Χρόνος ανάγνωσης περίπου:4 λεπτά

Στο «σούπερ μάρκετ» τσ’ εξοχής…, του Αντώνη Κουκλινού

Φιλενάδες από τα γεννοφάσκια ντος. Ούλες τσι πείνες και τσι κακουχίες τσι ζήσανε καλά στο πετσί ντος. Εδά κοντοσημώνουνε στα παντέρμα γεραθιά μπλιό. Σκαλούνι, σκαλούνι, ανεβήκανε τσι ζωής τη ν’ ανηφόρα και εδά με τη σοφία να ξεχειλίζει από το τσεμπέρι τση κεφαλής, το φιλοσοφούνε.

Οντε θα σμίξουνε, τα χάχανα γροικούνται απ’ αλάργο. Έχουνε καλαμπούρι και δε παρεξηγούνται ότι και να πούνε η μνιά τσ’ αλλής. Η Παγώνα νοικοκυρεύγει από τη ταχινή και ήβαλε πλυσταργιό αξημέρωτα κ’ εδά εβγήκενε στη ταράτσα να τα ‘πλώσει.Θωρεί τη Λευτεργιά να βαστά το λάστιχο να ποτίζει τσι βγιόλες.

-Μωρησή Λευτερία…

-Ίντα θες μωρή Παγώνα;

-Έχε μωρή το νού σου, ανε φωνιάξου και πουλούνε ασβέστη, να γλακώ να κατεβώ στη πλατέα να πάρω, γιατί μου ‘πόκαμε και δε ν’ έχω να ‘σπρίσω.

-Ώ κακομίτσα κ’ οψές επεράσανε, δε τζί ’κουσες μωρή, μνιά ν’ ώρα το φωνιάζανε;

-Δε ν’ ήμουνε έπαε στο σπίτι, ήρθενε η αξαδέρφη μου από τη ν’ Αθήνα και πήγα να τση συντράμω να κάμει τη λάτρα στο σπίτι τζη.

-Εμα περάσανε καημέχαρη οψές.

-Ώφου και πως θα το κάμω, απου τσή ταξα κ’ αφτινής ασβέστη, να σπρίσει.

-Μωρησή κατέχεις ίντα θα κάμεις; Αδε κάνω λάθος, είδα τη Μαργιώρα και τση πήγανε ένα τζουβάλι στο σπίτι κ ανε τζη περισσεύγει, θα σου δώσει.

-Να πάω θέλει να τση ζητήξω κ’ αν έχει θα μου δώσει, γιατί τά ‘χωμενε καλά, μονο να πλώσω τη μπουγάδα μου πρώτα.

-Ντα η αξαδέρφη σου αμοναχή ‘ρθενε;

-Ναι ήρθενε να ποσαστεί με το σπίτι κ’ απός θα ν’ άρθουνε κ’ οι γ’ αποδέλοιποι, τη Μεγαλοβδομάδα.

-Έχω να τη νε ιδώ πολύ γ-καιρό, καλά στέκει μωρή;

-Καλά λέει.. να ιδείς μνιά νταρντάνα απου εξετέλεψε και να πείς:

-Καλόχαρη γυναίκα είναι πούρη και καλοπερνά ζάβαλες.

-Κατεβαίνω να πάω να ιδώ με το ν’ ασβέστη ίντα θα ποκάμω, γιατί θα με σκοτώσει ο προκομμένος, ανε ντο μάθει, πως επόκαμε και δε ν’ έχω ν’ ασπρίσω.

-Άμε μα να σου δώσει θέλει.

Οι αθρώποι στα χωργιά, βοηθά ο γης τ’ αλλού κ’ ετσά ήκαμε δουλειά η Παγώνα. Εγέμισε ασβέστη μνιά χριγιά και το νε πήγε τση αξαδέρφης, απου τση το ν’ έταξε. Εδα θα σπρίσει και του λόγου τζη, να μη γρινιάξει ο προκομμένος τση. Σα ν’ εποκάμανε τσι δουλειές, επχιάσανε και τσι γειτονικές. Ήρθενε η αξαδέρφη να γειτονέψει τη Παγώνα. Εκάτσανε απόξω στη ν’ αυλή και το ψιλοκουβεδιάζουνε. Απάνω στη ν’ ώρα τσι σκιάχτηκε η Λευτεργιά και τω σε κάνει…

-Ελάστε παέ να κάτσωμε, να σασε ψήσω καφέ, να τα πούμενε κιόλας Παγώνα, απου θέλω να ιδώ και τη ν’ αξαδέρφη σου.

-Ναι μωρή σάσε το γ-καφέ και νά ‘ρθωμε θέλει.

Εκάτσανε από κάτω στη κρεβατίνα και πχιάσανε τη κουβέντα.

-Εσονείκεψες Αφροδίτη, φτού αφτάρμιστά σου μωρή, καλοστεκούμενη σε θωρώ καλοπερνάς μπράβο.

