Χρόνος ανάγνωσης περίπου:24 λεπτά

Ηλίας Πετρόπουλος προκαλούσε με τη θεματολογία, αλλά και με την ανατρεπτική γραφή του | του Δανιήλ Τσιορμπατζή

«Προτιμώ έναν γνήσιο Δολοφόνο από έναν επιτυχημένο γιατρό. Το ότι ένας Δολοφόνος μπορεί, ταυτόχρονα, να ’ναι ένας γλυκύτατος άνθρωπος είναι γνωστόν τουλάχιστον από την εποχή που ο Ντοστογιέβσκι εδημοσίευσε το Έγκλημα και Τιμωρία. Η αστική κοινωνία αυτοθαυμάζεται. Ο Δολοφόνος, ο Πούστης, ο Κλέφτης, η Πουτάνα, σπάνε τον καθρέφτη».

Ηλίας Πετρόπουλος

Ιδιόμορφη περίπτωση στα Ελληνικά Γράμματα ο Ηλίας Πετρόπουλος προκαλούσε με τη θεματολογία, αλλά και με την ανατρεπτική γραφή του. Υπήρξε ένα ελεύθερο πνεύμα, βαθύτατα συναισθηματικό, που εξ αιτίας της ελευθεριότητας του μπορεί να έγραφε προκλητικά, άλλοτε σημαντικά και ενδιαφέροντα και άλλοτε πρόχειρα, λανθασμένα και διώχθηκε άδικα και παράλογα από το ελληνικό κράτος. Οι πολιτικές κρίσεις του στο ίδιο πνεύμα αρκετές φορές χαρακτηρίζονται από αξιοσημείωτη οξύνοια.

Γεννήθηκε σαν σήμερα την 26η Ιούνη του 1928 στην Αθήνα. Σπούδασε νομικά στο ΑΠΘ, δεν ασχολήθηκε ποτέ όμως με τα νομικά. Στην Κατοχή οργανώθηκε στην ΕΠΟΝ Θεσσαλονίκης, όπου γνωρίστηκε και συνδέθηκε με τον ποιητή και δικηγόρο Πάνο Θασίτη, τον μαθηματικό Aλέκο Mαρκέτο, τον Mανόλη Aναγνωστάκη, με τον οποίο συναντήθηκαν στο Γεντί Kουλέ και μοιράστηκαν το ίδιο κελί το 1948 και τον επί κεφαλής της νεολαίας Nάσο Mιχόπουλο. Το 1947 γνωρίστηκε με τη Ναυσικά Κατάκη, φοιτήτρια φιλοσοφικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και στέλεχος της μαθητικής ΕΠΟΝ, που συνελήφθη με τον περιβόητο Ν. 509. Παντρεύτηκαν μετά από μια δεκαετία το 1958 και το 1961 γεννήθηκε η κόρη τους Λήδα.

Με τη νίκη της ΕΔΑ στις δημοτικές εκλογές του 1957 στη Θεσσαλονίκη, ανέλαβε γραμματέας της Πολιτιστικής Επιτροπής του Δημοτικού Συμβουλίου. Τα έργα του προκάλεσαν σειρά από καταδίκες από ελληνικά δικαστήρια (οι τρεις στη διάρκεια της δικτατορίας). Εγκαταστάθηκε από το 1973 στο Παρίσι, όπου σπούδασε τουρκολογία και έκτοτε δεν επέστρεψε ποτέ στην Ελλάδα. Με την πρωτοτυπία των θεμάτων του και με την ελευθεριότητα του ύφους του διαμόρφωσε το δικό του χώρο μέσα στην Ελληνική Γραμματεία και άφησε εμφανές το αποτύπωμά του, διαθέτοντας έντονο το στοιχείο του χιούμορ, αλλά και του αυτοσαρκασμού.

Λαογράφος, ποιητής, πεζογράφος, μελετητής των εικαστικών τεχνών, του Καραγκιόζη και της γελοιογραφίας, ενδυματολόγος, μεταφραστής, βιογράφος, γλωσσολόγος, φωτογράφος, εικονογράφος και ερευνητής του ρεμπέτικου. Πνεύμα ανήσυχο και ερευνητικό, πολέμιος των ακαδημαϊκών και του κατεστημένου, ήταν ο πρώτος λαογράφος στην Ελλάδα που ασχολήθηκε με το περιθώριο και κατέγραψε πρόσωπα και πράγματα περιφρονημένα από την επίσημη ιστορία της χώρας του. Μελέτησε την ελληνική εικαστική ζωή, το ρεμπέτικο και τον Καραγκιόζη. Έγραψε για τον καφέ και τη φασολάδα, για τα μπαλκόνια και τις αυλές, για το χασίς και τον υπόκοσμο, για φυλακές και μπουρδέλα.

Δοκιμιογράφος και ποιητής που κατέγραψε με ευρηματικότητα και πολύ κόπο συνήθειες και πτυχές του λαϊκού πολιτισμού που σπάνια καταγράφουν η επίσημη λαογραφία και ιστορία, ο συγγραφέας δεκάδων βιβλίων που με την ελευθερία και τη γλώσσα τους σκανδάλισαν τα λεγόμενα «χρηστά ήθη», ξεκίνησε να δημοσιεύει κείμενα τη δεκαετία του ’60.

Τα πρώτα του γραπτά του Ηλία Πετρόπουλου αφορούσαν μονογραφίες ζωγράφων: του Μοσχίδη, του Πεντζίκη, του Παραλή, του Τέτση, του Σικελιώτη, αλλά και του Μποστ και του Καναβάκη. Για τη γνωριμία του με τον Πεντζίκη έγραψε στο «Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης», που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1958 στην Θεσσαλονίκη:

«Ο Πεντζίκης μου έμαθε να έχω τα μάτια μου ανοιχτά. Ο Πεντζίκης μου έδειξε πώς να χρησιμοποιώ τα μάτια μου. Περαιτέρω, από τον Πεντζίκη συνήθισα να βλέπω λοξά, διαγωνίως, παρανοϊκά, αξονομετρικά, ανορθόδοξα. Ο Πεντζίκης δεν είναι παντογνώστης. Και τα κενά της παιδείας του και των ενδιαφερόντων του είναι απροσδόκητα. Ωστόσο, από τον Πεντζίκη εγνώρισα την Θεσσαλονίκη πέτρα την πέτρα. Κι όταν ήρθε ο καιρός να γνωρίσω (ένεκα άλλων στόχων) την Αθήνα και τον Πειραιά, την Καβάλα και το Παρίσι, είχα ήδη αρκετή πείρα. Την βυζαντινή τέχνη, επίσης, κοντά στον Πεντζίκη την εσπούδασα. Γιατί, ο Πεντζίκης είναι ο δημιουργικός σπεσιαλίστας της βυζαντινής τέχνης, κι όχι οι διάφοροι Ξυγγόπουλοι. Από τον Πεντζίκη άκουσα ολόκληρες ιστορίες για μυθικά πρόσωπα της λογοτεχνίας μας: πως εγνώρισε τον Παλαμά, πως φερότανε ο Ψυχάρης, πως συνάντησε τον Σκαρίμπα, κι άλλα τέτοια. Ο Πεντζίκης δεν είχε ποτέ του άμεσα λαογραφικά ενδιαφέροντα, αλλά οφείλω να πω ότι, ανέκαθεν οι καλύτεροι φίλοι μου ήσανε ζωγράφοι και από τους ζωγράφους έκλεψα το μέγα δώρον της παρατηρητικότητας. Δεν μπορώ να συνεχίσω έτσι. Διανύω την έκτη δεκαετία της ζωής μου και δύναμαι να ισχυριστώ ότι σχετίστηκα με τους σημαντικότερους νεοέλληνες καλλιτέχνες και λογοτέχνες. Κανείς τους δεν με εντυπωσίασε όπως ο Πεντζίκης»

Το πρώτο του βιβλίο κυκλοφόρησε το 1966: «Ελύτης, Μόραλης, Τσαρούχης» (Γράμματα 1980, Πατάκης 1998).

