Χρόνος ανάγνωσης περίπου:10 λεπτά

Κατερίνα Γώγου: «σημασία έχει να παραμένεις άνθρωπος…»

Μια από τις πιο εμβληματικές μορφές της ελληνικής ποίησης, η ποιήτρια του «εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά, που κάνουν τραμπάλα στις ταράτσες ετοιμόρροπων σπιτιών» και του «στο μυαλό είναι ο στόχος. Το νου σου, ε;»
Η πορεία της αρχίζει από τον παλιό ελληνικό σινεμά, περνάει στο νέο ελληνικό σινεμά, στην ποίηση, την αναρχία, τα ναρκωτικά, και φτάνει στο θάνατο.

Η Κατερίνα Γώγου γεννήθηκε σαν σήμερα στην Αθήνα, την 1η Ιούνη 1940. Από πολύ μικρή, 5 χρονών, ως παιδί θαύμα, δούλεψε σε παιδικούς θιάσους. Εννέα χρονών, έπαιζε σε μπουλούκια και στη συνέχεια επαγγελματικά, σαν ηθοποιός στον κινηματογράφο και στο θέατρο. Συμμετείχε σε πολλές ταινίες. «Το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο» το 1959, «Άπονη ζωή» το 1964, «Δεσποινίς Διευθυντής» το 1964, «Η δε γυνή να φοβείται τον άντρα» το 1965, «Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση» το 1971 κ.ά. Στο θέατρο έπαιξε από επιθεώρηση μέχρι τραγωδία με το θίασο του Κ. Κουν. Πρωταγωνίστησε στις ταινίες : «Το & βαρύ πεπόνι» του Π. Τάσιου, 1977 κέρδισε το Βραβείο Ερμηνείας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, «Παραγγελιά» του Π. Τάσιου, 1980, μέρος της ταινίας βασίζεται σε ποιήματά της και «Όστρια» του Α. Θωμόπουλου, 1984 / συνεργάστηκε στο σενάριο, πήρε το Κρατικό Βραβείο Ερμηνείας και μοιράστηκε το Βραβείο Σεναρίου με τον Α. Θωμόπουλο. Σταρ δεν ήτανε ποτέ!

Η ποίησή της αντίδραση στο κατεστημένο, στην πατριαρχεία, σε κάθε μορφή εξουσίας απέναντι στη γυναίκα, στις μειονότητες. Η γραφή της πύρινη αιρετική. Παρούσα σε απεργίες πείνας, σε πολιτικές κινητοποιήσεις, δίνοντας έτσι το στίγμα των Εξαρχείων. Ναπολέοντας Λαπαθιώτης, Βασίλης Ραφαηλίδης, Αρλέτα, Παύλος Σιδηρόπουλος, Νικόλας Άσιμος, Κατερίνα Γώγου.

Το φοβερό είναι πώς αυτή η γυναίκα που είχε συμμετάσχει σε κινητοποιήσεις με μότο «οι μπάτσοι πουλάνε την ηρωίνη» έπεσε σ’ αυτή τη λούμπα και καταστράφηκε από αυτό. Περιθωριοποιήθηκε πλήρως και κάηκε.

Το 1991 έλεγε: «Έχω ένα παράπονο… Άκου το. Ελεύθερος σκοπευτής ήταν ο Νικόλας Άσιμος. Τον δολοφόνησαν. Τον Παύλο Σιδηρόπουλο, το ίδιο. Η μόνη επιζώσα είμαι εγώ…».

Ήταν Τετάρτη το απόγευμα, 6 Οκτώβρη 1993, μια είδηση ακούστηκε στα ραδιόφωνα και στις τηλεοράσεις «Η ηθοποιός Κατερίνα Γώγου, 53 ετών, βρέθηκε νεκρή την Κυριακή, αλλά μόλις χθες διαπιστώθηκε η ταυτότητα της», έλεγαν οι εκφωνητές λίγο πριν μεταδώσουν το δελτίο καιρού της επόμενης μέρας… Η Κατερίνα αυτοκτόνησε με χάπια στις 3-10-1993 σε ηλικία 53 χρονών.

