Χρόνος ανάγνωσης περίπου:30 λεπτά

Πριν 134 χρόνια γεννήθηκε ο λυρικός Ναπολέων Λαπαθιώτης

Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης (31 Οκτώβρη 1888 – 7 Γενάρη 1944) εμφανίστηκε στα γράμματα πολύ νωρίς. Η ποίησή του είναι παραδοσιακή και ξεχωρίζει για τη μελαγχολική της διάθεση και την έντονη μουσικότητά της. Ο Λαπαθιώτης ήταν ένας τύπος μποέμ της εποχής του, πολλές φορές αυτοσαρκαστικός και πεσιμιστής. Ο πόλεμος του ’40 τον βρίσκει εξαθλιωμένο από τη φτώχεια και από τη μακρόχρονη χρήση ναρκωτικών. Στις 7 Γενάρη του 1944 δίνει τέλος στη ζωή του με περίστροφο. Σύμφωνα με επιθυμία του, έμεινε άταφος περίπου τρεις μέρες, για το φόβο της νεκροφάνειας…
Θυμόμαστε τον λυρικό ποιητή και παραθέτουμε ένα βιογραφικό κείμενο που δημοσιεύτηκε το 1984 στο περιοδικό «Νέα Εποχή», το πεζογράφημα του Λαπαθιώτη με τίτλο «Τραγούδι για το ξύπνημα του προλεταριάτου», που δημοσιεύτηκε τον Φλεβάρη του 1932 στο περιοδικό «Νέοι Πρωτοπόροι», και δεκατέσσερα ποιήματά του, από τα οποία τα τέσσερα σκωπτικά.
Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης σε νεαρή ηλικία

Για να βιογραφήσεις ένα λογοτέχνη που έρχεται από τον περασμένο αιώνα, ή από τις αρχές του δικού μας, είσαι αναγκασμένος να διασχίσεις μια ιστορία λογοτεχνίας γεμάτη εναλλαγές. Πλήθος ιδεολογικά και λογοτεχνικά κινήματα διαγωνίζονται ποιο να επικρατήσει το ένα πάνω στο άλλο, για τη διαμόρφωση των κοινωνικών και πολιτικών συνειδήσεων των ανθρώπων της εποχής. Ο άνθρωπος είναι ιστορία. Σε μια πορεία πενήντα χρόνων αλλάζει συνεχώς ιδέες, συνείδηση, αισθητικές αντιλήψεις, συνήθως προς τα μπρος αλλά και προς τα πίσω. Αυτό εξαρτάται κάθε φορά από το ποιες κοινωνικές δυνάμεις βρίσκονται στο προσκήνιο, από το συσχετισμό τους.

Η Ελλάδα ως το τέλος του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου ήταν μια ήρεμη κλειστή θάλασσα. Κάπου κάπου κάποιος σφοδρότερος αέρας την αναστάτωνε στιγμιαία, προκαλούσε μερικές αλλαγές και πάλι ξανάβρισκε τη γαλήνη της. Έτσι συνέβηκε με το κίνημα στο Γουδί το 1909, έτσι και με την αγροτική ανταρσία στη Θεσσαλία το 1910, με την κυβέρνηση της Εθνικής Άμυνας στη Θεσσαλονίκη το 1916. Η πάλη περιορίζονταν μέσα στους κόλπους της αστικής τάξης, η οποία άλλωστε λόγω της εξάρτησης της χώρας από τους ξένους, ήταν τόσο αναιμική. Η εργατική τάξη, κυρίως χειρονακτική, – αφού έλειπε η βιομηχανία -, συγχέονταν με την τεράστια μάζα της φτωχολογιάς των πόλεων και της υπαίθρου.
Πάνω σ΄ αυτόν τον καμβά θα χρειαστεί να σημειώσει ο ιστορικός ή ο μελετητής της λογοτεχνίας τα αισθητικά ρεύματα και τις τοποθετήσεις απέναντι σ’ αυτά των ποιητών και των πεζογράφων. Τι θα μπορούσε να είναι τα ρεύματα αυτά σε μια χώρα τέτοια που τη σκιτσάραμε παραπάνω; Καχεκτικά, απήχηση ξένων ρευμάτων, που και κείνα βρίσκονταν σε διάσταση με μια πραγματικότητα δυσάρεστη για τους δημιουργούς τους. Πανίσχυρος τότε ο εστετισμός και ο αισθησιασμός στην τέχνη. Την αφετηρία τους θα την ανακαλύψουμε στο τέλος του 19ου αιώνα στους ωραιολόγους, τους θαυμαστές και μιμητές του Γκαμπριέλ ντ’ Αννόυντζιο, του Εντγαρ Πόε, του Φρ. Νίτσε, του Όσκαρ Ουάιλντ, στο Νιρβάνα, τον Επισκοπόπουλο, το Ντίνο Θεοτόκη, το Κ. Χρηστομάνο, το Ροδοκανάκη, τον Καμπόση, το Δημ. Χατζόπουλο, το Ζαχαρία Παπαντωνίου.

Αλλά ο Λαπαθιώτης εκτός από εστέτ ήταν και ωραιοπαθής. Σε πολλά δε φοβόταν να μιμείται τον Ουάιλντ, στο ντύσιμο, στο χτένισμα, στην κίνηση και στην προκλητικότητα. Όλα αυτά υποθάλπονταν από τους γονείς του, τους πλούσιους και τους καλλιεργημένους. Κυπριακής καταγωγής ο πατέρας του, ως στρατιωτικός έφτασε στο βαθμό του αντιστράτηγου και ως μαθηματικός δίδαξε στο Πολυτεχνείο, στη Σχολή Ευελπίδων, διετέλεσε βουλευτής, προσωπάρχης του Υπουργείου Στρατιωτικών και Υπουργός των Στρατιωτικών του Στρατιωτικού Συνδέσμου (1909). Ο ποιητής γεννήθηκε το 1888. Τον βάφτισαν και του δόσαν το ηχηρό όνομα Ναπολέων! Κείνα τα χρόνια τα παλιά, ήταν ιδανικό να είσαι στρατιωτικός, πιο κυριολεχτικά, στρατιώτης. Οι πατεράδες ανάθρεφαν τα παιδιά τους με την ιδέα της πατρίδας. Τα ετοίμαζαν για ελευθερωτές των αλύτρωτων. Σκεφτείτε, τι όνειρα έφτιαχνε για το γιο του ο στρατηγός Λεωνίδας -μάλιστα – Λαπαθιώτης, για να τον βαφτίσει Ναπολέων! Και βέβαια αυτός ο Ναπολέων δε δικαίωσε ποτέ ούτε το όνομα του, ούτε τις προσδοκίες του πατέρα του. Έγινε ποιητής! Μήπως ποιητής πατριωτικός; Κάθε άλλο. Ένας από τους «καταραμένους». Αλλ’ αντ’ άλλων, δηλαδή.

Τ’ όνειρο μου πια δεν είναι να χαρώ, μήτε να ζήσω,
μα να πω μια λέξη μόνο, σα μια φλόγα, – και να σβήσω.

Κι όσο ζω, κι όσο μαθαίνω, τόσο νιώθω, αλίμονο μου,
το βαθύ και το μεγάλο κι απροσμέτρητο κενό μου…

Μόνος ήρθα, κάποιο βράδι, μόνος πόνεσα για λίγο,
μόνος έζησα του κάκου, – κι όπως ήρθα και θα φύγω.