Τα ρεμπέτικα τραγούδια

Σχεδόν όλα όσα γνωρίζουμε για την ιστορία του ρεμπέτικου, τους ίδιους τους ρεμπέτες, το έργο και τη ζωή τους, τα οφείλουμε στο γεγονός ότι ένας παθιασμένος δημοσιογράφος αποφάσισε να εμβαθύνει στην αγάπη του για τη μουσική που του ’χε μάθει ο πατέρας του και να βγάλει το έργο-ορόσημο «Ρεμπέτικα Τραγούδια».

Με συγκρότημα μπουζουξήδων στο ΚΥΤΤΑΡΟ το 1972. Διακρίνονται οι Στέλιος Κερομύτης, Μιχάλης Γενίτσαρης, Μπιρ Αλλάχ, Κούλης Σκαρπέλης, Γιώργος Μουφλουζέλης

Από τη δεκαετία του ’50 ο Ηλίας Πετρόπουλος ξεκίνησε την μεγαλύτερη έρευνα που έχει γίνει μέχρι σήμερα για τα ρεμπέτικα τραγούδια, μιλώντας με δεκάδες εναπομείναντες προπολεμικούς μάγκες, ρεμπέτες και μαχαιροβγάλτες (σερέτες), συλλέγοντας φωτογραφίες και δίσκους, σώζοντας υλικό που εκείνη την εποχή η ελίτ της διανόησης τα θεωρούσε σκουπίδια. Και αυτήν την ελίτ ο ίδιος θα συνέχιζε να τη περιφρονεί μέχρι να πεθάνει. Όπως γράφει «τα ρεμπέτικα τραγούδια είναι τραγούδια της καρδιάς. Και μόνον όποιος τα πλησιάζει με αγνό αίσθημα τα νιώθει και τα χαίρεται. Γιατί η καρδιά με καρδιά μετριέται… Η συζήτηση για τα ρεμπέτικα τραγούδια άρχισε πριν είκοσι χρόνια από τις στήλες του Ριζοσπάστη, αλλά τότε ελάχιστοι δέχονταν την αξία και την ομορφιά τους. Οι εχθροί τους ήταν πανίσχυροι. Το 1948 πρώτος ο Μάνος Χατζηδάκης είχε το κουράγιο να δώσει μια διάλεξη όπου με λόγια εγκάρδια υποστήριξε το ρεμπέτικο τραγούδι… Σιγά-σιγά, όλοι θυμήθηκαν τις παλιές χαλκογραφίες, που έδειχναν τα κλεφτόπουλα του 1821 να παίζουν ταμπουρά, και τους έλληνες ζωγράφους του παρελθόντος αιώνος, που συχνά ζωγράφισαν απλούς ανθρώπους να κρατούν μπουζούκι. Ακόμη θυμήθηκαν το μπουζούκι του Ρήγα Φεραίου και το μπουζούκι του στρατηγού Μακρυγιάννη, που ατόφιο σώζεται στο Εθνολογικό Μουσείο… Είθε σύντομα τα ελληνόπουλα να διδάσκονται στο σχολείο την απαράμιλλη ωραιότητα των ρεμπέτικων τραγουδιών».

Το 1968 κυκλοφόρησαν, χωρίς σφραγίδα λογοκρισίας «Τα ρεμπέτικα τραγούδια», συμπεριλαμβάνοντας στην τελική έκδοση της ανθολογίας του πάνω από 1500 τραγούδια. Έκδοση για την οποία είχε την πρώτη του καταδίκη: πεντάμηνη φυλάκιση. Έλεγε ο ίδιος: «Το βιβλίο μου για τα ρεμπέτικα μου κόστισε μια πεντάμηνη φυλάκιση και ένα ωραίο διαζύγιο. Η φυλακή και το διαζύγιο, μου χάρισαν την ελευθερία μου».

Στην συνέντευξη του στο περιοδικό «Γυναίκα» (15-5-1974) μεταξύ άλλων θα πει ότι το ρεμπέτικο «είναι ο διάδοχος και κληρονόμος του δημοτικού τραγουδιού».

Είναι ενδιαφέρον να αναζητήσουμε τους λόγους της λεγόμενης αναβίωσης του ρεμπέτικου, από την μεταπολίτευση και μετά, από τους κόλπους της αριστεράς. Η μεταπολίτευση χαρακτηρίζεται από έντονες και εξαιρετικά βίαιες συγκρούσεις νεολαίων με τις δυνάμεις της αστυνομίας. Ο αντιελιτισμός της εποχής δεν πέρασε απαρατήρητος από την αριστερά ανακαλύπτοντας και προβάλλοντας μια απωθημένη μορφή κουλτούρας του παρελθόντος. Το ρεμπέτικο επανανοηματοδοτήθηκε. Σε αυτό το γεγονός, έπαιξε καθοριστικό ρόλο και η φυλάκιση του Ηλία Πετρόπουλου από την χούντα, εξαιτίας της έκδοσης του βιβλίου «Ρεμπέτικα Τραγούδια». Όπως ο ίδιος είχε δηλώσει, η φυλακή ήταν ευκαιρία γι’ αυτόν, ώστε να βρεθεί και να καταγράψει τους αγαπημένους του μάγκες, νταήδες και να τους γνωρίσει από κοντά. Συγχρόνως, όμως, έδωσε ένα τόνο αμφισβήτησης με σύμβολο το ρεμπέτικο. Την περίοδο εκείνη αναζητούνται οι βετεράνοι ρεμπέτες, εκδίδονται πολλές βιογραφίες και οργανώνονται συναυλίες. Όλα αυτά είχαν μεγάλη απήχηση σε πολλές νεολαιίστικες ομάδες και φοιτητές.

Άλλες καταδίκες

Ακολούθησαν πολλές καταδίκες: Για τα «Kαλιαρντά» έγινε δίκη στις 8.5.1972, που είχε ως συνέπεια τον εγκλεισμό του στις φυλακές Κορυδαλλού για πέντε μήνες, ενώ την ίδια χρονιά χρεώθηκε με άλλους επτά μήνες φυλακή και πρόστιμο 5.000 μεταλλικών δραχμών για τη λέξη «αιδοίον» που περιεχόταν σε διήγημά του «Σώμα» που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Τραμ» (Φλεβάρης 1972, τεύχος 3-4).

Το 1972 διεκδίκησε και πέτυχε να αποκτήσει αστυνομική ταυτότητα η οποία ανέγραφε στο θρήσκευμα «άθεος». Μέχρι το 1998 —δηλαδή για πάνω από 25 χρόνια και μέχρι τα 70 του— εκκρεμούσε εναντίον του καταδίκη σε φυλάκιση για προσβολή της θρησκείας.