Έγραψε για την Κατερίνα η αξέχαστη Σοφία Αδαμίδου:

«Αυτή ήταν η Κατερίνα Γώγου. Έγειρε σαν ιτιούλα. Και ήταν μόνο 53 χρόνων, αλλά από αιώνες λυπημένη. Αγαπούσε τη ζωή, ενώ ταυτόχρονα δεν την άντεχε. Για κάποιους λόγους, συντηρούσε ζωντανή μια πληγή, αφηνόταν σαν καλαμιά ευλύγιστη. Ρημαγμένη αλλά ζόρικη. Καμωνόταν πως ζούσε αυτή τη ζωή κι ετοίμαζε την άλλη. Ένα χάρτινο καραβάκι, ήταν που ταξίδευε σε πείσμα όλων. «Δέντρο ήμουνα κι έσπασα. Μου σπάσαν όλα τα κλαδιά» είχε πει. Απελπιστικό ίσως. Η αλήθεια όμως. Και την αλήθεια όταν την ονοματίζεις παύει να είναι απελπιστική. Είναι σαν να ξορκίζεις το κακό. Αυτό που σε άλλους μοιάζει απελπισία, για εκείνη ήταν απελευθέρωση. Πράξη και όνειρο, ατομικό και κοινωνικό, άσπρο και μαύρο.

»Έγραφε για να μην εκραγεί. Οι ποιητικές της κραυγές είχαν στόχο την αθλιότητα που υπήρχε γύρω της. «Έβρεξε στη χώρα μου – μια χούφτα γη και τόσο πολλή η θάλασσα και ξηρασία ήρθε»… Με αίμα πότισε όλα τα στενοσόκακα. Να τα βλέπουνε όλα, ό,τι γινόταν μέσα της κι έξω… «τρόμος και ξανά την ανάσα, την ψυχή μου, δεν τους έπαιρνε να την ελέγξουνε». Δυναμική και ταυτόχρονα τρομαγμένη. Όλα όμως έχουν την εξήγησή τους.

»Θεωρούσε καθήκον της να μιλήσει… «όσο μπορέσω» γράφει κάπου, έχοντας επίγνωση πως δεν είναι και το ευκολότερο πράγμα. Μίλησε απλά, για ό,τι την πονούσε. Πόναγε διπλά για ό,τι δεν μπορούσε να αλλάξει. Φώναζε και αγωνιζόταν, όπως μπορούσε, με όσα όπλα διέθετε, για όσο οι δυνάμεις της θα της το επέτρεπαν. Πρέσβευε ότι «Σημασία έχει να παραμένεις άνθρωπος».

Θα ’ρθει καιρός

Θα ‘ρθει καιρός
που θ’ αλλάξουν τα πράγματα
να το θυμάσαι Μαρία
θυμάσαι Μαρία στα διαλείμματα
εκείνο το παιχνίδι που τρέχαμε
κρατώντας τη σκυτάλη
Μη βλέπεις εμένα μην κλαις
εσύ είσαι η ελπίδα
Άκου, θα ‘ρθει καιρός
που τα παιδιά θα διαλέγουν γονιούς
δε θα βγαίνουν στην τύχη
δεν θα υπάρχουν πόρτες κλειστές
με γερμένους απ’ έξω
και τη δουλειά θα τη διαλέγουμε
δε θα ‘μαστε άλογα
να μας κοιτάνε στα δόντια
Οι άνθρωποι, σκέψου,
θα μιλάνε με χρώματα
κι άλλοι με νότες
να φυλάξεις μοναχά
σε μια μεγάλη φιάλη με νερό
λέξεις κι έννοιες σαν κι αυτές :
απροσάρμοστοι, καταπίεση,
μοναξιά, τιμή, κέρδος, εξευτελισμός
για το μάθημα της Ιστορίας
Είναι Μαρία, δε θέλω να λέω ψέματα,
δύσκολοι καιροί και θα’ ρθουνε κι άλλοι
δε ξέρω, μην περιμένεις κι από μένα πολλά
τόσα έζησα, τόσα έμαθα, τόσα λέω
κι απ’ όσα διάβασα ένα κράτησα καλά
Σημασία έχει να παραμένεις άνθρωπος
Θα την αλλάξουμε τη ζωή
…παρ’ όλα αυτά Μαρία

***

Σ’ όσους σπάσανε, σ’ όσους κρατάνε

Κουρελιασμένοι απ’ τ’ αγριεμένα κύματα
πεταμένα υπολείμματα για πάντα από δω και μπρός
στο σκοτεινό θάλαμο της γης
με ισκιωμένο το μυαλό
απ’ το ξέφρενο κυνηγητό
της ασάλευτης πορείας των άστρων
οι τελευταίοι
απόθεσαν το κουρασμένο κεφάλι τους
θυσία
στην τελετουργία των ανεμοστρόβιλων καιρών .
Κι άνθρωποι δεν υπήρχανε.
Κι ένα άσπρο χιόνι σιωπής
σκέπασε οριστικά τις βυθισμένες πόλεις…