Το ποίημα αυτό δημοσιεύτηκε στο διπλό τεύχος της «Νέας Εστίας», 1 -15.1.1944 μαζί με την αναγγελία της αυτοκτονίας του, με τίτλο «Αποχαιρετισμοί στη μουσική», επίτιτλο «ανέκδοτοι στίχοι» και υπότιτλο σε παρένθεση «Στίχοι της παλιάς τεχνοτροπίας».
Αν πάρουμε για τελευταίο ποίημα του Λαπαθιώτη τους «Αποχαιρετισμούς» και για πρώτα όσα δημοσίεψε στο περιοδικό των νέων «Η Ηγησώ» (1907-1908) και αντιπαραβάλουμε το περιεχόμενο τους, θα διαπιστώσουμε πως ο θάνατος κυριαρχεί:

Όλη η ψυχή μου είναι ένας Θάνατος,
Είμαι ένας Θάνατος μα ζωντανός…

Πάντοτε το ίδιο μοτίβο, η πληθώρα των υποκοριστικών, όπως το παρατήρησε ο καθηγητής Μ. Γ. Μερακλής, ο πόνος, η θλίψη, τα δάκρυα. Το τέλος καλά ο θάνατος, μα και η αρχή; Στα ποιήματα που δημοσίευσε στο μοναδικό τόμο του περιοδικού, διαρκώς ακούγονται λυγμοί, κάθε άλλο παρά πειστικοί. Μόνο σε ένα από αυτά, για το θάνατο της γιαγιάς από το αντικρυνό το σπίτι, η ατμόσφαιρα διαφέρει. Και περίεργο έχει μονάχα ένα υποκοριστικό:

Απόψε πέθανε η γιαγιά στο αντικρυνό το σπίτι.
Ένα κερί θαμπό – θαμπό στο τζάμι σιγοτρέμει,
Κλαίει με πικρό παράπονο σε μια γωνιά η ανέμη…
Απόψε πέθανε η γιαγιά στο αντικρυνό το σπίτι…

Την υστερνή της την πνοή την άρπαξε το αγέρι,
Όλα τα μύρα κ’ οι δροσιές ολόγυρα της ήσαν,
Ήρθαν αγάλια οι άγγελοι και τη γλυκοφιλήσαν…
Σαν κύμα μόνο τα παιδιά ψυχομαχούν κ’ οι γέροι…
Την υστερνή της την πνοή την άρπαξε το αγέρι…

Συχνά μιλούν για τη μεγάλη και πλούσια σε εκλεχτά βιβλία βιβλιοθήκη του Λαπαθιώτη, για την πρώτη θέση που κρατούσαν τα έργα και τα πορτραίτα του Όσκαρ Ουάιλντ. Οι Γάλλοι και οι άλλοι δυτικοί συμβολιστές στη γλώσσα τους, σε ωραίες εκδόσεις, πιάναν τα περισσότερα ράφια της. Ο συμβολισμός δεν ήταν ο μόνος που επηρέαζε την ποίηση αυτού του καιρού. Όμως ανεξάρτητα από ρεύματα φιλολογικά, κείνο που έχει σημασία είναι ότι οι ποιητές, που τα ακολουθούσαν κλείνονταν στον εαυτό τους και αδιαφορούσαν για τις συγκρούσεις στην κοινωνική αρένα, από τις οποίες αργά ή γρήγορα θα εξαρτιόταν η τύχη της χώρας, του λαού, η οικονομική και πολιτική ζωή, οι κατευθύνσεις των τεχνών και των γραμμάτων. Η ιδεολογία του Λαπαθιώτη, του Τέλλου Άγρα, του Στασινόπουλου, του Παναγιωτόπουλου και τόσων άλλων ήταν εντελώς ατομιστική.

Μόνο ο κύκλος του «Νουμά» χάραξε άλλους δρόμους από τότε που ο Γ. Σκληρός έδοσε το τόσο πια γνωστό βιβλίο του «Το κοινωνικόν μας ζήτημα». Η ποίηση, η πεζογραφία, το θέατρο, το δοκίμιο απαλλάσσονται από τον άκρατο υποκειμενισμό, για ν’ αντλήσουν δύναμη από το σοσιαλιστικό ιδανικό, από την επαφή των δημιουργών τους με τα κοινωνικά στρώματα της εργατιάς, της αγροτιάς και των μικροαστών. Ο κύκλος αυτός βέβαια ήταν στενός, ένα μικρό τμήμα του δημοτικιστικού εκπαιδευτικού και λογοτεχνικού κινήματος. Όμως δε θ’ αργούσε να υπερισχύσει όλων των άλλων. Ο πόλεμος, η ταξική πάλη σε διεθνική κλίμακα έφερναν όλο και περισσότερο το προλεταριάτο στο ρόλο του ρυθμιστή μιας νέας τάξης πραγμάτων στον κόσμο. Από διαίσθηση καταλάβαιναν την αλλαγή και τα πιο αδιάφορα και εγωιστικά άτομα. Η πρόοδος στο απελευθερωτικό ζήτημα τους κατεύθυνε προς τον εθνικισμό, πράγμα, που τους περισσότερους ανθρώπους των γραμμάτων και της διανόησης τους απομάκρυνε πιο πολύ από τη ρεαλιστική ιδεολογία.

Η οικογένεια του Λαπαθιώτη όσο κι αν ταλαντεύτηκε μερικές φορές, δεν άλλαξε πλεύση, ήταν γενικά δημοκρατική. Αλλά ο γιος της κι όταν ακόμα εγκατέλειπε την εφηβεία, δεν ανακάτευε την πολιτική με την τέχνη. Περιορίζονταν στις απολαύσεις του σώματος και του πνεύματος με τον τρόπο του Καβάφη. Άφηνε στην άκρη την κοινωνική επανάσταση, ίσως γιατί τον απασχολούσε ολοκληρωτικά η επανάσταση των κενών λόγων. Στα 1914 περπατούσε στα είκοσι έξι χρόνια του. Οι Βαλκανικοί πόλεμοι είχαν επεκτείνει τα σύνορα της Ελλάδας στην Ήπειρο και τη Μακεδονία κι ο Ναπολέων της λογοτεχνίας καλούσε με το μανιφέστο του από τις σελίδες του «Νουμά» τους νέους «που βράζει μέσα τους το αίμα, κι είναι καλεσμένοι γι’ αυριανούς θριάμβους, να συντρίψουμε τα είδωλα και να μπούμε εμείς μπροστά. Να ρίξουμε ό,τι ξέρουμε για ψεύτικο και για πλαστό, να σεβαστούμε μονάχα, ό,τι στέκεται Ιερό και ό,τι καθοσίωσεν η Αγνή Έμπνευση. Σας περιμένω».

Θα έλεγε κανείς, διαβάζοντας τούτο το μανιφέστο, ή παρακολουθώντας άλλες ενέργειες του, πως ο Λαπαθιώτης παρά τα κοσμογονικά γεγονότα της εποχής, εξακολουθεί να κατασκευάζει καταιγίδες σε μια λεκάνη νερό. Δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα αυτό, όμως επειδή μοιράζεται σε πολλά πράγματα ασύνδετα μεταξύ τους, τον βλέπουμε να γράφει, ταυτόχρονα μάλιστα, προτρεπτικά πατριωτικά ποιήματα, σελίδες ζωής από τη ρομαντική εποχή της Αθήνας, να εντρυφά στη ζωή των τεκέδων της Πειραϊκής ακτής. «Μας κράζ’ η Ελλάδα, αρρενωπά κρατώντας το μαντήλι», είναι ο τίτλος ενός ποιήματος:

…Πιαστήτε, Λεβεντάντρες μου,
Όλοι μαζί.
Πέστε το ναν τ’ ακούσουνε,
– η Ελλάδα ζη.

(Έτσι που βοούν τα στήθια σας,
Βαρειά, γοερά,
Μήτ’ ο άραχλος, ο θάνατος,
Δεν τα νικά…) 

Στο τέλος της νουβέλας του «Κάπου περνούσε μια φωνή… (Σελίδα μιας Αθήνας περασμένης)», που δημοσιεύτηκε στη «Νέα Εστία» το φθινόπωρο του 1940 σημείωνε τη χρονολογία Ιούλιος – Αύγουστος 1915. Προηγουμένως, στα 1931-1932, είχε δημοσιεύσει στο περιοδικό «Μπουκέτο» την άλλη νουβέλα του «Το τάμα της Ανθούλας». Σε πεζό λόγο έγραφε κυρίως πεζοτράγουδα ή στοχασμούς, κατά τη μόδα παλιάς εποχής, της νεότητας του. Συνθέσεις του σαν τις παραπάνω νουβέλες δεν συνάντησα άλλες στις γενικές έρευνες μου. Μόνο ένα διήγημα του με αντιπολεμικό περιεχόμενο αναδημοσιεύτηκε στη «Νέα Εστία» (310/15.11.1939) από πολύ παλιότερο τεύχος του «Μπουκέτου». Ο τίτλος του «Το γυαλένιο μάτι». Οι νουβέλες μιλούν για εποχές που δεν απέχουν πολύ μεταξύ τους. Φαίνεται πως με την κήρυξη του Δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, ο Λαπαθιώτης, είχε αποφασίσει να θέσει τέρμα στη ζωή του και βάλθηκε να σκέπτεται τι θα κάνει με τη βιβλιοθήκη του, με τα χειρόγραφα του, με τα χειρόγραφα του πατέρα του, τα διάφορα αντικείμενα αξίας ή ιστορικά. Για τις δημοσιεύσεις του χρησιμοποιούσε τη «Ν. Εστία». Εκεί έδοσε δυο μελέτες του πατέρα του για τη στρατιωτική τέχνη των αρχαίων Ελλήνων και τα δικά του πεζά, ποιήματα, στοχασμούς κ.α.