Στο Παρίσι

Αηδιασμένος από τη βιομηχανία των διώξεων εις βάρος του αποφασίζει να φύγει οριστικά από την Ελλάδα, επιλέγοντας να εγκατασταθεί στο Παρίσι (1975), μετά και τη γνωριμία του με τη Μαίρη Κουκουλέ κι επισημαίνει: «Λόχοι μασόνων χαφιέδων δούλων και θηλυπρεπών καταστρέφουν, οι αχάριστοι, τις πόλεις και τα αρχοντικά. Έκαστος έλλην, ως άλλος Ιωάννης Βαπτιστής, κρατάει την κομένη κεφαλή του. Δεν θέλουμε μια πατρίδα φέρετρον δόξης. Κλείστε τα σύνορα στους τουρίστες. Σέρνουν τη σύφιλη κοντά τους. Ζητούν να ανασκάψουν τους τάφους των ηρώων, που κοιμούνται τον ειρηνικόν αιώνιον ύπνον. Στον θάνατο (έστω) αλλά μόνοι μας. Οι ρομαντικοί είναι αριστοκράτες ήθους. Σώζει ο απομονωτισμός. Να πετροβολάτε τους ανάξιους ξένους, γιατί αυτοί θα μας κάνουν να απαρνηθούμε το προσωπικό όραμα της οικουμένης… Κλείστε τις εξόδους σ’ αυτούς, τους δήθεν έλληνες, που αρέσκονται να περιτρέχουν την αλλοδαπή. Ο Σωκράτης ποσάκις εξήλθε της Αττικής; Μόνον ελληνικά μάθαμε για να παραμείνουμε άμωμοι. Σκοτώστε τους τουρίστες».

Σπουδάζει επί τρία χρόνια τουρκολογία στην École Pratique. Γράφει για την απόφασή του αυτή: «Aυτό που μ’ ενδιέφερε ήταν η στρουχτούρα της τουρκικής γλώσσας. H τουρκική δεν έχει καμιά σχέση με την ινδοευρωπϊκή οικογένεια, όπως δεν έχει καμιά σχέση με τις αραβικές γλώσσες, τις σημιτικές κ.λπ. H αργκό μας είναι κατά το ήμισυ βασισμένη στην τουρκική αργκό των καπανταήδων της Πόλης».

Το 1979 κυκλοφόρησε ένα από τα πιο γνωστά βιβλία του, «Το εγχειρίδιο του καλού κλέφτη» (εκδόσεις Νεφέλη).

Ήταν μια πρωτοφανής στην ελληνική γραμματεία ακτινογραφία των σχέσεων του υποκόσμου με τους μηχανισμούς της εξουσίας. Ο εκδότης Γιάννης Δουβίτσας (1943-2003) και ο ευρισκόμενος ήδη στη Γαλλία Πετρόπουλος βρέθηκαν στη δίνη δικαστικών διώξεων. Το βιβλίο απαγορεύτηκε και αντίτυπά του κατασχέθηκαν. Η κυκλοφορία του επιτράπηκε μετά από δικαστικές περιπέτειες.

Τα έτη 1983-84 έζησε στη Γερμανία, μετά από πρόσκληση της Γερουσίας του Bερολίνου, όποτε και ήρθε σε επαφή με πολλούς Γερμανούς αλλά και Τούρκους συγγραφείς. Επέστρεψε στο Παρίσι από όπου συνέχισε ασταμάτητα να γράφει βιβλία για την Ελλάδα.

Τα βιβλία του

Πενήντα επτά βιβλία που έχουν κυκλοφορήσει από διαφορετικούς εκδοτικούς οίκους και αυτοεκδόσεις σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Παρίσι από το 1966 έως και το 2005.

Από το 1990 τριάντα επτά βιβλία του κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Νεφέλη» σε τυποποιημένη σειρά:

Εγχειρίδιον του καλού κλέφτη,

Πτώματα, πτώματα, πτώματα,

Καλιαρντά,

Ιωάννου Αποκάλυψις,

Ψειρολογία,

O τούρκικος καφές εν Ελλάδι,

O μύσταξ,

Το άγιο χασισάκι,

Τα μικρά ρεμπέτικα,

H μυθολογία του Βερολίνου,

Το μπουρδέλο,

Ελληνικές σιδεριές,

Δώδεκα τραγουδάκια από την Παλατινή Ανθολογία,

Της φυλακής,

Τοπόρ,

Αρετίνου,

ακόλαστα σονέτα,

H φουστανέλα,

Ποτέ και τίποτα,

Ποιήματα,

H εθνική φασολάδα,

Κυρίως αυτό (συλλογή από κολάζ),

Τα σίδερα,

η λάσπη,

τα μπαστούνια,

Το ταντούρι και το μαγκάλι,

Καρέκλες και σκαμνιά,

Το παράθυρο στην Ελλάδα (φωτογραφικό άλμπουμ),

Υπόκοσμος και Καραγκιόζης,

Ιστορία της καπότας,

Περίπτερα, αυτοκίνητα, κλουβιά,

Τέσσερις ζωγράφοι,

Καπαντάηδες και μαχαιροβγάλτες,

O κουραδοκόφτης,

Παροιμίες του υποκόσμου.

Από τις εκδόσεις «Πατάκη» κυκλοφορεί και η «Ονοματοθεσία οδών και πλατειών».

Τα Καλιαρντά

Τα «Καλιαρντά» αποτελούν μια ξεχωριστή περίπτωση. Μέσα σε ένα ευρύτερο ασφυκτικό, εθνικιστικό πλαίσιο λογοκρισίας της αριστεράς, πολιτικών δολοφονιών αριστερών προσωπικοτήτων και αγωνιστών, με νωπή ακόμη την εμπειρία του εμφυλίου και με μια επικρατούσα εθνοπροδωτική, άκρα συντηρητική ιδεολογία τρομοκρατίας που εφάρμοζε το μετεμφυλιακό κράτος και παρακράτος−, που ήταν ξεκάθαρα ομοφοβική και ξεκάθαρα αντιδραστική και πατριαρχική, ο Ηλίας Πετρόπουλος αποφασίζει να εντρυφήσει στην κρυφή γλώσσα των ομοφυλόφιλων στην Ελλάδα.

Από την εισαγωγή του συγγραφέα στα «Καλιαρντά»:

«Στο καιρό μας πια πιστεύουν ότι όλα γράφονται, αφού όσο καθαρότερα βλέπουμε τόσο αγνότερα ζούμε. Οι μετριοπαθείς είναι ψεύτες. Οι ριζοσπαστικές ιδέες οι μόνες ιδέες. Κατέχω σημαίνει ψυχορραγώ. Εκείνοι, που λόγω αρμοδιότητος, διώκουν τους συγγραφείς ας μάθουν, επιτέλους, να τους βλέπουνε με προοπτική μερικών δεκαετιών. Εξάλλου, ποιος συγγραφεύς δέχεται άλλην εξουσίαν έξω από την εξουσία της καρδιάς του; Οι συγγραφείς γνωρίζουν κάλλιστα πως θεωρούνται περιττοί. Ακριβώς γιαυτό ταυτίζουν τα ιδεώδη με τα πεπρωμένα τους. Εμάς οι ηθικολόγοι».

«Οι συγγραφείς, τώρα πια, δεν πρέπει να γράφουν όμορφα, αλλά σκληρά. Δυστυχώς οι μικροαστοί χαράσσουν την μοίρα της Ελλάδος. Αυτά τα αήττητα κνώδαλα ήταν, είναι και θα είναι ανεπίδεκτα ασθητικής διαπαιδαγωγήσεως. Κι έτσι στην αλλοπρόσαλλη χώρα μας, ων Έλλην, πρέπει διαρκώς να πείθεις ότι είσαι όντως έλλην. Οι άνθρωποι με τα επίχρυσα μανικετόκουμπα ωθούν τους συγγραφείς στην αυτοκτονία. Των μικροαστών το πνεύμα διέβρωσε την πατρίδα. Η φύτρα και η φύση του έλληνος απέβη ολοκληρωτική. Φασίστριες πρωταρχικές οι μανάδες μας. Οι έλληνες αγνοούν την κριτικήˑ άρα τον διάλογο. Ανέκαθεν ο λαός υφίσταται για να χρησιμοποιείται.»

