Γκρέμισμα θες από τα Μεγάλα Σύνακρα | της Άννας Τακάκη
Ο Σήφης με τη Σήφαινα φαώνονται. Εκείνη δε θέλει να παραδεχτεί ότι ο κύριος τση έχει γεράσει και δεν είναι άξος μπλιο να κάμει δουλειά. Εκείνη νεότερη κατά δεκαπέντε χρόνια εγροίκα ακόμη τη τζέρα τζη, που λένε, κι ήτονε όλο διαταγές. Σηφαλιό πήγαινε να ξετζενώσεις τσ’ αίγες να φάνε το φύλαμα. Σηφαλιό, πήγαινε να ποτίσεις τα βούγια. Πήγαινε στο κηπούλι να φυτέψεις τον κεντανέ και τσι πατάτες. Πήγαινε να ξετροχαλίσεις να βρεις δυο χοχλιούς να τσι φάμε. Πήγαινε να ξελακίσεις το λιάτικο αμπελάκι και καλά που το πίνεις και το κρασάκι..
-Σαν πολλά να τα θες, γυναίκα. Θες και πράμα άλλο;
-Ναίσκες! Θέλω να με τρίψεις το βράδυ και να μου πάρεις δυο βεντούζες γιατί εκρυγιάδωσα και βήχω.
-Εκειονά, άντα χαζίρι, μπορώ να σου το κάνω, γυναικάκι μου. Μα για να σου σκάφτω και να γυρίζω τσι κάμπους, δε σου τάσσω. Πολλούς χρόνους τα ’κανα. Εδά ‘ναι καιρός ν’ αράξω στο γιατακάκι μου, αν έχει μιαολιά φαγάκι να το τρώγω και να πα θέτω. Κι ανέ θες ελόγου σου γη όπου το θες το τρίψιμο, εκειά πάνε ακόμη μιαολιά τα χέρια μου. Τα πόδια μου όμως δε με στυλώνουνε μπλιο, εγέρασα. Δεν έχομε δα και τη φαμελιά να παιδεύγομέστανε.
-Να παιδεύγομαι το λοιπός εγώ; Μα έχε χάρη που με πήρες μική, κι εδά όπου γιας πρέπει να σ’ ανετάσσω κιόλας, Σηφαλιό.
– Βράσε δα, κεραδάκι, ένα βραστάρι να το πιω, γιατί μ’ ανεμαλάσει βήχας, σάμπως και να κρυγιάδωσα κι ελόγου μου.
-Εκρυγιάδωσες εσύ, εκρυγιάδωσα κι εγώ, να δούμε ποιος θ’ ανετάσσει δα ο ένας τον άλλο; Άιντε να βράσω μια φασκομηλιά να τηνε πιούμενε κι απόι να μου πάρεις τσι βεντούζες.
Πιάνει η Σήφαινα κι ετοιμάζει τα βεντουζοπότηρα, φέρνει το μπαμπάκι και το οινόπνεμα. Τυλίγει το μπαμπάκι σ’ ένα πιρούνι, το βουτά στο οινόπνεμα και του βάνει φωτιά. Λέει του, κατέεις εδά, Σηφαλιό, πως να μου τσι βάνεις στην πλάτη, ε; Δεν είναι, πούρι, η πρώτη σου φορά που μου παίρνεις βεντούζες.
-Κιαμέ λίγες, μαθές, σου τσ’ έχω παρμένες; Πιάνει βάνει τση τη μια βεντούζα, εντάξει. Πάει να βάλει την άλλη… μα έτσα που εβάστα με την άλλη του χέρα το πιρούνι με το αναμμένο μπαμπάκι, κι ήτρεμε η έρμη χέρα του, και πάει στα χιράμια η φλόγα.
-Ώφου, και σα να γροικώ τσιγούδισμα, του λέει η Σήφαινα.
-Επήρανε φωτιά τα ρούχα, γυναίκα, φωτιά μόνο σήκω ογλήγορα!
