Χρόνος ανάγνωσης περίπου:3 λεπτά

Η Καλλιοπίτσα, της Άννας Τακάκη

Αχ, μωρέ, Περικλή! Είντα τύχη θα να ’χει το τουτονέ το στεροκούνιi μας; Πώς θα περάσει τη νιότη του, πώς θα τα διάξειii στη ζωή του; Θωρώ τ’ άλλα κοπέλια να γλακούνεiii να χαλούνε τον κόσμο κι ετούτο το έρμο να πομένει όλο οπίσω. Μα είδες το να παραπονάται; Σύρνει κι εκείνο τον ένα πόδα του και πάει κι ας πάει κι αργοπορημένο. Μα, γιάντα εμένα να μου το πέψειiv ζουγλόv ο Θεός;.

-Είντα να κάμομε, γυναίκα; Μπορούμε να μπούμε στη βουλή του Θεού; Ετσά ήθελε, έτσα μας το ’πεψε. Να κάνομε χαχαλιέςvi το σταυρό μας, απού δε μας το ’φηκε σαφίvii ανάπηρο. Να το ΄χομε ένα κουτσούριviii στο καρέκλι. Είδες το γιο τση Χαρίταινας; Είντα να πει κι αυτή; Και ζουγλοπόδαρο, και ζουγλοχέρικο και βουβό είναι το κακομοίρι. Εμάς όμως η γλώσσα τση Καλλιοπίτσας μας πάει σερί κορδόνι, τα χεράκια τζη πιάνουνε, τα ματάκια τζη θωρούνε. Πως έχει δα το ένα ποδαράκι πιο κοντό; Μπορεί να ξεμακρύνει όσο μεγαλώνει. Πού το κατέχεις;

-Είντα ’ναι ο πόδας να μακραίνει, μπρε Περικλή; Με το κουσούρι εγεννήθηκε, με κουσούρι θα πορευτεί. Και να δούμε πώς θα τηνε παντρέψομε, και ποιος θα τηνε πάρει ζουγλοπόδα. Μόνο πρέπει να κάνομε, κακομοίτση μου, οικονομίες να τση χτίσομε σπίτι να ’χομε και παράδες στην άκρα να την αποκαταστήσομε, μπας και βρεθεί κιανείς και τηνε πάρει.

Μεγαλώνει η Καλλιοπίτσα και πάει στο σκολειό. Τα κοπέλια επαίζανε, επηδούσανε στον περίβολο, σκαρφαλώνανε στα δεντρά και στσι τράφους, μα εκείνο το κακομοίρι δεν τωσε σύντρεχε κι ήτανε όλο οπίσω. Και τα σκολιαρούδια σα να μην τηνε θέλανε στην παρέα ντως κι όλο τηνε περιπαίζανε. Στον «κουτσό» μόνο ήπαιρνε πρώτη θέση η Καλλιοπίτσα. Έτσι κι αλλιώς ένα πόδα ήθελε ο «κουτσός» και σ’ αυτό το παιγνίδι τα πήγαινε πρίμα. Έλα σου δα που τ’άλλα συνομήλικα τηνε κοροϊδεύγανε. Ζουγλοκαλλιώ την ονοματίζανε και Τρίκα Καΐκα την παρανομοιάζανεix. Μα κείνο το έρμο δεν εχαμπάριαζε στσ’ ονομασίες τως κι όλο στη μέση τως ήμπαινε, κι όλο επήγαινε εκεί όπου εφτάνανε τα ποδαράκια του.

Καλή μαθήτρια η Καλλιοπίτσα, άριστη. Διαγωγή άριστη. Το’χανε σ’ εχτίμηση οι δασκάλοι, κι ελέγανε των γονέω της να μην την αφήσουνε στο σπίτι, μόνο να τη σπουδάξουνε.