Ο χώρος και στις δυο νουβέλες είναι οι φτωχογειτονιές της Αθήνας και του Πειραιά, οι ταβέρνες, οι τεκέδες, οι φυλακές. Οι ήρωες, οι περισσότεροι εργάτες, ταβερνιάρηδες, γυναίκες της γειτονικής αυλής. «Η παρέα που το τραγουδούσε (το παλιό τραγούδι), ήταν οκτώ εννιά νομάτοι όλοι όλοι. Κατέβαιναν αργά με την κιθάρα – μια κιθάρα κι ένα μαντολίνο (έλειπε, μονάχα, η φυσαρμόνικα – η «μεσοφωνία», καθώς τη λέγαν τότε – γιατί ο Τάσος, ο κουρέας, που την έπαιζε, έτυχ’ εκείνη τη βραδιά να πάει εκδρομή, με κάτι συντεχνίες, στην Πεντέλη), κατέβαιναν αργά, χωρίς να βιάζουνται, από τα πίσω, ακριβώς, του λόφου του Σταδίου, και προχωρούσαν κατά το Παγκράτι… Πρώτη φωνή του «κόρου» της παρέας ήταν του Σωτήρη, του τσαγκάρη… Οι άλλοι ήταν όλοι, ένας κι ένας: Ήταν ο Σπύρος, ο «υδραυλικός» …ήταν τ’ Αλεκάκι το περίφημο, ένας μικρός αραμπατζής… ήταν ο Λευτέρης ο «κουμπάρος», ο καφετζής… ήταν ο Μήτσος… ο Μελέτης, ο Ελευσινιώτης, ο επικαλούμενος «Ψηλέας», που τόχε βάνει πρόγραμμα να γίνει φραγκοράφτης, ο μαρμαράς ο Στέλιος – το «Στελάκι»…».
Αυτοί είναι οι ήρωες στο «Κάπου περνούσε μια φωνή…» Στο «Τάμα της Ανθούλας» πρωτοεμφανίζεται ο Νότης ο Αυγουστής, το καλαματιανάκι, νεοσύλλεκτος. Από την Αθήνα κατεβαίνει στον Πειραιά με το τραίνο. Καθώς τραβούσε για τα Κρητικά, βρήκε στο δρόμο το Σκουντή το Λια, και πήγανε, κ’ οι δυο μαζί, ως την ταβέρνα του μπάρμπα Σταμάτη. Στο τέλος ήρθε κι ο Σταμάτης, ο Λεβεντιάς, ο κάπελας. Ήρθε κ’ η μικρή του εγγονούλα. Ήρθε κ’ η κυρά Λέγκω, η γυναίκα του κι άρχισαν όλοι μαζί να τον πειράζουν και να τον καμαρώνουν. Στ’ αντικρινό παράθυρο φάνηκε η Ανθούλα, η πιο μικρή απ’ τα κορίτσια του μπάρμπα Σταμάτη… Όταν έκλεισε κ’ η μάντρα του Σταμάτη, ο Νότης με το Νάσο και το Νίκο, τράβηξαν για το Πασαλιμάνι. Έκοψαν μέσα απ’ τα στενά και βγήκαν ίσα στη Φρεαττύδα. Δυνάμωσαν το βήμα. Έκαναν το γύρω της Πειραϊκής, αμίλητοι – κ’ έφτασαν σ’ έναν ήσυχο κολπίσκο, ένα μικρό μυχό της Χερσονήσου. Εκεί ήταν ο ντεκές του Νταλαβέρη…
Ο αριστοκράτης και μοσκαναθρεμμένος Ναπολέων έκανε πολλές ζωές. Και με τον καλό κόσμο, αλλά και με τον υπόκοσμο. Τόση σημασία δεν είχε ο υπόκοσμος, όση η οικειότητα του με τους ήρωες του και στις δυο νουβέλες. Τελικά, αν δεν ξέκοψε εντελώς με τον καλό κόσμο, οι προτιμήσεις του γύρανε προς τον κάτω λαό, προς τους ανθρώπους της δουλιάς. Η γλώσσα της μαγκιάς, δεν είναι του υπόκοσμου. Τα υποκοριστικά αυτή τη φορά δεν είναι τα γλυκανάλατα των ποιημάτων του, αλλά το αλάτι της «αργκώ» της εργατιάς των συνοικιών των αστικών κέντρων. Την ιδιωματική αυτή γλώσσα τη χρησιμοποίησαν σε ειδικές περιπτώσεις ο Πάλλης, ο Μαλακάσης και ο Βάρναλης. Οι δυο πρώτοι σε ηθογραφικά τους ποιήματα. Σ’ αυτή την ποίηση είχε διακριθεί στην πρώτη δεκαετία τούτου του αιώνα ένας Πανταζής με το ψευδώνυμο Κάιν. Έγραψε στα περιοδικά τα «Τραγούδια του Βλάμη». Ο Βάρναλης, ο Πέτρος Πικρός, τη συνάρτησαν μετά το 1920 και με την εργατική ιδεολογία. Η χρήση αυτής της γλώσσας στα πεζά κείμενα του Λαπαθιώτη παίρνει κάποια τέτοια χροιά.

Η κλίση αυτή προς το φτωχό κόσμο του μεροκάματου αργότερα ταυτίστηκε με την κοινωνικοπολιτική του ιδεολογία. Αυτός ο τόσο ιδιόρρυθμος άνθρωπος με τις τόσες ευαισθησίες, που τον εμπόδισαν να διαμορφωθεί σαν ενιαία κοινωνική συνείδηση, δε σταμάτησε την πορεία του προς τον κόσμο που οικοδομεί το μέλλον. Περπάτησε σταδιακά, όπως τον πήγαιναν τα γεγονότα. Στα 1916 βγαίνει από τις στήλες του «Νουμά» (597 / 20.8.1916) με το σονέτο του «Κραυγή» και ζητάει την προστασία των Γάλλων:

Ψυχή των Γάλλων, ω έλα μας προστάτης!
Έλα, γιατί μας έπνιξαν οι Πρώσσοι
-κι ακαρτεράμε, πάγκαλο ένα φως
εμάς, τους πράους, να ρθή να μας λύτρωση!

Το επόμενο βήμα τον φέρνει στο εργατικό κίνημα. Ύστερα από την Οχτωβριανή επανάσταση, την ενοποίηση του εργατικού συνδικαλιστικού και πολιτικού κινήματος, ο Λαπαθιώτης δέχεται μ’ έναν μονιμότερο τρόπο την ιδέα του σοσιαλισμού. Ένας από τους ηγέτες του σοσιαλιστικού κινήματος, που πήρε μέρος στο ιδρυτικό συνέδριο του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδος -κατόπιν μετονομάστηκε σε Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας -, ήταν και ο Νίκος Γιαννιός, Κωνσταντινοπολίτης στην καταγωγή, ιδιαίτερος γραμματέας του Ψυχάρη ένα διάστημα στο Παρίσι. Αρχισυντάκτης του «Ριζοσπάστη» στην έκδοση της Θεσσαλονίκης (1916) και κατόπιν της Αθήνας ως το 1918, διαφώνησε νωρίς με τον εκδότη του Γιάννη Πετσόπουλο και με την ηγεσία του κόμματος, αποχώρησε και επιδόθηκε στην έκδοση εφημερίδων. Μια απ’ αυτές ήταν και η καθημερινή αθηναϊκή «Κοινωνία» Δεν αντιπολιτεύονταν μόνο το νέο κόμμα μα και το «Νουμά», που έπαιζε το ρόλο του ανεξάρτητου φιλολογικού οργάνου του ΣΕΚΕ. Συζητήσεις, διαφωνίες, συγκρούσεις ιδεολογικές χωρίς τέλος. Ο Λαπαθιώτης άγνωστο πώς συνδέθηκε με την «Κοινωνία» και σ’ αυτή δημοσίεψε τα δυο παρακάτω γράμματα. Το ένα το απευθύνει στο Γιαννιό και το άλλο στα φιλολογικά περιοδικά του καιρού εκείνου. Έχουν σημασία αυτά τα γράμματα, γιατί δόσαν αφορμή να θιγεί το θέμα το σχετικό με το ρόλο των διανοουμένων στην κοινωνία.

Η επιστολή που έστειλε ο Ν. Λαπαθιώτης στον αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο Παπαδόπουλο την 1-5-1927, με την οποία δηλώνει την επιθυμία του να παύσει να λογίζεται μέλος του «θρησκευτικού ποιμνίου» του.

