Χρόνος ανάγνωσης περίπου:5 λεπτά

Η κούκλα… | του Αντώνη Κουκλινού


.

Δε ν’ ήκανε κοπέλια η καημέχαρη…

Ένα δυο φορές απού επόμεινε βαρεμένη τό ’χανε στσην υστεργιά.

Έλεγε πως ο Θεός τα πέμπει εκειά που πρέπει φαίνεται, τα κοπέλια.

Το σπίτι τζη ήτονε κοντά όθε ντο σκολειό και εκεια που τα γροίκα να γλακούνε στην αυλή, εκουζουλένουντονε.

Ούλα τζη τ’ ανίψα, εποχαίριζε κάθα που θελα τα ιδεί να περνούνε απόξω, μα και ούλα τα δασκάλια απού θελα τση μιλήσουνε.

Νοικοκύρηδες κι ανεπχιασάρηδες από τσι πλια καλούς του χωργιού.

Ήρθενε ο καιρός των ελιώ και εντακάρανε μαζί με τον άντρα τζη και δυο μαζώχτρες να τσι μαζώνουνε.

Επαέ είναι χοντρολιές και θένε κόπο να τσι μαζώνεις από χάμε.

Θα κάμουνε σκιας τρεις μήνες, για να μπει το λάδι στα πυθάργια και κονέβγουνε τσ’ αθρώπους στο σπίτι.

Χρόνια τσ’ έχουνε εργάτες το χειμώνα και είναι σα μνια οικογένεια.

Δυο γυναίκες με τσ’ άντρες τως από τη πάνω Ελλάδα… Μυτιληνιοί…

Οι γυναίκες μαζώνουνε από χάμε τσ’ ελιές με τσι ποδιές και τα καλάθια και οι άντρες μοιράζουνται τα αποδέλοιπα.

Άλλος κάνει τη σπορά, άλλος κλαδεύγει κι άλλος κουβαλεί τα σακιά με το μουλάρι, στη φάμπρικα.

Ετουτηνέ τη χρονιά σέρνουνε και μνια τσούπρα μαζί τεσσάρω χρονώ, για δεν είχανε που να τη φήσουνε.

Ένα γλάνι με μακρά μαλλιά σγουρά, καστανόξανθα, σκέτο κουζούλαμα.

Από τη πρώτη μέρα απού εφτάξανε στο χωργιό, το κοπέλι τσ’ έχει ούλους τροζαμένους.

Δε σταματά η γλώσσα ντου να χαλιμπουρδίζει κουβέντες, κουβέντες και να βαστά στα χέργια ντου μνια κούκλα, να τση μιλεί, να τη χτενίζει και να τη κοιμίζει στη (μ)ποδιά ντου.

Ούλοι φεύγουνε τσι ταχινές για τα χωράφχια και η τσούπρα πομένει με τη γρα και το γέρο στο σπίτι.

Θεού πέψιμο ετονά το κοπέλι, για δε ντο γνοιάζει, από τη πρώτη μέρα τάξε πως εγεννήθηκενε σε τούτονέ το σπίτι.

Καθαργά όντε θα ανεμαζωχτούνε απόξω, βρίχνουνε στρωμένο το τραπέζι και τη φωθιά κεντιζμένη για τη ζεστασά ντως.

Το γλάνι αγλακά από τη μνιάν αγκαλιά στην άλλη και τσι κουζουλαίνει με τα νάζια ντου.

Τσι πλια πολλές βραδιές το πέρνανε στη μέση στο κρεβάτι να κοιμηθούνε μαζί και η χαρά ντως δε περιγράφεται.

Ούλες τσ’ αργαδινές στο πυρόμαχο με παραμύθια και ιστορίες, εφρουκούντονε οσά ντο μεγάλο.

Όσο περνούνε οι μέρες και κοντοσιμώνει η ώρα απού θα ποκάμουνε οι ελιές, σκέφτουνται πως θα αποχωριστούνε ετούτονέ το κοπέλι.

Ήρθενε η ώρα όμως να αποχαιρετιχτούνε…

Εσηκωθήκανε αξημέρωτα να πχιούνε το (γ)καφέ ντως και να γύρουνε τη χώρα.

Δύσκολο αλήθεια να αποχωριστείς το μικιό…

Εγκάλιαζέ ντο, εφίλιε ντο και τα μάθια τζη ετρέχανε ωσάν τη βρύση.

Ανεμαζώξανε τα πράματα να μισέψουνε κι εκειά που τσι ξεπροβοδίζανε σάμε την αυλή, γυρίζει το γλάνι και βγάνει από τη τσάντα τη κούκλα και πάει μέσα στο κρεβάτι και τη νε ξαπλώνει στη μέση, μέση, στο μαξελάρι και τη νε σκεπάζει.

Εξανοίγανε ούλοι αποσβολωμένοι το γλάνι και δεν εβγάνανε άχνα.

Σαν εφύγανε εράφωξε μέσα και ξεσπά στα κλάϊματα και το μοιρολόι.

Ετουτονέ το κοπέλι τση ξύπνησε το μητρικό ένστικτο όσο καιρό ήτονε στο σπίτι κι εδά η απουσία ντου θα τση κοστίσει σάϊκα πολύ.….