***

Εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά

Εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά
πού κάνουν τραμπάλα στις ταράτσες ετοιμόρροπων σπιτιών
Εξάρχεια Πατήσια Μεταξουργείο Μέτς.
Κάνουν ότι λάχει.
Πλασιέ τσελεμεντέδων και εγκυκλοπαιδειών
φτιάχνουν δρόμους και ενώνουν ερήμους
διερμηνείς σε καμπαρέ τής Ζήνωνος
επαγγελματίες επαναστάτες
παλιά τούς στρίμωξαν και τά κατέβασαν
τώρα παίρνουν χάπια και οινόπνευμα να κοιμηθούν
αλλά βλέπουν όνειρα και δέν κοιμούνται.
‘Εμένα οι φίλες μου είναι σύρματα τεντωμένα
στις ταράτσες παλιών σπιτιών
Εξάρχεια Βικτώρια Κουκάκι Γκύζη.
πάνω τους έχετε καρφώσει εκατομμύρια σιδερένια
μανταλάκια
τις ενοχές σας αποφάσεις συνεδρίων δανεικά φουστάνια
σημάδια από καύτρες περίεργες ημικρανίες
απειλητικές σιωπές κολπίτιδες
ερωτεύονται ομοφυλόφιλους
τριχομονάδες καθυστέρηση
το τηλέφωνο το τηλέφωνο το τηλέφωνο
σπασμένα γυαλιά το ασθενοφόρο κανείς.
Κάνουν ό,τι λάχει.
Ολο ταξιδεύουν οι φίλοι μου
γιατί δεν τούς αφήσατε σπιθαμή για σπιθαμή.
“Όλοι οι φίλοι μου ζωγραφίζουνε με μαύρο χρώμα
γιατί τούς ρημάξατε το κόκκινο
γράφουνε σε συνθηματική γλώσσα
γιατί ή δική σας μόνο για γλείψιμο κάνει.
Οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά και σύρματα
στα χέρια σας. Στο λαιμό σας.
Οι φίλοι μου.

***

Θέλω να κουβεντιάσω

Θέλω να κουβεντιάσω σ’ ένα καφενείο
που νάχει πόρτα ανοιχτή
και να μην έχει θάλασσα
μονάχα άντρες άνεργους
σκόνη με ήλιο και σιωπή
να μπαίνει ο ήλιος στο κονιάκ
κ’ η σκόνη μαζί με τα τσιγάρα στα πλεμόνια μας
κι ας μην πάρουμε και σήμερα βρε αδερφέ
προφύλαξη για την υγεία μας
κι ούτε να δίνεις συμβουλές
το πως το κατεβάζω έτσι
και πως σκορπιέμαι έτσι
και να αφήσεις ήσυχα στα μούτρα
τις μπογιές τις μύξες και τα κλάματα
να τρέξουνε.
Μονάχα να κοιτάζεις ήρεμα
τα νύχια τα μαλλιά μου και τα χρόνια
πούναι βρώμικα
και γώ
να μη δίνω φράγκο για όλα αυτά
Μόνο το κόμμα, το χριστουλάκο τους
γιατί δε φτιάχτηκε το κόμμα τόσα χρόνια
και σύ νάσαι φίλος. Φίλος-φίλος
έτσι όπως το λέει ο Καζαντζίδης
καί το κονιάκ νάναι σκατά
και εργολάβος πουθενά δε φάνηκε
έχει δωμάτιο για παράνομους
πάνω απ’ το καφενείο
θα σου τα ρίξω σε μια δόση
το συνηθίζω άμα μεθάω – έτσι για να σε λιανίσω-
να σε δω χωρίς βρακί να δούμε τι θα κάνεις
εσύ όμως λέει δεν θάσαι απ’ αυτούς
θα σηκωθείς και θα χορέψεις παραγγελιά
..βεργούλες και με δείρανε..
και θα κρατάς στις χούφτες σου
μ’ αγάπη και με προσοχή το μυαλό μου
είναι έτοιμο να διαλυθεί στα χίλια. Με πονάει.
Κι όταν
έρθουνε να σου πουν
εδώ δεν είναι
τόπος
και χρόνος
για τέτοια πράγματα
τράβηξε τη φαλτσέτα και θέρισε