Στα σχόλια της η εφημερίδα έγραφε: «τα γράμματα του Λαπαθιώτη δεν πρέπει να περάσουν απαρατήρητα. Σημειώνουν έναν καινούριον σταθμόν μέσα στην πνευματικήν εξέλιξιν των διανοουμένων μας… Χαιρόμεθα που ο κ. Ν. Λαπαθιώτης πρώτος προσέρχεται μ’ ενθουσιασμό στον σοσιαλισμό. Ο κ. Λαπαθιώτης μπορούμεν να πούμε, (ήταν) και ο πλέον μυστικιστής εκ των νέων ποιητών μας. Είχεν ακολουθήση εσφαλμένην κατεύθυνσιν. Η καρδιά δεν του έλειπεν, η ζωντάνια του, η ειλικρίνεια του τον έφεραν στον ίσιον δρόμον».
Το δεύτερο γράμμα του Λαπαθιώτη, αυτό που είχε στείλει σε διάφορα περιοδικά:

«Φίλε κύριε. Επειδή συμβαίνει να είμαι από χαρακτήρας, συνειδήσεως, αισθήματος και νου βαθύτατα ανθρωπιστής, και τώρα τελευταία, με την έξαφνη και επιτακτική φωνή του Σοσιαλισμού, που απλώνεται και γιγαντώνει ολημέρα τον κόσμο, ένας από τους πιο υπερήφανους και τους πιο ταπεινούς κήρυκες της Ιδέας, – δε θα ήθελα ποτέ, μα ποτέ, σ’ αυτό το αναμεταξύ να δώσω συνεργασία σε περιοδικά, που, ενώ απ’ τη μια μεριά δεν πληρώνουν το μεγάλο ΣΚΟΠΟ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ, καθώς τον εννοώ ΕΓΩ, – απ’ την άλλη, κυκλοφορούν σε χέρια αστών, κι έχουν, τα ίδια, προέλευσην αστική.

Σ’ αυτό το ζήτημα, θέλω να είμαι, και θα είμαι, απολύτως αδιάλλακτος. Δε θέλω να πω μ’ αυτό, πως παύω τις κοινωνικές μου σχέσεις και τις καθημερινές φιλίες με τους ανθρώπους, που δε συμμερίζονται, είτε από έλλειψη μορφώσεως, είτε από πλήρη άγνοια του ζητήματος, τις φωτεινές ιδέες που μ’ εμπνέουν και που υπηρετώ – αλλά πιστεύω απ’ την άλλη, πως δεν υπάρχει κανένα είδος ανάγκης να κάνω και το παραμικρό που να με βγάνη απ’ τα όρια των πεποιθήσεων μου.

Και μ’ αυτό, χωρίς καμμιά λύπη και δίχως καν ίχνος καμμιάς καλλιτεχνικής ιδιοτροπίας, καθώς θα ήθελαν να το πιστέψουν μερικοί – δε θα δώσω συνεργασία στο καλό σας περιοδικό.
Αντίγραφο αυτής της επιστολής έστειλα ταυτοχρόνως προς τα περιοδικά «Βωμός», «Νέοι», «Αύρα», «Πυρσός», «Συμπόσιον» και «Διονύσια» που είχαν την καλωσύνην και την ευγένεια να μου ζητήσουν.

Με κάθε ειλικρίνεια και φιλία

ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ»

Το γράμμα και η προσχώρηση του Λαπαθιώτη στο σοσιαλιστικό κίνημα έκανε αίσθηση. Ο «Νουμάς», που τα είχε χαλασμένα με το Γιαννιό, του επιτέθηκε του ποιητή, αλλά έμμεσα, χτυπώντας το σοσιαλιστή ηγέτη. Και στην «Κοινωνία» γράφτηκαν ενδιαφέροντα πράγματα για τις σχέσεις ή αντιθέσεις εργατών και διανοουμένων. Από όσα στοιχεία υπάρχουν, και αυτά δεν είναι λίγα, βεβαιωνόμαστε ότι ο ποιητής δεν άλλαξε ιδεολογία, αν και η συμμετοχή του δεν ήταν ούτε δραστήρια ούτε αδιάκοπη. Η πολιτική του τοποθέτηση δεν καθρεφτίζεται στην ποίηση του. Με πολλούς λογοτέχνες συμβαίνει αυτό. Ένας λόγος εξηγεί περισσότερο από άλλους το φαινόμενο. Η πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα διαρκώς άλλαζε, δεν υπήρξε ποτέ ομαλότητα, συχνά η τρομοκρατία, στρατιωτική, αστυνομική, παρακρατική, εξαφάνιζε την ελευθερία της έκφρασης των ιδεών.

Ο Βάσος Βαρίκας σ’ ένα βιβλιοκριτικό σημείωμα του στο «Βήμα» του 1964 έγραφε: «σημειώνω ενδεικτικά τη συμπάθεια, που από τα πρώτα χρόνια του Μεσοπόλεμου, σύμφωνα με αδιαμφισβήτητες μαρτυρίες, έδειχνεν ο Λαπαθιώτης προς το σοσιαλιστικό κίνημα, φτάνοντας ως το σημείο να παρακολουθεί ακόμα και δημόσιες συγκεντρώσεις, και που συνεχίστηκε ως το τέλος της ζωής του, αφού και στην πλήρη κατάρρευση του, κατά την κατοχή, δεν αρνιόταν να φιλοξενήσει στο σπίτι του «παράνομους». Οι νύξεις στο έργο του είναι ελάχιστες. Και αναρωτιέμαι αν η προσφορά και άλλων άγνωστων στοιχείων δε θα τροποποιούσε, λίγο ή πολύ, την εικόνα του ανθρώπου, έστω και στις λεπτομέρειες…» Ο Τ. Βουρνάς («Αυγή», 18.2.1965) δίνει την πληροφορία πως «πριν αυτοκτονήσει φρόντισε ν’ αποκτήσει σύνδεση με τον εφεδρικό ΕΛΑΣ της περιοχής Εξαρχείων όπου κατοικούσε, και μια μέρα έμπασε μυστικά στο σπίτι του μια ομάδα Ελασιτών και τους πρόσφερε για τον αγώνα τα όπλα του πατέρα του».

Για τις νύξεις στο έργο του. Δε λείπουν. Μόνο που δεν έχουν επισημανθεί όλες με φροντίδα και σεβασμό. Ο Λαπαθιώτης ανήκει σε κείνους που έγραψαν τους πιο μουσικούς στίχους. Κάτι είπαν σε φιλολογικά αφιερώματα που εκδόθηκαν στα σαραντάχρονα από το θάνατο του, πως δε διαβάζεται, πως ήταν από τους μεγάλους της παραλογοτεχνίας. Τα παραπάνω στοιχεία ίσως εξηγούν τα κενά που παρουσιάζονται στις δημοσιεύσεις του Λαπαθιώτη. Είχε δεχτεί το ιδανικό της μεγάλης επανάστασης. Πάνω από μισό αιώνα διώκονταν αυτό το ιδανικό. Είχε ορκιστεί να μη γράψει παλιά ποίηση. Πάθαινε ασφυξία. Δεν του έκανε όρεξη να συγκεντρώσει το έργο του. Έμοιαζε με αυτοτιμωρούμενο. Μήπως οι άλλοι της ίδιας σχολής, ο Τέλλος Άγρας π.χ. δεν ήταν κι αυτός ένας αυτοτιμωρούμενος, όταν του έγραφε του φίλου του, του κατόπιν αυτοκτόνου, να παρατήσει κι αυτός τη δουλειά του – μάλλον τη δουλεία του – και να πάνε να ζήσουν στο πατρικό κτήμα μακριά από τον κόσμο; Μήπως και ο Άγρας δεν ένιωθε το κενό του Λαπαθιώτη, του Καρυωτάκη του Παπανικολάου και πόσων άλλων ποιητών του μεσοπολέμου; Ωραίοι άνθρωποι αλλά αδύναμοι. Ο Λαπαθιώτης έφυγε χωρίς να πει τη λέξη που ήθελε να πει:

Κι αφού τ’ άχαρα μου χείλη δεν την πρόφεραν ακόμα,

θα την πάρω, – και σαν ξένοι, θα χαθούμε μέσ’ στο χώμα…

[Από το περιοδικό «Νέα Εποχή», τεύχος 165-166 1984, σ. 124-131]

Το αυτόγραφο ποίημα με τίτλο «Επεισόδιο» δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Νεοελληνικά Γράμματα» στις 9.4.1938, μαζί με συνέντευξη του ποιητή στον Γ. Περαστικό (Γ.Μ.Μυλωνογιάννη) και προκάλεσε σκάνδαλο.

 


Το παρακάτω πεζογράφημα με τίτλο «Τραγούδι για το ξύπνημα του προλετάριου» και με τον επίτιτλο «Προς τις γραμμές μας», δημοσιεύτηκε τον Φλεβάρη του 1932 στο περιοδικό «Νέοι Πρωτοπόροι» (τεύχος 3), που εκδιδόταν από ομάδα αριστερών λογοτεχνών.

