Χρόνος ανάγνωσης περίπου:6 λεπτά

Οι τρίλιες που σβήνουν | της Μαρίας Πολυδούρη



[Αποσπάσματα από τη συλλογή της «Οι τρίλιες που σβήνουν», 1928]

Μόνο γιατί μ’ ἀγάπησες

Δέν τραγουδῶ, παρά γιατί μ’ ἀγάπησες
στά περασμένα χρόνια.
Καί σέ ἥλιο, σέ καλοκαιριοῦ προμάντεμα
καί σέ βροχή, σέ χιόνια,
δέν τραγουδῶ παρά γιατί μ’ ἀγάπησες.

Μόνο γιατί μέ κράτησες στά χέρια σου
μιά νύχτα καί μέ φίλησες στό στόμα,
μόνο γι’ αὐτό εἶμαι ὡραία σάν κρίνο ὁλάνοιχτο
κι ἔχω ἕνα ρῖγος στήν ψυχή μου ἀκόμα,
μόνο γιατί μέ κράτησες στά χέρια σου.

Μόνο γιατί τά μάτια σου μέ κύτταξαν
μέ τήν ψυχή στό βλέμμα,
περήφανα στολίστηκα τό ὑπέρτατο
τῆς ὕπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τά μάτια σου μέ κύτταξαν.

Μόνο γιατί μ’ ἀγάπησες γεννήθηκα
γι’ αὐτό ἡ ζωή μου ἐδόθη
στήν ἄχαρη ζωή τήν ἀνεκπλήρωτη
μένα ἡ ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ’ ἀγάπησες γεννήθηκα.

Μονάχα γιατί τόσο ὡραῖα μ’ ἀγάπησες
ἔζησα, νά πληθαίνω
τά ὀνείρατά σου, ὡραῖε, πού βασίλεψες
κι ἔτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ὡραῖα μ’ ἀγάπησες.


Θυσία

Στον κ. Γιάννη Ρίτσο

Καρδιά μου, τούτη η ώρα εδώ που εστάθη
με μια δεσποτικιά γαλήνη, κάτι
έχει βαρύ, μ’ αγγίζει σαν το μάτι
του άγριου μοιραίου που λάθεψα πως χάθη.

Ο λογισμός μου τώρα αδυνατίζει
και σκύβει σαν ο ένοχος μπροστά σου.
Καμμιά φωνή να μου φωνάζη, στάσου.
Ούτε μια ελπίδα, εντός μου να φωτίζη.

Και δεν αντέχω, θα τ’ακούσης όλα,
τίποτα δεν εσκέπασεν η λήθη.
Θα σου τα πω σαν ένα παραμύθι
καρδιά μου ερημική κι’ ονειροπόλα.

Κύτταξε το βραδάκι αυτό που κλείνει
τόση γαλήνη κι’ όταν αντικρύζη
τον κάμπο είνε σα χάδι, δε δροσίζει
όμως, μια νοσταλγία μέσα μας χύνει…

Μαντεύω απ’ τη γαλήνη σου τι θλίψη
πικρή σε τρώει φτωχή καρδιά μου κ’ έρμη.
Της ύπαρξής σου σούκλεψαν τη θέρμη
κ’ η δρόσο του καημού σούχει απολείψει.

Λουλούδι που το φως σ’ είχε αγαπήσει
έμεινες μοναχά με τη λαχτάρα,
που αργά γίνηκε φλόγα και κατάρα
τίποτα πια ’πο σε να μην αφήση.

Είδα το φως αυτό να λιγοστεύη
τότε και σένα αγάλια να χλωμαίνης.
Σούειπα, θυμάσαι; Πρέπει να υπομένης
και σούδειξα τη σκέψη που πιστεύει.

Ήταν ωραία κάποτε, θυμάσαι;
την εκαμάρωσες και συ καρδιά μου.
Αχ, η αρμονία πως ώρμησε βαθιά μου
τότε. Μα σε είδα πάλι να λυπάσαι…

Τώρα, για σένα είνε όλα τελειωμένα.
Και τη στερνή πνοούλα έχεις αφήσει.
Η σκέψη μου που μάταια έχει ανθίσει
Μαδάει σε νεκράνθια σπαραγμένα.  


Αχ, η καρδιά μου…

Αχ, η καρδιά μου νοσταλγεί,
τώρα που φεύγει η μέρα,
το ροδινό ξημέρωμα,
τον ήλιο, τον αιθέρα.

