθε τρόπο!

Γαύγισε συνήθως όταν κυνήγαγε καμιά γάτα, η κανένα αρουραίο, που τον έβλεπε επάνω στη ρογδιά να τρώει τα ρόδια.

Αυτά τα γαυγίσματα ίσως ενόχλησαν κάποιους, και η Ρωξάνη να γίνει ο εύκολος στόχος…

Περίμεναν τον Οκτώβρη, να φύγουμε εμείς για την Αθήνα, για να δράσουν ανενόχλητοι.

Είναι το τρίτο σκυλί που μας έχουν στερήσει.

Συν τοις άλλοις όμως ήταν και η Μαυρούλα, μια άρρωστη σκυλίτσα κατάμαυρη, εγκαταλελειμμένη σε μια γεώτρηση λίγο πριν στον Προφήτη Ηλία. Ήταν στην αρχή λιπόσαρκο γεμάτο πληγές, και φοβόταν αφάνταστα τους ανθρώπους

Όταν έβλεπε άνθρωπο, όπου φύγει φύγει, πήγαινε και κρυβόταν στο ρυάκι με τους βάτους.

Με την φροντίδα μας όμως, πήρε τα πάνω της, έγινε αγνώριστη η Μαυρούλα, και μας έκανε πια του κόσμου τις χαρές, όταν μας έβλεπε!

Μια μέρα όμως, και εκείνη δεν μας περίμενε πλέον, η Μαυρουλα άφαντη. Όπως δεν θα μας περιμένει ποτέ πια και η Ρωξάνη μας στην αυλόπορτα, κάνοντας κύκλους από τη χαρά της, γύρω από την ουρά της….

Δεν μπορώ να τη φανταστώ να γέρνει για τελευταία φορά το κορμάκι της στο κρύο γρασίδι, μέσα στο αγιναροκήπιο, και να σκέφτεται “μα τι σας έκανα” εγώ σας αγαπούσα όλους!

Τελευταία, φέραμε για παρέα της Ρωξάνης και ένα μικρό κουταβάκι, τον Πίτσο.

Τον βρήκαμε ακόμα τυφλό, παρατημένο στα χωράφια, να κλαουρίζει από την πείνα.

Πράγματι, κάνανε καλή παρέα μαζί, και η Ρωξάνη, είχε βρει για τα καλά τη χαρά της!

Ευτυχώς ο μικρός τη γλύτωσε για την ώρα από τον φονιά σκυλιών, αλλά δεν ήμαστε σίγουροι αν είναι για πολύ…

Τέλος πάντων, κάποιος πρέπει σε αυτά τα τομάρια, που είναι εν δυνάμει δολοφόνοι, πως δεν σκοτώνουμε ποτέ κανένα ζώο, πόσο μάλλον ζώα που κάνουν παρέα σε αναπήρους, σε νεφροπαθείς, σε καρκινοπαθείς και υπερήλικες που κοντεύουν τα ενενήντα, γιατί έτσι είναι σαν να σκοτώνουν και τους δυο.

Κάθε χωριό έχει συνήθως δύο τρία τέτοια ανθρωπόμορφα τέρατα, έπρεπε η πολιτεία μέσω αστυνομίας, να φροντίσει ώστε να εντοπίζονται, και να τιμωρούνται παραδειγματικά.

Υπάρχουν τρόποι να πιαστούν οι φονιάδες αν θέλουν…

Κείμενο – φωτογραφία:

Γεώργιος Χουστουλάκης

.

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:59