Προς τις γραμμές μας

Τραγούδι για το ξύπνημα του προλεταριάτου

Ακούς, ακούς; ζυγώνουν οι ξυπόλυτοι – ζητιάνοι της χαράς και της αγάπης– οι καταφρονεμένοι, με τα χοντρά, τα ροζιασμένα δάχτυλα και την αδέξια την περπατησιά, για να σου στρίψουν το άσπρο σου λαιμάκι – και για να σ’ αφανίσουν, μια για πάντα, μεταξωτή μυγιάγγιχτη κουκλίτσα, καμαρωτή μικρούλα τιγριδούλα, κοκώνα με τη σάπια την ψυχή!…

* * *

Φτάνουν απ’ τα πέρατα του κόσμου, μ’ αξίνες, με σφυριά και με δρεπάνια, για να σου δόσουν τώρα, μια για πάντα, το μεγάλο μάθημα τ’ αξέχαστο, της πρώτης και στερνής δικαιοσύνης, καθώς την πήραν απ’ τα χέρια της ζωής — με τα θαμπά και τ’ άξεστα μυαλά τους πυρπολημένα από την αγανάκτηση…

* * *

Ξεμπουκάρουν απ’ όλες τις μεριές — και φτάνουν, όλο φτάνουν, όλο φτάνουν — σέρνοντας τις θολές τους τις καρδιές, με την ακατάλυτη στοργή, και με τ’ ανεξερεύνητα τα μίση — για να σε μάθουν πράματα μεγάλα — πράματα μεγάλα κι’ αλησμόνητα, που θα τ’ ακούσεις μια φορά για πάντα, που θα τα νιώσεις μια φορά για πάντα, και πια δε θα μπορείς να τα ξεχάσεις..

* * *

Έρχονται τώρα, με σφιγμένα δόντια και μ’ ανταριασμένα τα μαλλιά, να σε πατήσουν με τ’ αγροίκα πόδια τους, να σε ποδοκυλίσουν αδυσώπητα, μέσ’ στο χρυσό σου τραγικό παλάτι — να σπάσουν τη φαρμακερή καρδιά σου, με το θυμό που σπάνε τ’ αποστήματα — να σ’ αφανίσουν τώρα, μια για πάντα— να σβήσεις απ’ τη μνήμη των ανθρώπων, για το κρίμα που τους έχεις κάνει, να τους αναθρέψεις με το μίσος, και με το μαύρο βόγγο στην ψυχή…

* * *

Φτάνουν οι γυμνοί κι αδικημένοι — κι οι ταπεινοί κι οι καταφρονεμένοι — που μέρα νύχτα τους κεντούσες με τα σίδερα, για να σου γλύφουν δουλικά τη φτέρνα — πλακώνουν τώρα, κύμα μανιασμένο, να τραγανίσουν τη ζεστή καρδιά σου, για το μεγάλο κρίμα που τους έκανες, να τους σκοτώνεις αναμεταξύ τους, για να ρουφάς τα δόλια τους μεδούλια, και νά χορταίνεις, μέσ’ στην ξενοιασά σου, καλοθρεμμένο τέρας αστικό…

* * *

Ξυπνούν οι σκλάβοι απ’ όλες τις μεριές, να σε ξεσκίσουν με τα μαύρα νύχια τους, γιατί πεινούσαν και διψούσανε γι’ αγάπη — και συ τους πότιζες, δεν ξέρω πόσα χρόνια, τους πότιζες με ξύδι και χολή…

* * *

Γιατί τότε μόνο, τότε μόνο, το πράμα αυτό πού κράζουν ουρανό, θα ξαναγίνει πάλι γαλανό· γιατί τότε μόνο, τότε μόνο, θα τραγουδήσουν πάλι τα πουλιά, και θα μοσκοβολήσουν τα ρόδα· γιατί τότε μόνο θ’ ακουστεί το καθαρό τραγούδι του αηδονιού, και τ’ άστρα, που είναι σκόρπια στο διάστημα, θα ξαναβρούνε την παλιά τους όψη! Τότε κι’ η Στοργή θά κατεβεί, να φιλήσει στα χείλη τους ανθρώπους…

* * *

Γιατί μόνο τότε, μόνο τότε, μόλις χαθείς αγύριστα, για πάντα, και τα κλαμένα βλέφαρα στεγνώσουν, και γίνουν ιλαρά τα μάτια πάλι — τότε μονάχα θα ξανακουστεί, μεσ’ απ’ τα μαύρα βάθη της αβύσσου, χαρμόσυνη, λαμπρή κι’ αγγελική, μια φοβερή κι απέραντη φωνή — φωνή της μακρυνής κι’ ακατανόητης, τώρα, Σοφίας τής Δημιουργίας…

ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ


Ποιήματα του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη:

Ἡ χαρά

Πάντα κάτι μὲ κρατεῖ
καὶ μὲ φέρνει πίσω,
στὸ καιρὸ ποὺ κάθε τί
μοῦ ῾λεγε νὰ ζήσω.
Ποὺ ὅλα, σκέψεις μου κρυφὲς
κι ὅτι ζεῖ στὴ πλάση,
δὲ μοῦ θύμιζε μορφές,
ποὺ τὶς ἔχω χάσει.
Κι ὅλα τ᾿ ἄκουγα νὰ λέν,
μ᾿ ἕνα τρόπο πλάνο,
πὼς τ᾿ ἀγάπησα καὶ δὲν
πρέπει νὰ πεθάνω…
Τώρα ποὺ ὅλα τὰ φτερὰ
σκόρπισαν, τῆς πλάνης,
μοῦ τὸ λένε καθαρά:
Πρέπει νὰ πεθάνεις!
Κι ὅσο πιὸ βαθιὰ κοιτῶ
κάτω ἀπὸ τὴ σκέπη,
τόσο πιὸ καλὰ καὶ τὸ
μάτι μου τὸ βλέπει.
Κι ἂν τυχαίνει κι ὁ νοῦς νὰ
κάνει σκέψην ἄλλη,
δὲ κρατεῖ πολὺ καὶ νὰ
πάλι αὐτὴ προβάλλει…
…Μὰ ὅσο καὶ στοὺς οὐρανοὺς
νά ῾ναι ἡ μέρα μαύρη
κι ὅσα θέλησεν ὁ νοῦς,
νὰ μὴ μπόρει νά ῾βρει
κι ὅσο ἂν εἴμαστε πικρὰ
τώρα στερημένοι,
κάπου ὑπάρχει μιὰ Χαρὰ
καὶ μᾶς περιμένει…


Συντριβή

Ἔτσι μὲ σύντριψε τὸ Φῶς, γιατὶ εἶδα πρὸς τὸ Φῶς
καὶ γιατὶ μέθυσ᾿ ἀπὸ Ζωή, μ᾿ ἔχει συντρίψει ἡ Ζωή.
Ἐπειδὴ στράφηκα κι ἐγώ, μ᾿ ὅλη μου τὴ πνοὴ
στὴ Μελῳδία, μὲ σύντριψε ἡ Μελῳδία: Κουφός!
Καὶ γιατὶ πῆγα στὴ Χαρά, μὲ σύντριψε ἡ Χαρὰ
κι οὔτ᾿ ἕνα τί κι οὔτ᾿ ἕνας ποιὸς καὶ δὲ μὲ θέν᾿ τὰ Ὕψη!
Γιατὶ μιλῶ πλατιά, σὰ Θεός, μὲ φθόνεσε καὶ ὁ Θεός.
Καὶ γιατὶ πῆγα στὴ Χαρά, μὲ σύντριψε κι ἡ Θλίψη…


Πόθος

Βαθὺ χινόπωρο γοερό, πόσο καιρὸ σὲ καρτερῶ,
μὲ τὶς πλατιές, βαριές σου στάλες
τῶν φύλλων ἄραχλοι χαμοί, τῶν δειλινῶν ἀργοὶ καημοί,
ποῦ μὲ μεθούσατε τὶς ἄλλες…
Τὰ καλοκαίρια μ᾿ ἕψησαν καὶ τὰ λιοπύρια τὰ βαριά,
κι οἱ ξάστεροι οὐρανοὶ οἱ γαλάζοι:
ἀπόψε μου ποθεῖ ἡ καρδιὰ πότε νὰ ῾ρθεῖ μέσ᾿ τὰ κλαριά,
ὁ θεῖος βοριὰς καὶ τὸ χαλάζι!
Τότε, γερτὸς κι ἐγὼ ξανά, μέσ᾿ τὰ μουγγὰ τὰ δειλινά,
θ᾿ ἀναπολῶ γλυκά, -ποιὸς ξέρει-,
καὶ θὰ μὲ σφάζει πιὸ πολύ, σὰν ἕνα μακρινὸ βιολί,
τὸ περασμένο καλοκαίρι…