«Ο κυνισμός δεν αποκλείει την αγάπη. Επιζείς στην Ελλάδα μόνον αν σε κατέχει ο διάβολος. Οι συμπατριώτες μου καθεύδουν όταν η χώρα δημοπρατείται. Επαγγελματίες έλληνες υπεραμύνονται της ιδέας του ελληνισμού. Λησμονούν πως ο ελληνισμός είναι η ευρύτερη έννοια της Ελλάδος, εδώ και αιώνες. Στον καιρό μας, περισσότερο από ποτέ, είναι χρήσιμα τα πλήγματα κατά των ελλήνων, όπου μόνο βρίζουν ή χειροκροτούν και ποτέ δεν σκέφτονται. Η αιτιολογία του γεγονότος της 21-4-67 αρχίζει να διαφαίνεται. Δέξου αυτό το γεγονός και ήδη έκανες ένα βήμα. Όποιος μαχαιρώνει τους ρομιούς εκδήλως τους ευεργετεί. Πάντως, επί του παρόντος, προτιμώ να μένω φιλέλλην, παρά έλλην.»[…]

«Εμείς, όλοι μας, από του παρελθόντος αιώνος, υφιστάμεθα έναν ασταμάτητο και εντεινόμενο πνευματικό βιασμό. Η γνώση σώζει. Αλλά ακόμη δεν εγράφη η ιστορία της νεοελληνικής τέχνης. Ούτε της νεοελληνικής μουσικής. Η δε τιμή του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη επιμόνως διασύρεται. Ευλογητή η ιερή αλήθια. Οι έλληνες, σαν λαός γνησίων χατζαϊβάτηδων, είθισται να πρεσβεύουν αλλότριες ιδέες. Παιδιόθεν, συμπιέζουν στην κεφαλή μας τους ενάριθμους Λουδοβίκους και Ερίκους και Ναπολέοντες. Τίποτα, όμως, δεν μας εδίδαξαν για τους σουλτάνους, που, χθες ακόμη, τύποις και ουσία, εβασίλευαν στον τόπο μας. Και τίποτα δεν μάθαμε για τον μαγικό περσικό πολιτισμό και τον ισάξιό του πολιτισμό των αράβων. Η λεγόμενη εθνική παιδεία είναι πλέον αναγκασμένη να καθιερώσει την εδελεχή διαδασκαλία της τουρκικής ιστορίας. Αν, φυσικά, επιθυμούμε να εφαρμόσουμε το δελφικό γνώθι σεαυτόν. Ή, τουλάχιστον, να μάθουμε να ξεχωρίζουμε έναν αναρχικό από έναν χαφιέ.»

Το τέλος

Βαθύς γνώστης και επίμονος ερευνητής της ελληνικής γλώσσας, πιστός στην πολυτονική γραφή, έψεγε τον καθωσπρεπισμό του «πολιτικά ορθού».

Παρατήρησε από κοντά την κουλτούρα των περιθωριακών κοινωνικών ομάδων και των λαϊκών στρωμάτων κι έγραψε γι’ αυτές με χιούμορ, με προκλητική γλώσσα, με νεύρο, εκφράζοντας συχνά μια έκκεντρη οπτική. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 δεχόταν ανά καιρούς προσκλήσεις να επισκεφθεί την Ελλάδα ή να επιστρέψει για μόνιμη διαμονή, συνοδευόμενες από άτυπες διαβεβαιώσεις ελληνικών κυβερνήσεων ότι δεν θα υποστεί διώξεις. Σε αυτές τις προσκλήσεις απαντούσε πάντοτε αρνητικά.

Ο Ηλίας Πετρόπουλος πέθανε την Τετάρτη 3 Σεπτέμβρη 2003 στις 23. 10′ ώρα Γαλλίας στο Παρίσι, ύστερα από δύο χρόνια μάχης με τον καρκίνο. Σύμφωνα με την τελευταία του επιθυμία η σορός του αποτεφρώθηκε και οι στάχτες πετάχτηκαν σε υπόνομο του Παρισιού σύμφωνα με διαθήκη του που είχε καταθέσει στο ελληνικό Προξενείο του Παρισιού ακριβώς δέκα χρόνια πριν το τέλος του (6. 9.1993).

«Oι αναίσθητοι με ρωτούν:
― γιατί δεν γυρίζετε στην Eλλάδα;
Bεβαίως, τυγχάνω υποχρεωτικώς έλλην,
αλλά η χώρα μου με κουρελιάζει.
Δεν θάθελα να ξαναπατήσω στην Aθήνα.
Kαι είπα στη γυναίκα μου:
― όταν ψοφήσω, εδώ, στο Παρίσι,
να κάψεις το κουφάρι μου στο κρεματόριο
και να ρίξεις τις στάχτες στον υπόνομο.
Tέτοια είναι η διαθήκη μου».
[Aπό τη συλλογή Ποτέ και Tίποτα]

Ένα μέρος του κειμένου-ποιήματος «Σώμα» του Ηλία Πετρόπουλου με αφορμή από τα γυμνά γυναικεία σχέδια του Παύλου Μοσχίδη. Ευαισθησία και λυρισμός, αλλά ταυτόχρονα και δωρικό φιλοσοφικό προφίλ.

Σώμα

Τι τα θέλετε∙ μια γυναίκα γυμνή είναι θλιβερόν θέαμα.

Δυστυχώς δεν παρεφρόνησα εισέτι.

Η τέχνη έχει τη δική της ηθική.

Η ομορφιά νομιμότης της φύσεως.

Μπρός στο γυμνό γυναικείο σώμα τα μικρά παιδιά απορούν

και τρομάζουν οι τρυφεροί γνήσιοι άνδρες.

Ένα γυναικείο γυμνό κορμί υποβάλλει μια συζήτηση περί προσωπικότητος.

Σώμα γλυκύτατο ολέθριο περίβλημα.

Της ημέρας σώμα και του μεσονυκτίου∙ σώμα της παρηγοριάς.

Δεν είναι φρόνιμο να βλέπουν όλοι οι άνθρωποι γυμνές τις ωραίες∙

μη ρίπτετε τα άγια τοις κυσί και τους μαργαρίτας τοις χοίροις.

Έχω στημένον πόλεμο βαθιά μου.

Θέα σημαίνει ιδεατή κατοχή.

Η ζωή είναι βουβή είναι. Όνειρα απαιτώ.

Η θλίψη μου αποτελεί την ευτυχία μου.

Σώμα, εσύ ’σαι η ψυχή.

Ω, αοίδιμον αιδοίον∙ ω σχισμή αμφίστομη με την αργυρή υγρασία. (…)

Στον έρωτα όλοι είμαστε αυτοδίδακτοι.

Ο έρως δεν είναι σκοπός.

Οι άνδρες παραμένουν πιστοί μόνον προς την εργασία.

Οι άνδρες θεωρούν το έρωτα αλληγορικό διάλειμμα.

Η λήθη ο ανήθικος αυτός μηχανισμός η λήθη.

Η ωραία νεκρή μάλλον είναι αδύνατο να νιώθει υπερηφάνια.

Και την πατρίδα λησμονώ μπρος σ’ ένα γυμνό νεανικό γυναικείο σώμα.

Η παρουσία της γυναίκας επιβάλλει την περισυλλογή.

Ναι∙ είναι ένας μύθος η δήθεν πλήρωση που προσφέρει ο έρως.