-Ανάθεμά σε, Σηφαλιό, φωτιά ήβαλες, να καούμενε αζωντανοί; Φέρε νερό, γλήγορα, σκύλε κι ήκαψές με! Ώφου, γκρέμισμα το θες κακομοίρη! γκρέμισμα από τα Μεγάλα Σύνακρα! Εδά το ’νιωσα ότι είσαι και γέρος και παζαβός!
… … …
Η γνωμική φράση « γκρέμισμα θες από τα Μεγάλα Σύνακρα» είναι γνωστή στην περιοχή του χωριού μου, Ζήρου Σητείας και τα Μεγάλα Σύνακρα (συν+άκρα) είναι στο φαράγγι Χαμαίτουλου-Ξεροκάμπου. Ήταν στα παλιά μου ακούσματα και λεγόταν για κάποιον που έκανε κάτι στραβό ή άπρεπο.
Υπάρχει ένας θρύλος που διασώθηκε δια στόματος, και ίσως ενάγεται στην αρχαία εποχή. Η αείμνηστη γιαγιά μου έλεγε πως πολύ παλιά υπήρχε νόμος να γκρεμίζουνε τους γέρους, είτε γιατί ήτανε άρρωστοι είτε ανήμποροι, και δεν μπορούσανε να προσφέρουνε πια τίποτα. Την μακάβρια αυτή πράξη την κάνανε τα παιδιά. Παίρνει λοιπόν ένας γιος τον πατέρα του να τον γκρεμίσει από την ψηλότερη κορφή του φαραγγιού, (τοπικά ψηλότερη κορφή θεωρούνται τα Μεγάλα Σύνακρα), κοιτάει από δω κι από κει ο γιος το χάος και λέει στον πατέρα του: από πού να σε γκρεμίσω δα πατέρα; Κι εκείνος του απαντά: Από κεια που θα σε γκρεμίσουνε κι εσένα τα παιδιά σου! Τότε ο γιος συνειδητοποίησε ότι θα’ ρθει και η σειρά του και πήρε τον πατέρα του και φύγανε. Τον έκρυψε στο σπίτι και δεν είπε σε κανένα τίποτα.
Μια μέρα ο βασιλιάς έδωσε διαταγή να μαζευτούνε όλοι οι άνδρες την αυγή και ότι θα έδινε τη θυγατέρα του, σε όποιον του έλεγε από πού θα πρωτανατείλει ο ήλιος. Ο γιος ρωτά τον πατέρα του… αυτό μας είπε ο βασιλιάς, τι με συμβουλεύεις πατέρα; Εσύ του λέει θα ξανοίγεις προς τη δύση, γιατί από κει θα φανεί η αναλαμπή του ήλιου, καθώς είναι είναι η ψηλότερη κορφή του βουνού.
Μαζεύονται λοιπόν όλοι οι άντρες κι όλοι κοιτάζανε στην ανατολή ενώ εκείνος προς τη δύση. Πριν να ανατείλει ο ήλιος φώναξε: Βασιλιά μου, απ’ εδώ θα ανατείλει ο ήλιος! Κι όλοι γυρίσανε προς τη δύση.
-Κι εσύ πού το ξέρεις; Του λέει ο βασιλιάς.
-Μου το είπε ο πατέρας μου, γιατί σκέφτηκα να μην τον γκρεμίσω.
Κι από τότε ο βασιλιάς έδωσε διαταγή να μη γκρεμίζουν τους γέρους επειδή έχουνε σοφία.
Άννα Τακάκη
[Από το «Διηγήματα από παροιμίες», ανέκδοτο]
[Η εικόνα που συνοδεύει το διήγημα είναι ο πίνακας ζωγραφικής με τίτλο «Γέρος (O αλήτης σοφός)», περ. 1925, λάδι σε καμβά, της ζωγράφου Φλωρεντίνης Σκουλούδη-Καλούτση (1890-1971)]
Άννα Τακάκη