Χρόνος ανάγνωσης περίπου:5 λεπτά

Είναι ή δεν είναι;… Το παγόνι και το αηδόνι | της Εύης Κοντόρα

Ποιος είναι σπουδαίος και ποιος ασήμαντος;…
Τι είναι ομορφιά και τι ασχήμια;…
Τι σχέση έχει το μπόι με την εξυπνάδα;…

Το παγόνι και το αηδόνι

Ένα αρσενικό παγόνι καμάρωνε την ουρά του, όπως καθρεφτιζόταν μεγαλόπρεπη στα κρυστάλλινα νερά μιας λιμνούλας.

«Είμαι πολύ ωραίος!» είπε φωναχτά, αφού θαύμασε τον εαυτό του απ’ όλες τις μεριές «Όχι δηλαδή να το παινευτώ, αλλά δεν υπάρχει στον κόσμο ομορφότερο πουλί από μένα!»

«Είσαι σίγουρος γι’ αυτό;» ρώτησε ένας βάτραχος που σκότωνε την ώρα του χάβοντας όσα έντομα πέρναγαν από κει.

Το παγόνι θίχτηκε. Ήταν φανερό πως ο βάτραχος τον ειρωνευόταν.

«Κι εσύ τι ζόρι τραβάς;» έσκουξε το πουλί θυμωμένο.

«Εγώ κανένα…» αποκρίθηκε τεμπέλικα ο συνομιλητής του «… μάλλον εσύ το τραβάς το ζόρι. Μου φαίνεται πως είσαι ερωτευμένος με τον εαυτό σου!»

Το ωραίο παγόνι έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Εκείνος ο μπάκακας δεν θα ’τανε στα καλά του… Μετά όμως το σκέφτηκε καλύτερα κι άρχισε ν’ αναρωτιέται: βρε, μπας κι είχε δίκιο ο γλίτσας; Όχι πως θα στεναχωριόταν κιόλας. Του φαινόταν, αντίθετα, σαν το πιο φυσικό πράγμα να ’χει ερωτευτεί τον εαυτό του. Έτσι κι αλλιώς, τα θηλυκά του είδους του δεν είχαν καμιά γοητεία. Άχρωμα, άχαρα και, κυρίως, χωρίς ουρά! Ούτε να τα κοιτάξει δεν άξιζαν… Τι να τους κάνει που αυτός γεννήθηκε κούκλος;

«Κι αν είναι έτσι, εσένα τι σε νοιάζει;» πέρασε το παγόνι στην αντεπίθεση «Σίγουρα με ζηλεύεις!»

Το παγόνι έβρισκε λογικό να τον ζηλεύει ένας βάτραχος. Εκτός κι αν ήταν πρίγκιπας μεταμορφωμένος αλλά, και πάλι, το «ομορφότερο πουλί» δεν ένιωθε καμιά ανησυχία. Είχε καιρό να περάσει βασιλοπούλα από τα μέρη τους…

«Μωρέ δεν με νοιάζει καθόλου!» απάντησε ο βάτραχος που δεν έδινε πεντάρα για το ποιος ήταν άσχημος ή όμορφος, απλώς του την έσπαγε η ψωροπερηφάνια του παγονιού. Του χαλούσε την ησυχία με τις πόζες του και του ’διωχνε τα κουνούπια με το σκούξιμό του.

Εκείνη τη στιγμή, πέρασε από πάνω τους ένα καφετί πουλάκι που στάθηκε να ξεκουραστεί στα κλαδιά κάποιου δέντρου. Το παγόνι, έξαλλο από την αναίδεια του μπάκακα, σκέφτηκε ότι ήταν ώρα να τον βάλει στη θέση του.

«Τώρα δηλαδή θα μου πεις ότι είναι ωραιότερο από μένα εκείνο εκεί το πουλί;…»

Ο βάτραχος έστρεψε το γουρλομάτικο κεφάλι του.

«Μα αυτό είναι αηδόνι!» κόαξε μόλις το είδε «Τι να την κάνει την ομορφιά;»

«Τι να την κάνει;!» απόρησε το παγόνι που κόντευε να χάσει το μυαλό του μ’ αυτά τα παράξενα «Δεν ξέρω να σου πω τι να την κάνει την ομορφιά, μπορώ όμως να σου πω ότι δεν την έχει!»

«Πας στοίχημα;»

«Άκου λέει!…»

Τόσο σίγουρο ήταν το παγόνι για τον εαυτό του που δέχτηκε το στοίχημα χωρίς ούτε να το σκεφτεί. Αποφασίστηκε να βρουν ο καθένας από ένα κριτή (όποιον περνούσε τυχαία) και να τον ρωτήσουν. Ποιος ήταν ο πιο όμορφος: το παγόνι ή το αηδόνι;

Ο κριτής του παγονιού ήταν ένας ασπάλακας που μόλις είχε ξεμυτίσει από την υπόγεια κατοικία του, για να πάρει λίγο αέρα και για να δει τι γινότανε στον απάνω κόσμο. Ο κριτής του βάτραχου ήταν ένα νεαρό φιδάκι. Σε άλλη περίπτωση, ο βάτραχος θα δίσταζε να εμπιστευθεί ένα κριτή που δεν το ’χε σε τίποτα να τον κάνει γεύμα του, ακόμα και πριν το διαγωνισμό! Όμως δεν περνούσε κανένας άλλος από κει. Έπρεπε να ρισκάρει…

Το φίδι, μεταξύ μας, φαινότανε λίγο χάχας. Αλλά ήταν ενθουσιασμένο που θα ’παιρνε μέρος στην κριτική επιτροπή των καλλιστείων. Κοίταξε το παγόνι που είχε ανοίξει πάλι τα φτερά της ουράς του για να επιδειχτεί. Κοίταξε και το αηδόνι που δεν είχε κουνηθεί καθόλου από το δέντρο και τραγουδούσε με την ψυχή του.