Ονομάζουν ζήλια την αμοιβή του ερωτευμένου προς τη σύνευνόν του.

Η φιλολογία, στον καιρό μας, διέβρωσε και την σεξουαλική πράξη.

Ο έρως δεν εζήτησε την έγκρισή μας.

Οι άνθρωποι της Ανατολής, εκ παραδόσεως και επί χιλιετίες,

είχανε το αρτιότερο σύστημα ιδιοκτησίας γυναικείων σωμάτων.

Το σώμα της γυναίκας είναι ένα οπτικό φαινόμενο,

που ορμητικά τείνει να γίνει ένα γεγονός αφής.

Η συνουσία είναι πάλη. Μόνο στο σκοτάδι δεν φοβάμαι.

Ρόγχος η συνουσία.

Ω, ιερόν αιδοίον και αηδές∙ ω, φιδομάνα και φιδότρυπα και φιδοφωλιά∙

ω, αντι – ωραίον αιδοίον, προπύλαια της πλήξεως∙

ω, γλυκιά μου τιμωρία.

Οι άνδρες, ενώπιον μιας γυμνής γυναίκας, είναι περισσότερο

ντροπαλοί απ’ όσον υποθέτετε.

Αγκάλιασέ με και πνίξε με∙ η αισχρότης το καύχημά μου.

Για το χατίρι τής αγαπημένης γίνομαι Λερναία Ύδρα.

Η δραματικότης της ανθρώπινης ψυχής, ερείδεται στην υποχρεωτική

συγχώρηση που παρέχει ο καθείς εις εαυτόν για την ανηθικότητά του.

Μίσος έρως μαύρος.

Η ιδεώδης ερωτική πράξη με δάκρυα λήγει.

Σου φιλώ τα μάτια, γιατί κι εσύ νιώθεις ότι ο έρως

αποτελεί το απαράδεκτον λάθος της φύσεως.

Δύο εραστές δύο συνένοχοι δύο.

Όποιος επαφίεται στη μοίρα ζει στην αλήθια.

Όμως και τα αισθήματα αποταμιεύονται.

Τώρα σ’ αγαπώ∙ και τώρα νιώθω σα νάχω βγάλει φύλλα.

Με γιασεμιά στολίζω τις μουχλιασμένες σου μασχάλες.

(Είναι φορεύς συνειδήσεως ο ερωτευμένος;)

Κάτι τι ζωώδες ενυπάρχει στην λατρεία της γυναικείας ομορφιάς.

Το κάλλος η φιλοδοξία της νεότητος.

Ω, αιδοίον, χοάνη του διαβόλου∙ ω, αιδοίον, δοξασμένε νεροχύτη∙

ω, αιδοίον, Μέκκα των λογισμών μου∙ ω, μακεδονικέ ουρανέ. (…)

Για τα ρεμπέτικα

Λόγος ἐπικήδειος

διὰ τὰ παλαιὰ ἄγνωστα ρεμπέτικα τραγούδια,

ἀλλὰ συγχρόνως καὶ ἐλεγεία

εἰς ἀνάμνησιν τῆς ὀμορφιᾶς μιᾶς γυναίκας

ἐξαιρετικῶς ἀγαπηθείσης.

Καλοῦνται ρεμπέτικα τραγούδια τὰ ἄσματα τῶν πληγωμένων, ἁπλῶν, ἁγνῶν καὶ αἰσθαντικῶν ψυχῶν τῆς Ἑλλάδος. Ἡ περιφρονημένη χωρὶς ἀνταπόκριση ἀγάπη καὶ τὸ τρισμέγιστον μαρτύριον τοῦ θαμένου ἑκουσίως ἔρωτος ἀπὸ τὰ ρεμπέτικα τραγούδια ἐξόχως ἀνιστορήθησαν. Τὰ ρεμπέτικα ὑπῆρξαν κάποτε ἡ παρηγοριά μας. Ἦταν οἱ λευκοὶ ἀσπασμοὶ τῶν παραγνωρισμένων. Ἀξιώθηκα νὰ κρατήσω στὰ χέρια μου τὸ βουβό, πλέον, μπουζούκι τοῦ στρατηγοῦ Μακρυγιάννη. Ρεμπέτικα δὲν τραγουδοῦσαν οἱ γυναῖκες (αὐτὲς συνήθως ἀργὰ κατανοοῦν τὸ πόσο ἀγαπήθηκαν), οὔτε τὰ τραγουδοῦσαν οἱ σκληρόκαρδοι.

Ὄχι μόνο γιὰ τὴν ἀλήθια, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ὀμορφιὰ τῆς ἀλήθιας νιάζομαι. Μὴ μοῦ στείλεις περιστέρια· μαντεύω τὰ λόγια ἀγάπης ποὺ θὰ μοῦ πεῖς. Ὁ ἔρως συμβαίνει σὰν δυστύχημα. Κρατοῦσα, τότε, σὰν βιολὶ τὸ σῶμα σου, μὰ τώρα ποὺ εἴμαστε μακριὰ σ’ ἔχω φωτιὰ παντοτινὴ μὲς στὴν καρδιά μου. Θὰ ψάχνεις λυπημένη νὰ μὲ βρεῖς στοὺς ἄδειους δρόμους καὶ θὰ ρωτᾶς παντοῦ γιὰ μένα, καὶ στὴν περιρρέουσα μελαγχολία τῶν ρεμπέτικων τραγουδιῶν θὰ ἀναζητᾶς ἐπὶ ματαίῳ παρηγοριά. Ἐφέτος ἀνήμερα τὸ Πάσχα ἔβρεχε καὶ ἡ δολιότης πίκραινε τὴν καρδιά μου. Τὸ ξέρω· ἡ θέση μου εἶναι στὸ νεκροταφεῖο. Εἴμασταν ἀκόμη παιδιὰ ὅταν μᾶς μάραναν καὶ ζήσαμε σὰν γέροι. Δὲν εἶμαι δικὸς μου. Σιωπῶ μὲν, ἀρνοῦμαι δὲ νὰ πεθάνω γιατὶ τὰ δακρυσμένα μάτια σου πάντα μὲ γνέφουν. Θλιβερὰ βλέματα τέκνα τῆς σιωπῆς μου. Ὁ θάνατος ἀπόψε διώχνει τὸ κάθε τι ἀπ’ τὴν ψυχή μου. Χαίρομαι τὴν παραφροσύνη μου τώρα.

Τὸ ἀληθὲς ἀπόβαρον ἑνὸς ἀνθρώπου ἰσοῦται μὲ τὶς ἀγάπες, τὸν οἶκτο καὶ τὴν ἀηδία ποὺ ἔνιωσε στὴ ζωή. Δύο μεγάλες ἀδικίες ἐγνώρισα: τὴν φτώχια καὶ τὴν ἐρωτικὴ καταφρόνια. Τὰ ρεμπέτικα προήχθησαν εἰς μαυσωλεῖον αἰσθημάτων. Τὸ νὰ ὑποφέρεις ἀπ’ του κόσμου τὶς πίκρες εἶναι ἀναγκαῖον, καὶ ἴσως νόμιμο. Πάθος ἔδωσα καὶ πάθος δὲν ἔλαβα, κι ὅ,τι ἔπιασα ἔγινε στάχτη. Πολλὰ ἐδιδάχθην ἀπὸ τὰ ρεμπέτικα. Ὁ πατέρας μου μὲ γαλούχησε μὲ τὰ τραγούδια αὐτὰ. Ἔχτισα τὸ παρὸν βιβλίο, σὰ νὰ ἔχτιζα χελιδονοφωλιὰ, πρὸς χάριν του ἰσοβίου φίλου Τσιτσάνη. Τὴν ἐγκαρτέρηση ἐδιδάχθην ἀπὸ τὰ ρεμπέτικα.