***

25 ΜΑΪΟΥ

Ένα πρωί θ’ ανοίξω την πόρτα
και θα βγω στους δρόμους
όπως και χτες.
Και δεν θα συλλογιέμαι παρά
ένα κομμάτι από τον πατέρα
κι ένα κομμάτι από τη θάλασσα
-αυτά που μ’ άφησαν-
και την πόλη. Την πόλη που τη σάπισαν.
Και τους φίλους μας που χάθηκαν.
Ένα πρωί θα ανοίξω την πόρτα
ίσα ολόισα στη φωτιά
και θα μπω όπως και χτες
φωνάζοντας “φασίστες!!”
στήνοντας οδοφράγματα και πετώντας πέτρες
μ’ ένα κόκκινο λάβαρο
ψηλά να γυαλίζει στον ήλιο.
Θ’ ανοίξω την πόρτα
και είναι -όχι πως φοβάμαι-
μα να, θέλω να σου πω, πως δεν πρόλαβα
και πως εσύ πρέπει να μάθεις
να μην κατεβαίνεις στο δρόμο
χωρίς όπλα όπως εγώ
– γιατί εγώ δεν πρόλαβα-
γιατί τότε θα χαθείς όπως και εγώ
“έτσι” “αόριστα”
σπασμένη σε κομματάκια
από θάλασσα, χρόνια παιδικά
και κόκκινα λάβαρα.
Ένα πρωί θ’ ανοίξω την πόρτα
και θα χαθώ
με τ΄όνειρο της επανάστασης
μες την απέραντη μοναξιά
των δρόμων που θα καίγονται,
μες την απέραντη μοναξιά
των χάρτινων οδοφραγμάτων
με το χαρακτηρισμό -μην τους πιστέψεις!-
Προβοκάτορας.

***

Εκείνο που φοβάμαι πιο πολύ
είναι μη γίνω “ποιητής”
Μην κλειστό στο δωμάτιο
ν’ αγναντεύω τη θάλασσα
κι απολησμονήσω.
Μην κλείσουνε τα ράμματα στις φλέβες μου
κι από θολές αναμνήσεις και ειδήσεις της ΕΡΤ
μαυρίζω χαρτιά και πλασάρω απόψεις.
Μη με αποδεχτεί η ράτσα που μας έλειωσε
για να με χρησιμοποιήσει.
Μη γίνουνε τα ουρλιαχτά μου μουρμούρισμα
για να κοιμίζω τους δικούς μου.
Μη μάθω μέτρο και τεχνική
και κλειστώ μέσα σε αυτά
για να με τραγουδήσουν.
Μην πάρω κιάλια για να φέρω πιο κοντά
τις δολιοφθορές που δεν θα παίρνω μέρος
μη με πιάσουν στην κούραση
παπάδες και ακαδημαϊκοί
και πουστέψω
Έχουν όλους τους τρόπους αυτοί
και την καθημερινότητα που συνηθίζεις
σκυλιά μας έχουν κάνει
να ντρεπόμαστε για την αργία
περήφανοι για την ανεργία
Έτσι είναι.
Μας περιμένουν στη γωνία
καλοί ψυχίατροι και κακοί αστυνόμοι.
Ο Μάρξ…
τον φοβάμαι
το μυαλό μου τον δρασκελάει και αυτόν
αυτοί οι αλήτες φταίνε
δεν μπορώ γαμώτο να τελειώσω αυτό το γραφτό
μπορεί…ε;…μίαν άλλη μέρα…

***

Η ελευθερία μου είναι στις σόλες
των αλήτικων παπουτσιών μου.
Φέρνω τον κόσμο άνω κάτω.
Μπορώ να σεργιανίσω ότι ώρα μου γουστάρει.
Π.χ. την ώρα που βάζετε τις μασέλες σας
Στο ποτηράκι με το νερό πριν κοιμηθείτε
την ώρα που απαυτωνόσαστε
την ώρα που κάνετε το χρέος σας
στα παιδιά σας, στο σωματείο σας
την ώρα που σας έχουν χώσει την ιδέα
πως τρώτε αυγολέμονο
και τρώτε σκατά
μπορώ και περπατάω,
με τα αλήτικα παπούτσια μου
πάνω από τις στέγες σας
-όχι ρε παιδάκι μου σαν εκείνη
την ηλίθια με τη σκούπα, τη Μαίρη Πόπινς-
δεν πιάνετε το κανάλι μου
μόνο όσοι έχουμε το ίδιο μήκος κύματος
ανθρωπάκια χέστες, κατά βάθος σας λυπάμαι
αλλά τώρα δε χάνω το χρόνο μου μαζί σας
δεν θέλω παρτίδες με κανέναν σας
η ελευθερία σας
είναι στις σόλες των τρύπιων παπουτσιών μου
θάρθει η ώρα που θα τις γλύφετε
και θα ουρλιάζετε κλαίγοντας “θαύμα, θαύμα”
αυτά τα παπούτσια
ποτέ δεν ξεκουράζονται και ούτε βιάζονται
όταν εγώ καθαρίσω από εδώ
θα τα φορέσει ο Παύλος, η Μυρτώ, φοράμε το ίδιο νούμερο, δεν λειώνουν,
όσες πρόκες και αν ρίχνετε στο δρόμο.
Σας βαράνε στο δόξα πατρί σας
θα έρθει η ώρα
που θα τρέχετε απεγνωσμένα στο στιλβωτήριο
“συνοδοιπόροι” και “αποστάτες”
να βάψετε τα δικά σας
μα η μπογιά
δεν θα πιάνει
ότι και αν κάνετε, όσα και αν δίνετε
τέτοιο άτιμο κόκκινο είναι το δικό μας.