«Θέλει και ρώτημα;» έδωσε την ψήφο του χωρίς να καθυστερήσει «Νικητής είναι ο κύριος με τη μεγάλη ουρά. Κι αν δεν ήμουν φίδι θα ήθελα να είμαι παγόνι!»

Χαρές και πανηγύρια «ο κύριος με τη μεγάλη ουρά». Τέτοιος έπαινος από το στόμα κριτή διορισμένου από τον αντίπαλο άξιζε, βέβαια, πολλά.

Ήρθε κι η σειρά του ασπάλακα.

«Πού είναι οι διαγωνιζόμενοι;» ρώτησε με αφέλεια.

«Παρντόν;!» απόρησε το υποψήφιο για τον τίτλο παγόνι. Τι ανόητη ερώτηση… Του μπήκε η υποψία ότι κάτι πήγαινε στραβά. Μήπως, τελικά, ο «διορισμός» του συγκεκριμένου κριτή δεν ήταν και τόσο καλή ιδέα;

Η υποψία του αποδείχτηκε σωστή. Ο ασπάλακας ήτανε θεόστραβος! Γι’ αυτό, εξάλλου, τον λένε και τυφλοπόντικα. Εκείνο που έβλεπε από τα δύο πουλιά που διαγωνίζονταν στα τοπικά καλλιστεία ήτανε μόνο κάτι σκιές και λίγα μπερδεμένα χρώματα…

Τότε, ο ασπάλακας άκουσε το αηδόνι να τραγουδάει. Ήταν ένα κελάηδισμα πραγματικά μαγευτικό.

«Θέλει και ρώτημα;» έδωσε κι εκείνος την ψήφο του «Νικητής είναι ο κύριος που βρίσκεται πάνω στο δέντρο!»

«Άκυρο, άκυρο!» έσκουξε μ’ όλη του τη δύναμη το παγόνι «Πού ξανακούστηκε να ψηφίζει σε διαγωνισμό καλλιστείων αόμματος κριτής;!» Είχε κιόλας ξεχάσει πως ήταν ο ίδιος που ζήτησε από τον πόντικα να μπει σ’ εκείνη τη θέση.

Ο βάτραχος άρχισε να βγάζει διαπεραστικά «βρεκεκέξ», ανακατεμένα με κάτι ήχους σα να τον είχε πιάσει λόξυγκας, και από αυτό καταλάβαινες ότι ήτανε γέλια! Η τύχη τα είχε φέρει έτσι ώστε ο ένας κριτής (ο ασπάλακας) να είναι στραβός και ο άλλος (το φίδι) να είναι κουφός! Πράγματι. Τα φίδια βλέπουν περίφημα, ακούν όμως ελάχιστα. Και οι τυφλοπόντικες, ζώντας τον περισσότερο καιρό στα λαγούμια τους όπου δεν υπάρχει φως, ακούν θαυμάσια αλλά δεν βλέπουν σχεδόν καθόλου. Έτσι ο ένας δεν μπορούσε ν’ ακούσει το αηδόνι και ο άλλος δεν έβλεπε καλά το παγόνι.

«Τι συμπέρασμα βγάζεις από όλα αυτά;» ρώτησε το παγόνι ο μπάκακας, μόλις κατάφερε λίγο να ηρεμήσει.

Το παγόνι δεν έβγαζε κανένα συμπέρασμα. Ήταν τελείως μπερδεμένο.

«Η πραγματική ομορφιά» είπε το γουρλομάτικο βατράχι «δεν είναι κάτι που μπορείς να το δεις μόνο με τα μάτια, ούτε μπορούν όλοι να την καταλάβουν με τον ίδιο τρόπο. Αν καταφέρεις να κάνεις τον τυφλοπόντικα να τη “δει” κι εκείνος, τότε ξαναγύρνα και θα σε στέψουμε νικητή. Αλλά, μέχρι τότε, ο τίτλος των καλλιστείων είναι ένα πράγμα δίχως νόημα, κάτι που μένει στην επιφάνεια και δεν προχωράει στο βάθος».

Έτσι, ο διαγωνισμός ομορφιάς ανάμεσα στο παγόνι και το αηδόνι δεν έφερε αποτέλεσμα. Το παγόνι αναγκάστηκε να κάνει γαργάρα την ψωροπερηφάνια του κι έφυγε από τη λιμνούλα χωρίς τίτλο και χωρίς στέμμα. Αλλά δεν έπαψε να είναι ερωτευμένο με τον εαυτό του. Λένε πως ακόμα προσπαθεί να καταλάβει τι είναι η αληθινή ομορφιά. Φαίνεται όμως ότι δεν το κατάφερε γιατί, ως τώρα, δεν ξαναγύρισε για να διεκδικήσει πάλι τον τίτλο του «ομορφότερου πουλιού».

 

Εύη Κοντόρα

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1961. Απόφοιτη του Νομικού Τμήματος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, έχει εργαστεί ως συντάκτρια στον περιοδικό Τύπο και ως υπεύθυνη προγράμματος και παραγωγός σε ραδιοφωνικούς σταθμούς. Διηγήματά της -για παιδιά και ενηλίκους- έχουν κατά καιρούς δημοσιευτεί σε εφημερίδες και περιοδικά. Είναι μέλος του Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου και της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.

 

 

 

 

 

 

 

.

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:93