Πολλές φορές ετσά που την εθώργιενε η γρα, στσι προσευχές τση, επαρακάλιενε τη Παναγία, να τση κάμει το χατίρι και να πέψει τση θυγατέρας τση ένα (γ)κοπέλι να τ’ ανεθρέψει.

Απίς εφτάξανε στα σπίθια ντος οι εργάτες, κρέμεται κάθε μέρα στο τηλέφωνο να μιλεί του κοπελιού και να του λέει πως χτενίζει τη κούκλα και την επροσέχει σάμε του χρόνου απού θα ξανάρθουνε στσ’ ελιές πάλι.

Και πως δε ντη βγάνει από του κρεβαθιού τη μέση απού την ήφηκε.

Οι δουλειές δε ποκάνουνε και κάθα μέρα μνιά στην εξοχή μνιά στη λάτρα του σπιθιού, εκοντοσήμωσένε ο καιρός, να φανούνε πάλι στο χωργιό, για να ντακάρουνε τσ’ ελιές.

Η χαρά δε περιγράφεται σαν εφτάξανε πάλι στο χωργιό μαζί με τη τσούπρα.

Το κοπέλι εμεγάλωσε στα πέντε φτάνει μπλιό και κουβεδιάζει εδά οσά ντο μεγάλο…

Έφεξε το σπίτι πάλι με τον ερχομό ντου και η κάθα μέρα ήτονε και μνια γιορτή.

Ειδικά τσ’ αργαδινές απου εκαθίζανε ούλοι μαζί στο πυρόμαχο, με τη κούκλα αγκαλιά και τα παραμύθια τση γιαγιάς.

Τσι καλές ημέρες το παίρνανε μαζί ντος στα κοντινά λιόφυτα του χωργιού και πέρνα η μέρα ογλήγορα, τάξε πως ήτονε μνιαν ώρα.

Στσι δυο μήνες απάνω είχανε παρμένο το κολάϊ των ελιώ και ήτονε πομεινάρικες λίγες ακόμη και τα χωράφχια σχεδόν ποκαωμένα και σπαρμένα.

Δεν ήτονε μεγάλη βεντέμα οφέτος και θα φύγουνε πλια ογλήγορα, ως φαίνεται.

Μνιαν’ αργαδινή εκειά απού είχενε στη (μ)ποδιά τζη το γλάνι και του κουβέδιαζε, ξανοίγει το χεράκι ντου απάνω στη κοιλιά τζη να τη χαϊδεύγει….

Δεν είπενε πράμα του κοπελιού μα επαραξενεύτηκε σαν είδε πως το ξανάκαμε και την επαύριο και όχι μόνο τη χάϊδευγε με το χεράκι ντου μα ετούτη τη φορά εσίμωνε το κεφαλάκι ντου με το μάγουλο, τάξε πως αφρουκούντονε.

Έγνεψε τση γρας να ξανοίξει και θωρεί το κοπέλι να το ’χει ο ύπνος παρμένο, στη κοιλιά τζη απάνω.

Βάνει με το νου τζη… τσι προσευχές και τα παρακάλια στη Παναγία και σηκώθηκενε χωρίς να τση μιλήσει και πάει στο εικόνιζμα και κάνει το σταυρό τζη, να τω σε πέψει το καλό μαντάτο.

Σε ένα δυο μέρες εντακάρανε οι πρώτες ζαλάδες και τα βλαψίδια….

Το καλό μαντάτο ήρθενε…

Το χεράκι του κοπελιού τάξε πως ήτονε το σημάδι τση Παναγίας, πως ήρθενε η ώρα τζη να γενεί μάνα.

Εδοκίμασε την αγάπη τζη, τη πίστη και την υπομονή και ετούτη τη φορά θα δώσει η Χάρη τζη και θα τα καταφέρει σάμε τσ’ ενιά μήνες να μη ντο χάσει.

Έφερε στο κόζμο έλα υγιέστατο κοριτσάκι και πήρε τη θέση τση κούκλας στο κρεβάτι.

Μνιας κούκλας που μεγαλώνοντας την είχενε κι αυτό αγκαλιά στη (μ)ποδιά ντου και τη χτένιζε.

Οι εργάτες κάθα χρόνο κατεβαίνουνε για τη σπορά και τσ’ ελιές, χωρίς τη τσούπρα, γιατί εδά είναι κοπελοπούλα και εμπήκενε στο σκολιό.

Μοιρασμένες εδά και οι χαρές…

Τη θέση τση τσούπρας απού λείπει, επήρε το γλάνι ετούτονέ και ούλες τσι αργαδινές στο πυρόμαχο το βαστά η άλλη μάνα εδά, σάμε να ποκάμουνε οι δουλειές, να γιαγύρει οπίσω και νάχει τη ν’ αγκαλιά τση θυγατέρας τση.

Ετσά είναι οι δουλειές του Θεού και τω (γ)καλών αθρώπω…

Μνια σου και μνια μου…

Νοέμβριος 9 του είκοσι.

 

Αντώνης Κουκλινός


Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:73