***

Καλημέρα, γιατρέ μου.
Μη.
Μη σηκώνεστε. Άλλωστε δεν έχω τίποτα σοβαρό.
Τα γνωστά.
Γράψτε βάλιουμ μαντράξ στεντόν τριπτιζόλ -ξέρετε τώρα εσείς-
Κάντε με κοινωνικό πρόσωπο
βολέψτε με τέλος πάντων με τους ομοίους σας
περάστε με στους χαφιέδες σας
πηδήξτε με αν θέτε
ωραίες οι γκραβούρες στους τοίχους σας.
Τσάκω τώρα στα σβέλτα το χιλιάρικο
και φέρ’ τη συνταγή
γιατί τέρμα η υπομονή μου, παλιόπουστε
κι όπου να ‘ναι θα εκραγεί.
Μη. Μη σηκώνεστε, γιατρέ μου. Δεν είναι σοβαρό.
Ευχαριστώ.
Καλημέρα σας.

***

Βάραγαν στο ψαχνό.
-Στον αέρα ρίχνουν είπαν αυτές.
Ύστερα γέμισε αίμα η λακκουβίτσα στη στάση.
-Πλαστικές είναι είπαν αυτές.
Ύστερα έπεσε κάτω.
-Λιποθύμησε είπαν αυτές.
Ύστερα έμενε ακίνητος
είχανε ξεκινήσει. Έμεινε ακίνητος
είχανε πάρει το τρόλεϊ φύγανε. Πάνε αυτές.

***

Στη χώρα μου
πίσω από την γαλανή οροσειρά
όσοι είχαν γεννήσει παιδιά
φορούσανε παλτά λυκοτόμαρα μακριά
και τα μωρά τους
γύρω από τη φωτιά
με γνώσεις που μυούσαν στο Θάνατο
κοίμιζαν …

***

Τώρα είναι ήσυχα …
Η θάλασσα λείπει μακριά
και τα κοράκια δεν τρώνε
σάπια συκώτια απ’ το ουίσκι.
Μπορούμε να κοιμόμαστε ήσυχοι.
Το κόμμα διασπάστηκε στα χίλια
και ο Μπερλίνγκουερ
έπλεξε με το βελονάκι κουβέρτα
να κουκουλώσουμε τις ταξικές ανησυχίες μας.
Η τάξη που θα ‘φερνε την αλλαγή αποκοιμήθηκε.
Μπορούμε κι εμείς να παίξουμε την ηγεσία.
Κοιμήσου … τώρα είναι ήσυχα. Η εποχή μας.
Νάνι φαΐ και πήδημα.
Οι τραμπούκοι προσεύχονται στο μαξιλάρι μας
κι οι δολοφόνοι δουλεύουν για μας.

***

Αυτός εκεί
ο συγκεκριμένος άνθρωπος
είχε μια συγκεκριμένη ζωή
με συγκεκριμένες πράξεις.
Γι’ αυτό και
η συγκεκριμένη κοινωνία
για το συγκεκριμένο σκοπό
τον καταδίκασε
σ’ έναν αόριστο θάνατο.

Δανιήλ Τσιορμπατζής

Τι όμορφο που είναι να ζεις / να μπορείς να διαβάζεις τον κόσμο / τη ζωή να τη νιώθεις τραγούδι αγάπης / τι όμορφο που είναι να ζεις / σαν παιδί να απορείς και να ζεις.
Αναγνώσεις:220