Σήμερον κηδεύομαι. Σβήνω (ἄχ, σβήνω) ὅταν ἐσὺ χρησιμοποιεῖς τὰ αἰσθήματά μου σὰν κέρματα. Ἂν πρόκειται κανεὶς νὰ διατηρήσει τὴν εὐαισθησία του ἂς εἶναι ὁ ἡττημένος. Τὰ ρεμπέτικα τραγούδια βάλλουν ὡς ἀναμνήσεις. Ζήσαμε τὶς πιὸ ἐφιαλτικὲς νύχτες τοῦ αἰῶνος. Οἱ ἐνθυμήσεις ἐλλοχεύουν. Ένιωσα τὰ πάντα μόνον σὰν πάθη. Ἄφησέ με νἆμαι παράφορος, ἀφοῦ ἡ λογικὴ εἶναι ὁ προθάλαμος τῆς τρέλας. Ὑπήρξα ἕνας Ἰδανικὸς Φαῦνος. Θὰ σὲ γκρεμίσω μὲ δάκρυα, ζοφερὴ πολυαγαπημένη.

Τὰ ρεμπέτικα τραγούδια εἶναι τραγούδια τῆς καρδιᾶς. Καὶ μόνον ὅποιος τὰ πλησιάσει μὲ ἁγνὸ αἴσθημα τὰ νιώθει καὶ τὰ χαίρεται. Γιατὶ, ἡ καρδιὰ μὲ καρδιὰ μετριέται.

Ἔκλεισεν ὁ κύκλος τῶν ρεμπέτικων τραγουδιῶν. Ἀνήκουν πιὰ στὸ παρελθὸν τὰ τραγούδια αὐτὰ. Χοροστατῶ μοιραίως στὸ μνημόσυνό τους ἀφοῦ ὁ *** κυμαίνεται, τὴ νύχτα αὐτή, μεταξύ εὐφημίας καὶ ἐπιβιώσεως.

Αἴφνης σκοτείνιασε ἡ πλάση καὶ ἡ αὐτοκτονία ἀπέβη τὸ ὄνειρο ἑκάστου ἐχέφρονος ἀνθρώπου. Ὁ θεηφόρος ἔρως μόνη πειθὼ τῆς ζωῆς. Φυλακτὰ σὲ σχῆμα καρδίας ἀντίκρυσα στὸ βυζαντινὸ μουσεῖον Ἀθηνῶν. Στὰ λάσια μπράτσα τῶν ρεμπέτηδων συχνὰ βλέπω κεντημένη μιὰ καρδιὰ μὲ φυλλοκάρδια, ὅπου στὴ μέση της ἔχει τὸ ὄνομα τῆς πολυαγαπημένης.

Οἱ νεοελληνικοὶ αἰῶνες ἐγκυμονοῦσαν τὰ ρεμπέτικα τραγούδια. Στὸν ἔρωτα ὁ χρόνος ἐτάχθη ὑπὲρ τῶν ἀνδρῶν. Ἀφότου γεννηθήκαμε ὁ θάνατος ἀναμένει. Ἤπια τὰ χίλια πικρὰ ὄχι, πρὶν καταπιαστῶ μὲ τὰ ρεμπέτικα. Οἱ χαρὲς, ὅπως καὶ οἱ ἡδονές, ὁδηγοῦν στὴν γνήσια θλίψη. Σὰν χειρονομίες σφοδροῦ κοπετοῦ μοιάζουν τὰ φτερουγίσματα αὐτουνῶν ποὺ χορεύουν ζεϊμπέκικο. Ὁ Γιάννης Τσαρούχης ξέρει γιατὶ ἀποκαλεῖ τὸν ζεϊμπέκικο Χορὸ τῶν Χορῶν. Ἴσως, μόνον ἕνας ἐρωτευμένος μπορούσε νὰ συντάξει τὸν ἐπικήδειο τῶν ρεμπέτικων τραγουδιῶν, ποὺ ἐξακολουθοῦν νὰ φαντάζουν σὰν μαγικὸς λουλουδότοπος μακρινὸς, ὁριστικὰ χαμένος καὶ ἀπροσπέλαστος. Ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου (ἰσχυρὸς ὡς ὁ ἔρως, πανίσχυρος ὡς ὁ θάνατος) ἐξακοντίζεται πρὸς τὸ παρελθόν. Ἡ θλίψη ἀποτελεῖ τὴν ἠχῶ τῶν ἐρωτικῶν λαϊκῶν ἀσμάτων. Εἴθε, σύντομα τὰ ἑλληνόπουλα νὰ διδάσκονται στὰ σχολεία τὴν ἀπαράμιλλη μελαγχολία τῶν ρεμπέτικων τραγουδιῶν.

Θὰ σταδιοδρομήσω τοῦ λοιποῦ ὡς προδότης. Κατάβαθα κι ἐγὼ, κατάβαθα κι ἐσὺ, πληγώσαμε τὶς καρδιές μας. Ὅλη νύχτα μὲ ξυπνοῦσαν οἱ ἀναστεναγμοί μου. Εἶμαι φίλος τῶν νεκρῶν. Τὸ ἑπόμενο πάθος μὲ σώζει ἀπὸ τὸ προηγούμενο, μὰ κάθε πάθος κατακάθεται στὴν παλίμψηστη ψυχή μου σὰν μαυρίλα, καὶ τότε ἡ αὐτοκτονία ὑποδύεται τὴν λύτρωση. Ἡ ἰδιοφυΐα εἶναι ἡ μόνη ἀποδεκτὴ μορφὴ παραφροσύνης, ὁ δὲ οἶκτος φόρτος ἀλλοτρίων δυστυχιῶν. Οἱ μεγάλοι ἔρωτες, ὅλοι τους, εἶναι σὰν ἐρωτικὸ παράπονο. Ὁ ἔρως στερεῖται νίκης. Ἀρχίζει καὶ τελειώνει μὲ ἧττα τοῦ ἀνδρός. Σὰν τὸν Ἀχιλλέα ἤσουνα ὑπερήφανη καὶ σκληρόκαρδη· ὅμως, ὥρα σου καλὴ, ὅπου κι ἂν βρίσκεσαι, γλυκιά μου ἀγαπημένη.

Καθὼς χαμένο σκυλί, σκυλὶ τοῦ δρόμου, σέρνομαι αὐτὲς τὶς μαῦρες μέρες μὲ ἄδεια καρδιὰ καὶ κάθε δειλινὸ πέφτω, πέφτω, σ’ ἕνα βάραθρο πέφτω. Βέβαια οἱ γυναίκες στεροῦνται φαντασίας καὶ πάθους, ἀλλὰ ἐγὼ ἀγάπησα καὶ ἀγαπήθηκα, κι ἐσένα δείχνω ὅταν ἐρωτηθῶ γιὰ τὸ νόημα τοῦ ἔρωτος. Λιποτάκτης στὴν μυριάνθρωπη ἔρημη Ἀθήνα ποὺ μὲ τρομοκρατεῖ κι ὅλο μὲ ἐξωθεῖ πρὸς τὴν αὐτοκτονία. Ἡ ἀπαισιοδοξία εἶναι ἀπόδειξη ἀνθρωπιᾶς. Ἐγὼ εἰμὶ ὁ ἐχθρὸς μου. Στὴν ἡλικία ὅπου τώρα πιὰ ἔφτασα τὸ νιώθω πεντακάθαρα πὼς εἶμαι ἕνας ἀποτυχημένος. Δὲν θὰ σκεφτόμουνα ποτὲ δίχως τὸ συνοικέσιον τῆς μελαγχολίας. Συχνὰ κλέβω ψυχὲς, μὰ ἐσὺ δὲν εἶσαι κοντὰ μου, οὔτε σὲ ξένα χέρια. Γέρασα μὲ ἐρωτευμένη καρδιὰ ἐφήβου. Εἶναι ὑπερβολὴ νὰ ζεῖς μὲ ἀγάπη κι εἶναι ἐπικίνδυνο νὰ κατέχεις, τόσο πολὺ, τὰ μυστικὰ τῆς ψυχῆς σου. Ἀδυνατῶ νὰ θάψω τὶς ἀναμνήσεις κι αὐτὸ θὰ προσδιορίσει τὸν θάνατό μου. Τὴν κοίτη τοῦ τάφου μου εἶδα. Πόσες μέρες, πόσα χρόνια, θὰ ἄντεχες ἐσὺ μιὰ ζωὴ δίχως ἐλπίδες;