Στὴ φυλακή…

Στὴ φυλακὴ μὲ κλείσανε
οἱ δυνατοὶ τοῦ κόσμου
κι ἔσπασα πόρτες, κλειδωνιές,
νά ῾ρθω σὲ σένα, Φῶς μου!
Τὰ σίδερα λυγίσανε
ἀπὸ τὸ βογγητό μου
καὶ στέρεψαν γιὰ νὰ διαβῶ,
κι οἱ ποταμοὶ τοῦ δρόμου…
Καὶ σὰ τρελός σε γύρεψα,
μὰ σὺ δὲν ἐφαινόσουν!
Καὶ πικραμένος, γύρισα
νὰ μὲ ξανακλειδώσουν…


Βαθὺ κι ἐξαίσιο βράδυ

Ἦταν ἕνα βαθὺ κι ἐξαίσιο βράδυ.
-Βράδυ λεπτὸ κι ἀσύλληπτο, Χιμαίρας!-
Ποτέ, τόσο πολύ, τέλος ἡμέρας,
δὲν εἶχε λάμψει τόσο, σὰ πετράδι…
Κατέβαινε τὸ φῶς -μιὰ ὠχρὴ ἀγωνία-,
σὲ κήπους, ὅλο βάλσαμα γιομάτους,
τ᾿ ἄνθη μεθοῦσαν ἀπὸ τ᾿ ἄρωμά τους,
μέσα σε μιὰν ἀνείπωτη ἁρμονία…
Δὲν εἶχε κἂν ὑπάρξει τέτοια δύση,
μήτε στὸ νοῦ τῶν πιὸ γλυκῶν ζωγράφων.
Ἀκόμα καὶ τὰ μάρμαρα τῶν τάφων,
μιὰ δόξα μυστικὰ τά ῾χε κερδίσει…
Κι ὅταν τὸ θάμπος ἄρχιζε νὰ φθάνει
κι ἡ νύχτα τ᾿ ἀργὰ μάγια νὰ κλώθει,
τὸ φεγγάρι, παντοῦ, σὰ φλόγα ἁπλώθη…
Κι ἦταν τὸ βράδυ αὐτὸ πού ῾χα πεθάνει…


Ἑκάτης πάθη

…Je suis sure qu’ elle est vierge.
Elle a la beaute d’ un vierge…
Qui, elle est vierge. Elle ne s’ est
jamais souillee.
OSCAR WILDE – «SALOME»
…Ἀπόψε πρόβαλε γυμνή, σὰ τέρας, ἡ Σελήνη
κι ἄβυσσος πόθου τὴ δονεῖ:
τὴν εἶδαν ὅλοι ἀπὸ νωρίς, τὶς πόρπες της νὰ λύνει,
σὰ νὰ διψοῦσεν ἡδονή…
Τί νά ῾δε ξάφνου ῾δῶ στὴ γῆ καὶ τόσο τὸ λυμπίστη
πού ῾χουν μὲ πάθος κρεμαστεῖ,
σὰ νά ῾θελαν νὰ λυτρωθοῦν, ἀπ᾿ τὴ παλιὰ τὴν πίστη
κι οἱ δυό της οἱ νεκροὶ μαστοί;
Παρθένα, στείρα καὶ βουβή, ὅμοια μὲ σαλαμάντρα,
στὰ βάθια βράδυα τ᾿ ἀττικά.
πῶς ἔτσι, ἀπόψε, φρένιασε νὰ σμίξει τρελὰ μ᾿ ἄντρα
καὶ φλογερὰ κι ἐκστατικά;
…Τί κι ἂν ἡ νύχτα γέρν᾿ ἀργά, μέσ᾿ τὰ πυκνὰ ἐρέβη
κι ἀλλόκοτα μεθοῦν οἱ ἀνθοί;
Στὴ δύση, ῾κείνη μοναχή, ποὺ κείτεται καὶ ρεύει,
ζητεῖ τοῦ κάκου νὰ εὐφρανθεῖ…


Ἐρωτικό

Καημὸς ἀλήθεια νὰ περνῶ
τοῦ ἔρωτα πάλι τὸ στενό,
ὥσπου νὰ πέσει ἡ σκοτεινιὰ
μιὰ μέρα τοῦ θανάτου…
Στενὸ βαθὺ καὶ θλιβερό,
ποῦ θὰ θυμᾶμαι γιὰ καιρό,
– τί μοῦ στοιχίζει στὴν καρδιὰ
τὸ ξαναπέρασμά του;
Ἂς εἶναι, ὡστόσο, – τί ὠφελεῖ;
Γυρεύω πάντα τὸ φιλί,
στερνὸ φιλί, πρῶτο φιλὶ
καὶ μὲ λαχτάρα πόση!
Γυρεύω πάντα τὸ φιλὶ – ἂχ καρδιά μου!
ποὺ μοῦ τὸ τάξανε πολλοί,
κι ὅμως δὲν μπόρεσε κανεὶς
ποτὲ νὰ μοῦ τὸ δώσει…
Ἴσως μιὰ μέρα, ὅταν χαθῶ,
γυρνώντας πάλι στὸ βυθὸ
καὶ μὲ τὴ νύχτα μυστικά,
γίνουμε πάλι ταίρι,
αὐτὸ τὸ ἀνεύρετο φιλί,
ποὺ τὸ λαχτάρησα πολύ,
– σὰ μιὰ παλιά της ὀφειλὴ
– νὰ μοῦ τὸ ξαναφέρει…


Ἄτιτλο

Κάτω στοῦ Μήτσου τὸ τεκὲ
Κάναν οἱ μπάτσοι μπλόκο,
Καὶ βρῆκαν ντουμανότρυπες
Κι ἕνα γιαπὶ λουλάδες,
Πενηνταδυὸ διμούτσουνες
Καὶ δεκαοχτὼ μαρκούτσια.
Σουρτά, σουρτὰ μὲ μπαμπεσιὰ
Ζυγῶσαν οἱ ρουφιάνοι
Μὲ ζούλα ἦρθαν οἱ πούστηδες
Καὶ μᾶς ἐβάναν μπροστά:
Τσιμπῆσαν πρῶτα τὸ Μπαλῆν
Ὅπου φυλοῦσε τσίλλιες
Καὶ μπῆκαν στὸ τσαρδάκι μας
Καὶ μᾶς τὰ κάναν λίμπα!
Πῆραν τὶς ντουμανότρυπες
Πῆραν καὶ τοὺς λουλάδες,
Πῆραν καὶ τὶς διμούτσουνες
Τὰ δεκαοχτὼ μαρκούτσια
Πῆραν καὶ τοὺς ντερβίσηδες
Καὶ στὸ πλεκτὸ τοὺς πᾶνε,
Πῆραν τὸ Μίκα τὸ Ντουρντῆ
Τὸ τζὲ τοῦ Νταλαβέρη
Τὸ Μπάρμπουλα, τὸ Μπόρμπουλα
Καὶ τὸ Μπαλῆ τὸ Μῆτσο
Πήρανε καὶ τὸ Ντερτιλῆ
Τὸ Ντάτα τὸ θηρίο
Πούκαντε πέντε στὴ Παλιὰ
Καὶ δώδεκα στ᾿ Ἀνάπλι
Κι ὄντας τσακίζεταιΛέει: Ὄφ, τ᾿ ἀδερφάκι!