-Ίντα να κάμω, μέρα νύχτα κάθομαι και πχιαστήκανε οι κόλοι μου, μα εδα που κατέβηκα στο χωργιό, θα κάμω ζάλα να φύγουνε τα πάχια.

-Σώπενε μη σε γροικώ, δε μα σε θωρείς με τη Παγώνα, απου εκόλλησε η προβγιά μας στα κόκαλα; χα χα χα!

-Που κοντώ θα κάμεις τα ζάλα μωρή αξαδέρφη; Που θα γύρεις;

-Που θα γύρω λέει! δε θ’ αφήσω χωράφι για χωράφι, θα μαζώξω βρουβάσταχα, να τα βάλω στο ψυγείο να γεμίσω τη κατάψυξη, θα βρώ χλωροκούκια, αγκινάρες κι απός θα χοχλιδολοϊσω.

-Εδά ναι κιόλας ο καιρός τως… καλά, καλά θα το κάμεις.

-Ο γ’ εδικός μου, κουζουλαίνεται σε τούτανά τα μαγεροψήματα και μου το παράγγελνε… γιάε μου κάνει… δε με γνοιάζει άλλο πράμα, μόνο να μου βρείς βρουβάσταχα και χοχλιούς με τσ’ αγκινάρες.

-Εμα πρέπει να ξεσουβγιαστείς, αφού ‘χεις ετσά σκοπό, γιατί εντάκαρε τσι κάψες και θα ξεσταχιάσουνε ογλήγορα.

-Ναι είπανέ μου ένα ντόπο και θα σηκωθώ να πάω ίδια δά, να μαζώξω μνιά μ-πάρτε σήμερο.

-Κάτσε μωρή μνιά ολιά να σε ιδούμενε κ’ απός θα σου κλουθώ να πάμενε μαζί, να σου συντράμω να μαζώξεις όσα θες, μόνο νά χει, γιατί νηστεύγουνε ούλοι και τα μαζώνουνε.

-Σταθείτε σκιάς, να βάλω τη μ-ποδιά μου να σα σε κλουθώ, να βάλω ένα χεράκι, να ξενετάρει ογλήγορα η αξαδέρφη σου κ’ ανε μα σε βγάλει η στράτα απου το περβόλι μας, να τση κόψω μνιά δεκαρά κεφαλές αγκινάρες.

Σα ντη καλή φιλιά, δε ν’ υπάρχει, μα και σά ντο χωργιό, δε ν’ έχει… Δυό ζάλα θα κάμεις και θα βρεθείς στο ‘’σούπερ μάρκετ’’ τσ’ εξοχής. Και ίντα δε βρίχνεις εδά ετσέ καιρό. Βρουβάσταχα, αβρονιές, ασφαράγγια, χοχλιούς και ότι άλλο φυτρώνει και τρώεται. Αν’ έχεις κ ένα περβολάκι, ώωωω χαρώτο.

Ετσά θα το κάμει και η Αφροδίτη σήμερο, όσα δε βρεί, θα τση δώσουνε οι φιλενάδες. Θα φορτώσει το καταψύχτη, να χει κάμποσο καιρό, να μαγερεύγει σπιτικό φαϊτό. Σ’ όλους αυτούς που φύγανε και τό ‘χουνε σκυλομετανοιωμένο, ας το ξανασκεφτούνε. Η πείνα που γροικώ πως έρχεται, δε κάνει διαχωρισμούς. Και όσο πάει χειροτερεύγει το πράμα… Για όσους θυμούνται… Πόσο λογιώ στάρι είχαμε στο ντόπο μας; Και πόσα άλλα προϊόντα μας αναγκάσανε να καταργήσωμε οι Ευρώπες;

Θυμάστε τη σταφίδα μας στη Κρήτη; το κρασί; Ούλα είναι στοχευμένα εδά και χρόνια. Εκαταντήσαμε να γίνεται πόλεμος στη ν’ Ουκρανία και να ποκάνει το ψωμί στα σπίθια μας… γιάντα; Δε ν’ έχομε χωράφχια να φυτέψωμε;

Βήχει ο Κινέζος και πλευριτώνει ούλος ο κόσμος και κολλά μικρόβια. Μπαλουτοκοπά ο Ρώσος με το ν’ Αμερικάνο δεξά κ’ αριστερά και ’ρχεται η ΔΕΗ με το χαράτσι, να σου κάμει το ν’ αμπελικό στη τζέπη σου. Κατά τα άλλα γροικώ πως ο «τύπος» που διευθύνει «λένε» ετουτηνά τη ν’ επιχείρηση, που το ν’ εβάλανε οι κολλητοί ντου, κονομά 360.000 ευρώ το χρόνο. Δηλαδή μ’ ένα χιλιάρικο μεροκάματο, ο μπαγάσας, μα σε πηδά κανονικά και το φχαριστιέται κ’ όλας….

Σταματώ να μη πω κ’ άλλα, γιατί μπαίνει Μεγαλοβδομάδα…!!!

 

Αντώνης Κουκλινός

.

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:94