Ἀργεῖς· ἡ ψυχή μου παγώνει. Κάθομαι τὰ βράδια, ὁλομόναχος, κατάμονος, στὸ καμαράκι ποὺ ξέρεις, καὶ κατηγορῶ τὸν ἑαυτό μου, κι ὅλο σκέφτομαι περὶ τῆς ἀδυσωπήτου φθορᾶς τῶν αἰσθημάτων. Ὁ νοῦς μου ἀρμενίζει πρὸς τὴν ἀπελπισία. Σκότωσαν, κάποτε, πολλοὺς φίλους γύρω μου κι ἀπὸ τότε ζῶ σὰν πουλὶ τρομαγμένο. Σὲ περιμένω μέρα καὶ νύχτα καὶ κάθε αὐγὴ νὰ ξαναγυρίσεις σὲ καρτερῶ. Μὲ παρασύρει ἡ καρδιά μου (ἐσὺ, γλυκιὰ μου, ἀκόμη τὴν κυβερνᾶς) σὲ ἀναπολήσεις τῆς ἐξαίσιας μορφῆς σου, ποὺ οὔτε μπορῶ οὔτε θέλω νὰ ξεχάσω, καὶ ποὺ ἀφότου ἐχάθη σὲ μαῦρα σκοτάδια μ’ ἔριξε. Ἐκείνην ποὺ κάθεται ἀντίκρυ μου τὴν ἔχω μὲς στὰ στήθια μου. Οἱ σκιὲς τῶν δολοφονηθέντων φίλων, καὶ ψὲς τὴ νύχτα, ὅπως κάθε νύχτα, ἦρθαν ἀργοσαλεύοντας στὸν ὕπνο μου, καὶ τάχα ἤσουνα μαζί τους, μισοκρυμένη, σιωπηλὴ, μαραμένη. Εὐλαβούμενος τῆς μνήμης των περιδιαβάζω στὴν Ὁδὸν Ἀναπαύσεως. Ὅταν φεύγει ἡ ἀγαπημένη εἶναι σὰν νάχει πεθάνει. Στὰ μάτια σου τὰ σημάδια τῆς προδοσίας. Ἡ ὁμορφιὰ μιᾶς γυναίκας εἶναι ἕνα ἔνδυμα εὐχαριστήσεως. Κλεῖσε με στὴν καρδιά σου κι ἂς τὸ ξέρουμε μόνον ἐμεῖς οἱ δυό.

Ἤκμασαν τὰ ρεμπέτικα τραγούδια τὴν ἐποχὴ ποὺ μετρούσαμε τάφους. Ἡ δράση σχεδὸν ἀποβλακώνει τὸν ἄνδρα. Οἱ ἄνδρες τῶν ρεμπέτικων τραγουδιῶν ἀπεχθάνονται τοὺς μετριοπαθεῖς. Εἶναι σοφὸς ὅποιος ἀγαπᾶ κι ἐλπίζει, καὶ εἶναι σοφώτατος ὅποιος λυπᾶται. Ὁ ἐρωτευμένος καταντάει μισὸς ἄνθρωπος. Ὁ οἶκτος δέον νὰ θεωρεῖται τῆς ἀγάπης ἡ ἀνάληψις. Ἔρωτα μάθετε οἱ ἐνοικοῦντες ἐπὶ τῆς γῆς. Πάντα οἱ ἀπογοητευθέντες σώζουν τὴν οἰκουμένη. Μιὰ εἰδικὴ λεβεντιὰ ἀπαιτεῖται γιὰ νἆναι κανεὶς ἀνήθικος. Ἡ λογική μου ἐδρεύει στὴν καρδιά μου. Ὁ ἔρως θρέφει (ἀλίμονο) τοὺς ἰδεώδεις. Τὰ τοῦ παρελθόντος ἀγλαΐζονται. Ὁ κυνισμὸς φαίνεται πὼς εἶναι ὁ θώραξ τῶν εὐαισθήτων, ποὺ τοὺς προφυλάσσει ἀπὸ τὸν δαίμονα τῆς ἐνδοσκοπήσεως. Ὁ οἶκτος ἔρχεται μὲ τὰ χρόνια. Ἡ σκέψη εἶναι δυστυχία. Ἐξ οἴκτου ἁμαρτάνω. Τρομάζω ὅταν σκέφτομαι. Ὑπήρξες τόσον ὡραία ποὺ σὲ σεβόμουνα. Εἶναι ἀντιδραστικὸς κι ὁ ἀρνούμενος νὰ ἀποθάνει. Ἀντιφάσκω, ἄρα ζῶ. Ἡ αὐτοκτονία εἶναι ἔκφραση ἀνταποδοτικὴ τῆς κοινωνικῆς ποινῆς τοῦ ψυχικοῦ ἐξοστρακισμοῦ. Ἡ μόνη προσωπικὴ χειρονομία στὴν αὐτοκτονία εἶναι ἡ αὐτόχειρη ἐκτέλεση μιὰς κοινωνικῆς ἀποφάσεως. Στὸν ἔρωτα ἑνὸς ἀνδρὸς, πιθανώτατα, ἔχει μεγαλύτερη σημασία τὸ ζέον αἴσθημα παρὰ τὸ ὄνομα τῆς ἀγαπημένης. Ἡ κεφαλή μου, τώρα, σὲ προσκέφαλο φέρετρον, κι ὄχι στὰ γόνατά σου, τώρα, ἀναπαύεται. Ἕναν σταυρὸ σοῦ χάραξα στὸ μέτωπο καὶ σὲ σημάδεψα. Μοναξιὰ θωπεία θανάτου.

Τὰ μάτια της προοιώνιζαν τὴν καταδίκη. Τίποτε δὲν μοῦ στοίχισε ὁ χωρισμὸς· τίποτ’ ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐνθρόνιση τῆς μελαγχολίας. Μᾶλλον δὲν ὑπάρχουν γυναῖκες ἀνιδιοτελῶς ἐρωτευμένες. Ἡ γυνὴ φιλοδοξεῖ νὰ ἀποβεῖ νεκροθάφτης τοῦ ἀγαπημένου της. Θάνατοι καὶ θάνατοι θὰ διαβοῦν μὰ σὺ θὰ βαστᾶς μέσα μου. Ἐσύ, ποὺ ἀπουσιάζεις κι ὡστόσο νιώθω νὰ μὲ κοιτᾶς μὲ χίλια μάτια. Ἐσύ, ποὺ ἤσουνα ἐκείνη μὲ τὰ πικρὰ δάκρυα καὶ τὰ ὁλόγλυκα φιλιά. Ἡ δεινή, ἐσὺ, ποὺ μ’ ἀνάγκασες ν’ ἀγαπήσω τὰ λουλούδια περισσότερο ἀπ’ τους ἀνθρώπους. Ἐσύ, ἡ λύκων βρῶσις κι ὁ ἄγγελος τῶν ἐπιγείων λιβαδιῶν.