T᾿ ἁπλὸ παιδὶ ποὺ ἐγὼ ἀγαπῶ…

Τ᾿ ἁπλὸ παιδί, ποὺ ἐγὼ ἀγαπῶ, δὲν ἔζησε στὰ πλούτη,
δὲν ἔχει τρόπους νὰ φερθεῖ καὶ μήτε νὰ ντυθεῖ,
-μά ῾ναι τὸ πιὸ καλὸ παιδί, ποὺ μὲς στὴν πλάση τούτη
μπορεῖ ν᾿ ἀπαντηθεῖ!
Δὲν ξέρει γράμματα πολλά, δὲν κάνει γιὰ σαλόνι,
τὰ ροῦχα του εἶναι τῆς δουλειᾶς, τριμμένα καὶ παλιά,
-μὰ τὸ μεγάλωσε τὸ φῶς, αὐτὸ ποὺ μεγαλώνει
τὰ ξένοιαστα πουλιά…
Κι ἄλλοτε μοῦ ῾τυχε ξανά, -στὸ διάβα κάποιου δρόμου,
νὰ περπατήσω συντροφιὰ μὲ διάφορα παιδιά,
-μ᾿ αὐτό, σεμνὸ καὶ ταπεινό, βαδίζει στὸ πλευρό μου,
σὰ μιὰ μικρὴ καρδιά…
Κι ὅταν τῶν ἄλλων τῶν παιδιῶν τὰ λοῦσα βλέπει πλάι
κι αὐτὸ δὲν ἔχει πιὸ καλὸ κοστούμι νὰ ντυθεῖ,
τότε γυρίζει τὴ ματιά -καὶ μοῦ χαμογελάει,
νὰ παρηγορηθεῖ…


Ἕνας χαμένος κύκλος

Καὶ ὁ λόγος σὰρξ ἐγένετο, καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν
Τὸ κατὰ Ἰωάννην εὐαγγέλιον
1
μὲς στὴ βαθιά τη νύχτα – πᾶνε χρόνια,
στοῦ Ἀγνώστου τὴν ἀθώρητη κορφὴ
πιὸ πέρα κι ἀπ᾿ τοὺς δρόμους τῆς Χιμαίρας
ὑπῆρχε ἀπὸ καιρό, δὲν ξέρω, τί
– κάτι δειλό, κι ἀλλόκοτο, καὶ μόνο,
ποὺ γύριζε, καὶ γύρευε μορφή.
Νὰ γίνει, ἀπ᾿ ὅλα γύρω του, τὸ πρῶτο,
Θὲ νά ῾ταν ἀπ᾿ τὴν μοῖρα του γραφτὸ·
Μπορεῖ κανένα πλάσμα, ἴσαμε τώρα,
Νὰ μὴν εἶχε φανεῖ καθὼς αὐτό·
Μπορεῖ καὶ νὰ ἦταν κάποια Παρουσία
Κάποιο λυσίπονο τελειωτικό…
Καὶ νὰ πού, μὲ καιρό, καθὼς γυρνοῦσε,
Ζητώντας, μέσ᾿ ἀπ᾿ ἄστρα νὰ φανεῖ,
Κατόρθωσε καὶ πρόβαλε, ἐπιτέλους
Ἕνα φτωχὸ λουλούδι, ἕνα πρωί…
Τρίλλιζαν, κελαηδοῦσαν τὰ πουλάκια,
Χαρὰ θεοῦ, γελοῦσαν οἱ οὐρανοί!
Βγῆκε σὲ μία πλαγιά, – τ᾿ ἦταν δὲν ξέρω,
Καὶ μήτε καὶ μπορῶ νὰ πῶ τὸ ποῦ:
Φτωχὸ λουλούδι, κἂν ἁπλὸ χορτάρι
Τοῦ κάμπου τῶν ἀγρῶν ἢ τοῦ γιαλοῦ,
– κι ἂν ἄνοιξε στὰ μέρη τὰ δικά μας
ἢ μὴν αὐτὸ συνέβη ἀλλοῦ…
τὸ μεσημέρι φάνταζε Σὰ φλόγα,
καὶ γιόμιζε τὸ μέρος εὐωδιά·
μιὰ μικρὴ μέλισσα ἦρθε, πρὸς τὸ βράδυ,
στὰ πέταλά του τὰ χιμαιρικά,
κι ἔγινε τὸ καλύτερο τὸ μέλι,
σ᾿ ὅλο τὸν τόπο ἐκείνη τὴ χρονιά…
μεγάλωσε, ἔτσι, ἀμέριμνα, ὡς τὸ βράδυ·
μὰ πρὶν τὸ βράδυ πέσει στὸ βουνό,
περνοῦσ᾿ ἕνας βοσκὸς μὲ τὸ κοπάδι,
ποὺ ἀργὰ τραβοῦσε κατὰ τὸ χωριὸ·
τό ῾κοψε, καὶ τὸ πέταξε πιὸ πέρα·
πρὶν νὰ προβάλουν τ᾿ ἄστρα, ἦταν νεκρό…
2
Τὴ δεύτερη φορὰ ποὺ ἦρθε στὴ γῆ μας,
ἦταν ἕνα γατάκι γαλανὸ·
γεννήθηκε μία νύχτα τοῦ Φλεβάρη,
λαμπρὸ φεγγάρι ἦταν στὸν οὐρανὸ·
κι αὐτὸ ἔγινε, δὲν ξέρω σὲ ποιὸν τόπο,
σ᾿ ἕνα μικρὸ σπιτάκι σκοτεινό.
Σ᾿ αὐτὸ καθόταν μοναχὰ μιὰ γριούλα·
Μιὰ γριούλα μὲ τὰ πέντε της παιδιά·
Τὰ δυὸ μεγάλα λείπανε στὰ ξένα,
Χωρὶς ἐλπίδα νὰ γυρίσουν πιά·
Μονάχα τὰ κορίτσια ἦταν κοντά της,
Κι ὁ πιὸ μικρὸς μὲ τὰ σγουρὰ μαλλιά.
Λίγο ἔλειψε κι αὐτὸ νὰ πάει μὲ τ᾿ ἄλλα:
Μὰ ἐπειδὴς ἦταν ἄσπρο, παχουλό,
Τὸ γλύτωσεν ἀποβραδὶς ἡ Ἀννούλα,
Καὶ τό ῾βανε κρυφὰ στὸ πλυσταριὸ·
Καὶ ἀργότερα τοῦ πέρασε, γιὰ χάζι,
Μιὰ κορδελίστα γύρω στὸ λαιμό.
Ποιὸς νά ῾λεγε σ᾿ ἐκείνους τοὺς καημένους,
Ποὺ ζοῦσαν πάντα τόσο ταπεινοί,
Πῶς ἔλαχε σ᾿ αὐτοὺς ὁ κλῆρος, τώρα,
Ν᾿ ἀκούσουν τὴ μεγάλη τη Φωνή.
– νὰ ἰδοῦν τὸ Κάτι ἐκεῖνο, ποὺ εἶχε κάνει,
δὲν ξέρω πόσους αἰῶνες νὰ φανεῖ!
Τώρα ἦταν ἕνα σύχαρο γατάκι,
Παράξενα θλιμμένο καὶ γλυκό·
Τὰ μάτια του κοιτοῦσαν ὦρες- ὧρες,
Μ᾿ ἕνα μυστήριο τόσο ἀγγελικό,
Ποὺ μόνο αὐτὸ θ᾿ ἀρκοῦσε, μιὰ γιὰ πάντα,
Νὰ διώξει ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους τὸ κακό…
Τότε ἔπεσε πολλὴ χαρὰ στὸ σπίτι:
Γύρισε ὁ πρῶτος γιός, ὁ ναυτικός,
Μὲ τὸ πουγγὶ γιομάτο, ἀπὸ τὰ ξένα·
Σὲ λίγο ἦρθε καὶ ὁ δεύτερος ὁ γιός·
Κι ἡ Ἀννούλα πῆρε κάποιο παλικάρι,
Κι ἔπαψε ἡ γρίνια πιὰ καὶ ὁ τσακωμός…
Ἡ δεύτερη διορίστηκε δασκάλα,
Σ᾿ ἕνα χωριὸ γειτονικό, σιμά·
Κι ὁ μικρούλης, ἀκόμα ὁ πιὸ τεμπέλης,
Δούλευε τώρα, κι ἔβγαζε ἀρκετά.
Στὰ τελευταῖα, κι ἡ μάνα μία αὐγούλα,
Κοιμήθηκε, κι αὐτὴ παντοτινά…
Καὶ τὸ γατάκι ξάπλωνε στὸν ἥλιο,
Κι ὅλα βαδίζαν, ὅλα, μιὰ χαρά!
Μὰ νά ποὺ ἕνα βραδάκι τοῦ χειμῶνα,
Τὸ βρῆκε πάλι κάποια συφορά:
Μιὰ ρόδα, ξαφνικὰ τὸ πῆρε σβάρνα,
Καὶ τοῦ ῾σπασε καὶ τὰ δυό του τὰ πλευρά…
Στὸ δρόμο, χάμου, ἀπόμεινε πεσμένο,
Καλώντας, λές, κι ἐγὼ δὲν ξέρω τί,
Μὲ τὴν ἀπελπισμένη του φωνούλα,
Θλιμμένη τόσο, καὶ σπαραχτική!
Μ᾿ ἂν ἔτυχε καὶ κάποιοι νὰ περάσουν,
Ἦταν ἀδιάφοροι καὶ βιαστικοί…
Στὶς πέντε, πρὸς τὸ βράδυ, ξεψυχοῦσε·
Τριγύρω του ἁπλωνόταν ἐρημιά·
Κανένας, τώρα, νὰ τὸ συμπονέσει,
Μήτε καμιὰν ἐλπίδα πουθενά…
Πύκνωσε τὸ σκοτάδι, βγῆκαν τ᾿ ἄστρα,
Κι ἀρχίνησε νὰ βρέχει σιγανά.
Στὶς ἕντεκα, τὴ νύχτα ζοῦσε ἀκόμα·
Μὰ τώρα πιὰ ἡ φωνή του ἦταν φριχτή,
Θαρρεῖς ἕνα τραγούδι τοῦ Ὑπερπέραν,
– κάτι ποὺ δὲν λεγόταν πιὰ φωνή!
Σχεδὸν ὡς τὰ μεσάνυχτα ἀκουγόταν,
Ὥσπου, στὸ τέλος, ἔπαψε κι αὐτή…
3
δοκίμασε ἄλλη μιὰ φορᾷ γιὰ νά ῾ρθει
– κι ἔγινε ἕνα παιδάκι τρυφερό·
στὸ μέρος ποὺ γεννήθηκε, εἶχε πέσει
κακὸ μεγάλο, ἐκεῖνο τὸν καιρό:
μίση, κακίες, καυγάδες δίχως τέλος,
τὸ τί γινόταν ἦταν φοβερό!
Σὰν ἔκλεισε τὰ πέντε του τὰ χρόνια,
Καὶ πῆγε στὸ σκολεῖο τῆς γειτονιᾶς,
Βασίλεψε παντοῦ μιὰ τέτοια εἰρήνη,
Ποὺ κλέφτης δὲν ὑπῆρχε οὔτε φονιάς!
Τώρα, ὅλες οἱ γωνιὲς κι ὅλες οἱ στράτες
Ἦταν γιομάτες ἄνθη λεμονιᾶς…
Κάθε φορὰ ποὺ πήγαινε στὴν τάξη
Μὲ τὴν μικρή του ζώνη, τὴ λευκὴ
Στὸ δρόμο, ὅσοι περνούσανε σιμά του,
Γυρνοῦσαν τὸ κεφάλι ἐκστατικοὶ
Καὶ γητεμένοι κι ὀνειροπαρμένοι
Τ᾿ ἀκολουθοῦσαν μυστικὰ ὡς ἐκεῖ!
Κι ὅσο γιὰ τὰ μεγάλα του τὰ μάτια,
Τ᾿ ἀλλόκοτα, γλυκὰ καὶ τρυφερὰ
Σκορποῦσαν τόσο φῶς ὁλόγυρά του
Κι ἤτανε τώρα τόσο φλογερὰ
– ποὺ μόνο αὐτὰ ἀρκοῦσαν, ἐδῶ κάτου
νὰ φέρουν τὴν στοργὴ καὶ τὴν χαρά…
Μὰ μ᾿ ὅλ᾿ αὐτὰ δὲν γλύτωσε καὶ πάλι:
Κάποιο μουντὸ βραδάκι θλιβερό,
Τὴν ὥρα ποὺ ἀρχινοῦσε τὸ σκοτάδι
Καθὼς γυρνοῦσε μόνο ἀπ᾿ τὸ σκολειὸ
Σὲ μιὰ γωνιὰ περνοῦσε κάποιο τρένο:
Τὸ πρόλαβε, – καὶ τό ῾κοψε στὰ δυό…
4
κι ἔτσι, ἀφοῦ τρεῖς φορές, μέσ᾿ ἀπ᾿ τὴ Νύχτα
μὲ τρεῖς μορφὲς δοκίμασε νὰ ῾ρθεῖ
κατάλαβε πὼς ἄδικα ζητοῦσε
νὰ δεῖ, σ᾿ αὐτὴ τὴν πλάση, προκοπὴ
γι᾿ αὐτό, κι ἐκεῖνο, γύρισε γιὰ πάντα
καὶ χάθηκε, ξανὰ μὲς στὴν Σιωπή.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΟ
Εἶπα πιὸ πάνω: γύρισε γιὰ πάντα
Καὶ χάθηκε, ξανὰ μὲς στὴν Σιωπὴ
– κι ὁ μῦθος, μιὰ κι Ἐκεῖνο ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ
σὲ αὐτὴ τὴν φράση πρέπει νὰ κοπεῖ.
Μὰ τί σημαίνει αὐτὸ τὸ «ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ»
Ποιὸς θά ῾ταν ἱκανὸς νὰ μᾶς τὸ πεῖ;…