Τέλειωσε το δημοτικό, και πήγε στο γυμνάσιο. Άριστη στα γράμματα η Καλλιοπίτσα, με επαίνους και βραβεία. Και στο χαραχτήρα άψογη, και τετραπέρατη ήτανε, και σ’ όλα προκομμένη. Στο ζύμωμα του ψωμιού εκείνη ήσκυφτε στη σκάφη κι εζύμωνε. Κι εφούρνιζε κι εξεφούρνιζε και το τσικάλι ήστενεx. Μερακλίνα και χωρατατζού συν τοις άλλοις, και μέσα σ’ όλα. Από γλέντια, από γιορτές και πανεγύρια δεν απόλειπε. Στο χορό δεν τηνε παίρνανε τα πόδια τζη. Μα κι εκεί δεν το ’βανε κάτω. Ήπιανε στον κύκλο κι ας ήτανε και στην κουντούραxi. Η μάνα τζη κι η λαλά τζη την αποκαμαρώνανε, γιατί δεν εκώλωνεxii σε πράμαxiii . Σαν τηνε ζητούσε κανείς νεαρός στο ταγκό, εστραβοξανοίγανε οι άλλες μανάδες. Είδες το Ζουγλοκαλλιώ πέρασεη την έχει; Ελέγανε κι εσκούσανε από τη ζήλεια…

Σαν ήφυγε από το νησί κι επήγε να σπουδάσει η Καλλιοπίτσα εγύρισε άλλος άθρωπος. Λες κι είχε ξεμακρύνει ο ζουγλός πόδας κι επορπατούσε δα πιο ντρέταxiv και δεν ήκανε την τρίκα καΐκα σαν τη βάρκα στο νερό. Κόντευε να τελειώσει το πανεπιστήμιο. Γιατρίνα, μαθές, μεγάλο στόχο ήβαλε, μεγάλη πετρά επέταξε…

Είδες εσύ; Εξετρέχτηκεxv το Ζουγλοκαλλιό κι ήσασε τον πόδα τζη, ελέγανε οι χωριανοί.

-Την επιστήμη αυτή σπουδάζει, είναι να μην ξετρεχτεί; Σαν την είδανε να χορεύγει στην ομπρός μεράxvi τον πηδηχτόxvii δεν το πιστεύγανε. Κοπελιά ομορφονιά και σπουδασμένη, αλέργα και χορευταρού πρώτη ήτανε. Κι όλοι οι νεαροί τηνε ζητούσανε για ντάμα, κι όλοι την παρέα της εθέλανε.

Η μάνα με τον κύρη τζη δεν εποχορταίνανε να τηνε καμαρώνουνε.

-Είδες εδά Μαριγώ, σπού ’λεγες είντα θα τηνε κάμομε και πως θα περάσει τη νιότη τζη; Είδες απού ’λεγες πώς δε θα τηνε παντρέψομε; Οι νεαροί κάνουνε αμάν! Όποιο θέλει παίρνει. Αδέ τον έχει βρει κιόλας…

– «Τον έχουν απορριξιμιό οι πέτρες και τα ξύλα, εκείνοσά ’χει ριζικό κι εκείνος έχει μοίρα». Απηλογάταιxviii κι η μάνα κατά τη ρήση του λαού.

.

Γλωσσάρι:

iΣτεροκούνι: το τελευταίο παιδί

iiΔιάξει: φτιάξει

iiiΓλακούνε: τρέχουνε

ivΠέψει: στείλει

vΖουγλό: κουτσό

viΧαχαλιές: χουφτιές

viiΣαφί: εξ ολοκλήρου

viiiΚουτσούρι: κομμάτι ξύλο

ixΠαρανομοιάζανε: δίδανε παρατσούκλι

xΉστενε τσικάλι: ετοίμαζε το φαγητό, μαγείρευε

xiΚουντούρα: το τέλος στον κύκλο του χορού

xiiΕκώλωνε: έκανε πίσω

xiiiΠράμα: τίποτα

xivΝτρέτα: ίσια

xvΕξετρέχτηκε: επεδίωξε, προσπάθησε επίμονα

xviΟμπρός μερά: η αρχή στον κύκλο του χορού

xviiΠηδηχτός: Σητειακός χορός

xviiiΑπηλογάται: απαντά

Άννα Τακάκη

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:67