Ἔπραξαν τὸ πᾶν γιὰ νὰ μαράνουν τὴν ζωντανὴ καρδιὰ τῶν ρεμπέτηδων. Οἱ μεγάλες ψυχὲς ἀντιφάσκουν. Ἰσχυρότερη μνήμη εἶναι ἡ μνήμη τῆς καρδιᾶς. Ὁ λυρισμὸς ἦταν ἡ μόνη ἐπιτρεπτὴ στοὺς ρεμπέτες πολυτέλεια. Τρυφερότης περιβάλλει, σὰν δροσερὸ φύλλωμα, τὰ παλαιὰ αἰσθήματα. Γιὰ μιὰν ἀκόμη φορὰ, στὴν ἄκρη τοὺ γκρεμοῦ, ἀλλάζω ψυχὴ κι ὁ νοῦς μου ἀνθοφορεῖ. Καλβῖνος του ἁγνοῦ ἔρωτος, ἐλπίζω πὼς καὶ ἡ πλέον ἄσπλαχνη ἀγαπημένη δὲν δύναται νὰ σκοτώσει τὴν ποίηση ποὺ κρύβει μέσα του ἕνας σιωπηλὸς ἄνδρας.

Βασικῶς τὰ ρεμπέτικα τραγούδια εἶναι λαϊκὰ ἅσματα τῆς ἀγάπης καὶ, εἰδικώτερα, τῆς ἐρωτικῆς ἐγκαταλείψεως. Τουλάχιστον τὰ μισὰ ρεμπέτικα ἔχουν τὸν ἔρωτα θέμα τους, καὶ τὰ πιὸ πολλὰ ἀπ’ αὐτὰ θρηνοῦν τὸν ἐρωτικὸ χωρισμό· τὴν πικρότατη ὀρφάνια. Ὁ ρεμπέτης γνωρίζει ὅτι ὁ ἔρως εἶναι μεταθετὸ αἴσθημα καὶ ὅτι ὁ οἶκτος τῶν ἐπικυριάρχων ἡ ἀγάπη εἶναι. Τόσο ἔδειραν τὰ πάθη τοὺς ἀνθρώπους τῶν ρεμπέτικων τραγουδιῶν ὥστε ἀπώλεσαν τὸ δικαίωμα νὰ ἐκπροσωποῦν τὸν ἑαυτό τους. Στὰ δημώδη ἅσματα ὁ ἐραστὴς καταπλήσσει μὲ τὴν ἀνδρεία, ἐνῶ ὁ ἐραστὴς τῶν ρεμπέτικων τραγουδιὼν ἐκλιπαρεῖ, καθικετεύει, ἑλκύει διὰ τοῦ οἴκτου. Σὲ λιτανεία μετήλλαξε τὸν πανδαμάτορα ἔρωτα τὸ ρεμπέτικο τραγούδι, ὅπου οἱ περιπτύξεις εἶναι ψυχικὲς οἱ δὲ μνῆμες δεσπόζουν. Τυγχάνων ὀρθόδοξος ἐρωτικὸς πρωθιερεὺς ἀντιλαμβάνομαι σαφῶς πὼς ἂν δὲν χτίσεις μιὰ ζωὴ σφαλμάτων καὶ ἁμαρτιῶν δὲν θὰ ἐξαρθεὶς εἰς ὑπήκοον τοὺ θανάτου, πὼς ὁπωσδήποτε καλύτερα εἶναι νὰ σὲ σκοτώσουν παρὰ νὰ αὐτοκτονήσεις ἀφοῦ ἡ ἀνίκητη τρομερὴ πλειοψηφία τῶν μοχθηρῶν οὔτε αἰδημοσύνην οὔτε χλωρὸν φόβον ἔνιωσε ποτὲ, καὶ, πὼς ἡ καρδία οἶκος τῆς ψυχῆς ἐστίν. Ἡ φιληδονία εἶναι ἀληθινὴ ἀρρώστια. Τὸ γυμνὸ κορμί σου (εὐφροσύνη τῆς ὁράσεώς μου) ὁδηγεῖ στὸ φθινόπωρο, στὸ φθινόπωρο. Οὐσιαστικῶς τὰ ρεμπέτικα τραγούδια εἶναι ἐρωτικὲς ἐπιστολὲς. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι δύο. Δὲν σὲ ἀναπολῶ παρὰ σὰν μιαν ὅμορφη κοπέλα (ὦ, μεγαλεῖον τῶν ὑψηλῶν γυναικῶν) νὰ ἔρχεσαι μὲ τὴν ἀγκαλιὰ γεμάτη ἄνθη, καὶ τότε σὲ φιλοῦσα καὶ μὲ ἀντιφιλοῦσες, πίστη μου κι ἐλπίδα μου. Ἀγάπησα κάποιαν κυπαρισσένια τέως ἄγνωστη ποὺ δὲν ξεχνιέται. Ἐορτὴ τῶν Νεκρῶν ἡ μέρα τοῦ χωρισμοῦ. Εἶπες παντοῦ πὼς μὲ μισεῖς, σὰν ὅμως ξανανταμώσαμε, τὴν ὕστατη φορὰ, ἐδάκρυσες καὶ μὲ τρυφερότητα ἅπλωσες τὸ πολύτιμο φιλντισένιο χέρι σου στὸ ἱδρωμένο μέτωπό μου. Τώρα ἐδῶ κοντὰ φτερουγίζεις — μακριὰ μου ὅσο ποτὲ. Μὲ θυμᾶσαι ἆραγε ἀκόμη, φευγάτη μου ἀγάπη;

Οἱ ἐρωτευμένοι χρησιμοποιοῦν ὁλόχρυσα λόγια, λόγια ποὺ καῖνε, ἂν καὶ ἡ ἀγάπη νιώθεται καὶ δὲν τὴν ἀποδεικνύουν. Οἱ ἐρωτευμένοι ἐκφράζονται μὲ ὑπερβολὲς γιατὶ διαβιοῦν ἐν ὑπερβολαῖς. Ὅσο κι ἂν ὁ ἄνθρωπος ἔχει βουνὸ τὴν καρδιὰ ἀδυνατεῖ νὰ ἀγαπήσει πολλὲς φορὲς στὴ ζωή του. Ὁ ἔρως εἶναι ἕνας γλυκόπικρος ἐφιάλτης, σάβανο τῶν ζωντανῶν, φονεὺς, ψυχοβγάλτης, νεκροπομπὸς πουλιῶν, ἐλευθερωτής. Τέτοιους ἔρωτες ψάλλουν τ’ ἀδέρφια μου, οἱ ἔσχατοι ρεμπέτες.

 Ἀθῆναι, Μάϊος 1967.

Η παρακάτω συνέντευξη που έδοσε στον Βασίλη Βασιλικό έγινε την 1 Γενάρη 2003, δυό μέρες πριν το θάνατό του.

 

Δανιήλ Τσιορμπατζής

Τι όμορφο που είναι να ζεις / να μπορείς να διαβάζεις τον κόσμο / τη ζωή να τη νιώθεις τραγούδι αγάπης / τι όμορφο που είναι να ζεις / σαν παιδί να απορείς και να ζεις.
Αναγνώσεις:216