Από τα σατυρικά του ποιήματα

(Ταυρομάχος ξακουστός)

Ταυρομάχος ξακουστός, μοχθήσας δε τα μάλα,
Κι ελπίσας ότι θα γενούν τα πάντα μέλι-γάλα,
Μόλις εκείνο το βαρύ το καθεστώς εκλείψει,
Προς φίλον του κι ομόφρονα μουρμούριζε με θλίψη:
«Εμείς ετσακιστήκαμεν, ιδρώσαμεν, ερρέψαμε,
πασκίσαμε, νικήσαμε, πηδήξαμε, χορέψαμε,
και ποια τ’ αποτελέσματα των τόσων μας αγώνων;
Όλα του κόσμου τα κακά, κι όλες οι πίκρες μόνον!…»
Κι ο φίλος του τ’ απήντησε: «Τι νόμισες, βρε πόντε,
Τι νόμισες; Και τα κακά, κ’ εκείνα κόποις κτώνται…»


Επίγραμμα του «Κώτσου»

Κώτσος, ο ρήγας ο τρανός, λεβέντης και ντερβίσης,
καμάρι της Ανατολής και βδέλυγμα της Δύσης,
σκεφθείς ότι, μετ’ ου πολύ, μέλλει να μπει στην Πόλη,
(έτσι, τουλάχιστον, δηλούν οι χασικλήδες όλοι…)
κι ιδών την Πόλην Κών/πολιν να γράφουν τας «ειδήσεις»,
και προσπαθών και εις αυτό ν’ αρμονισθεί επίσης,
θέλησε συντομότερα να γράφεται κι εκείνος,
και τ’ όνομά του συνταμών, καλείται τώρα: Κ/τίνος…

14/2/1922


Ετυμολογίες
(ή ετοιμολογίες – όπως θέλετε…)

Poésie impure – dédiée à
Mitso Papanicolaou.

Πόθεν το κωλομπαράς;
εκ του κώλος και παράς,
–γιατί πάς ποθών αυτόν,
δείται, πάντως, και λεφτών…

Όσον αφορά το πούστης,
-από τ’ ότι, δίχως πόνο,
της ψωλής, δε χωρεί μόνο
το κεφάλι, μα κι ο… πους της!

Το δ’ επίθετο μπινές;
συντομή τού καμπινές!

Και το κλασικόν αιδοίον;
γιατί το’ χει σαν παιδίον!

Κι ο περίφημος πρωκτός;
γιατί γίνεται… σπρωκτός!

Όσο, πάλι, για το κώλος,
-επειδή, σ’ αυτόν, ο ψώλος
εισχωρεί, συνήθως, όλος,
καν ευκόλως, καν δυσκόλως…

Κι όσο, πάλι, για το πέος,
που ’ναι τόσο σοβαρό,
-είναι, πάντως, εκ του παίω,
συνωνύμου του βαρώ…

Πόθεν δε κι η μαλακία;
εκ του μάλα και γλυκεία…
Πιθανόν, όμως, επίσης,
γιατί πάς τις ενεργών,
τον ρυθμόν του τον αργόν,
και τας μαλακάς κινήσεις
της χειρός επιταχύνει,
τη βαρεί –κι έπειτα χύνει!

Δε μιλώ για το ψωλή,
γιατί πάς όστις διαβάζει
το παρόν, και δεν τη βάζει,
θα σεκλετιστεί πολύ!…

19.2.1935


«…και πρώτος ο κ. Σ. ήκουσε με ενθουσιασμόν την ιδέαν ότι θα ήτο δυνατόν
να εμφανίζονται από των στηλών του περί ου ο λόγος σατυρικού
ιδικαί σας σάτιραι… … Λοιπόν περιμένομεν να σας απολαύσομεν…»
(Αποσπάσματα εκ της επιστολής σας)

Ως προς το πρώτο, να σας πω, σα δύσκολο μου φαίνεται,
γιατί σκοπεύω σύντομα να λείψω στην Ευρώπη.
Αν πάλι για το δεύτερο ηδέως επιμένετε,
στο κάτω κάτω της γραφής υπάρχουν κι άλλοι τρόποι…

26-4-1923


Επιμέλεια αφιερώματος: Διογένης Σινωπεύς

.

.

.

.

.

.

 


 

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:258