Τα παιδικά χαμόγελα,
το κύμα που απαντούσε
στο φλοίσβημα της πρόσχαρης
φωνούλας μας που αχούσε.

Τη βάρκα που λικνίζοταν
στη μέθη μας του ονείρου,
το αβρό τραγούδι που έσμιγε
τη σιγαλιά του απείρου.

Τη χαραυγή που ρόδιζε
τα σεντεφένια πλάτια,
την πεθυμιά την άχραντη
στ’ αγγελικά μας μάτια.

Αχ, η καρδιά μου νοσταλγεί,
τώρα που η μέρα σβήνει,
της ομορφιάς το πέρασμα,
τη νειότη που μ’ αφήνει.  


Έλα γλυκέ…

Έλα γλυκέ, κι’ αν φτάνη η νύχτα
και το σκοτάδι δε σ’ αρέση,
αστέρινο θαμπό στεφάνι
η αγάπη μου θα σου φορέση.

Στο ταραγμένο μέτωπό σου
αργά τα δάχτυλα θα σύρω
κι’ ό,τι είνε πάθος στην καρδιά σου
θ’ ανθίση δάκρια και μύρο.

Θα σου καρφώσω ένα λουλούδι
τ’ όνειρο πάνω στην καρδιά σου,
θα πλέξω τα ξερά τα φύλλα
με τα κατάχλωρα μαλλιά σου.

Το δέσμιο πόθο μου θ’ αφήσω,
μια πεταλούδα ναρκωμένη,
κ’ έτσι στα χείλη σου θα νοιώσης
κάτι σα γύρη να σου μένη.

Έλα γλυκέ κι’ ας φτάση η νύχτα.
Θα φέγγη η νειότη σου με θλίψη
το σκοτεινό να υφαίνω πέπλο
που ηδονικά θα με καλύψη.  


Ματαιότης

Κρυφά, βουβά τα δάκρυα του καημού
στέγνωσαν στα χλωμά τα μάγουλά μου
και στάθηκα το νόημα του χαμού
ζητώντας άθελά μου.

Και στάθηκα ρωτώντας το γιατί
στα πλούσια, στα περήφανα στολίδια
κ’ είπα, νάταν η αγάπη τάχα αυτή;
η ζωή μην ήταν η ίδια;

Και στάθηκα ρωτώντας το γιατί
εκεί που άλλοτε η νειότη μου ευωδούσε
κι’ άκουσα μια φωνή, μια βαρετή
φωνή που προβοδούσε.

Κ’ έμεινα εκεί στημένη, ως που σιγά
το ρώτημα σε γέλιο απολιθώθη
και το βαθύ σκοτάδι που σιγά
στα μάτια μου καρφώθη.

Καμμιά φωνή δε φτάνει απ’ τα πολλά
τα δυνατά πριν ’πο μένα πήγαν.
Οι γνωστικοί με κύτταξαν καλά
κ’ είπαν πως είμαι φάντασμα και φύγαν.


“Σωτηρία”

Ας περάσει πια η μέρα με το φως της.
Η νύχτα γιατί τόσο αργοπορεί;
Στων πεύκων τις σκιές μια πολυθρόνα
με καρτερεί.

Των θαλάμων θα σβήσουνε τα φώτα
κι’ ο ύπνος θάρθη σα λιγοθυμιά.
Ένα αδειανό κρεββάτι, εδώ δίνει
εντύπωση καμμιά.

Θα με διπλώση το σκοτάδι κι’ όπως
μέσ’ στις βαθιές σκέψεις θα μπερδεφτώ,
πως είμαι θα πιστέψω πάλι κάτι
από τον κόσμο αυτό.

Μέσα στο φόβο θα βαθαίνη η νύχτα
όταν ο άνεμος θάρθη ξαφνικά.
Ο ευκάλυπτος τα μαλλιά του θα τινάξη
και των ονείρων μαζί τα μυστικά.

Το μυστικόν αγώνα θα γροικάω
του φθινοπώρου, ανίκητος εχθρός.
Θα με λικνίζη χαρωπό τραγούδι
ο απελπισμένος θρος.

Κι’ αν δεν την καρτερώ, ξέρω πως θάρθη
η γάτα αυτή που νυχτοπερπατεί,
μια γάτα που δεν ξέρει τι είνε χάδι
και δεν το δίνει και δεν το ζητεί.

Στα πόδια μου κοντά κάθεται μόνο,
αδιάφορη στο κρύο το παγερό,
διακριτικά το βλέμμα μου αποφεύγει
κ’ είνε σα να με ξέρη από καιρό.


(Για δες αγάπη μου…)

Για δες αγάπη μου μακριά, πόσο μακριά είναι οι κήποι
και κρίμα, δεν είναι ούτε αυγή και μόλις ξεκινάμε.
Θα μας ρημάξη η κακωσιά και θα μαράνη η λύπη
την ακριβή μας τη χαρά, πως ταιριασμένοι πάμε.

Στέρξε να μείνουμε σε μια του δρόμου μας γωνούλα,
κάτω στον ίσκιο μιας εληάς – ήσκιε μου εμπιστεμένε.
Και γω θα δης με των φιλιών τη δροσερή πηγούλα
θα σου γιομίσω την καρδιά λουλούδια, αγαπημένε!  


Πάντα γυρίζω

Πάντα γυρίζω εκεί προς τα χαράματα
της όμορφης αγάπης μας. Μην τύχη,
φοβάμαι, το μοιραίο να συντύχη
και φύγουν για τ’ αγύριστα περάματα.

Θαρρώ ζωή της δίνω ανακαλώντας
τα πρωτινά φεγγοβολήματά της,
το ανόθευτο μεθύσι μας κοντά της
τα δώρα της περίσσια σπαταλώντας.

Κι’ αναζητώ το βλέμμα σου γεμάτο
μιαν αφοσίωση αστέρευτη, σαν έννοια,
σαν έλξη νάταν όλα μαγνητένια,
τόσο όμορφο ήταν, τόσο ήταν γεμάτο.

Αχ! ο κρυφός καημός που μου κρατάει
τη σκέψη σκλαβωμένη στο πρωτάνθι,
ενώ γύρω μας περισσεύουν τάνθη
που αμέριμνα η αγάπη μας σκορπάει.  


Κοντά σου

Κοντά σου δεν αχούν άγρια οι ανέμοι.
Κοντά σου είνε η γαλήνη και το φως.
Στου νου μας τη χρυσόβεργην ανέμη
ο ρόδινος τυλιέται στοχασμός.

Κοντά σου η σιγαλιά σα γέλιο μοιάζει
που αντιφεγγίζουν μάτια τρυφερά
κ’ αν κάποτε μιλάμε, αναφτεριάζει,
πλάι μας κάπου η άνεργη χαρά.

Κοντά σου η θλίψη ανθίζει σα λουλούδι
κι’ ανύποπτα περνά μέσ’ στη ζωή.
Κοντά σου όλα γλυκά κι’ όλα σα χνούδι,
σα χάδι, σα δροσούλα, σαν πνοή.  


Σαν πεθάνω

Θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική του Απρίλη,
όταν αντικρύ θανοίγη μέσ’ στη γάστρα μου δειλά
ένα ρόδο – μια ζωούλα. Και θα μου κλειστούν τα χείλη
και θα μου κλειστούν τα μάτια μοναχά τους σιωπηλά.

Θα πεθάνω μιαν αυγούλα θλιβερή σαν την ζωή μου,
που η δροσιά της, κόμποι δάκρι θα κυλάη πονετικό
στο άγιο χώμα που με ρόδα θα στολίζη τη γιορτή μου,
στο άγιο χώμα που θα μου είνε κρεβατάκι νεκρικό.

Όσα αγάπησα στα χρόνια της ζωής μου θα σκορπίσουν
και θαφανιστούν μακριά μου, σύννεφα καλοκαιριού.
Όσα μ’ αγάπησαν μόνο θάρθουν να με χαιρετίσουν
και χλωμά θα με φιλάνε σαν αχτίδες φεγγαριού.

Θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική του Απρίλη.
Η στερνή πνοή μου θάρθη να στο πη και τότε πια,
όση σου απομένει αγάπη, θάναι σα θαμπό καντύλι
– φτωχή θύμηση στου τάφου μου την απολησμονιά.

Μαρία Πολυδούρη

[Αποσπάσματα από τη συλλογή της «Οἱ τρίλιες πού σβήνουν», 1928]


(01/04/1902-29/04/1930)

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:128