Χρόνος ανάγνωσης περίπου:13 λεπτά

Εύη Κοντόρα: ο άνθρωπος της δουλειάς μπορεί να αλλάξει τα πάντα!

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1961. Απόφοιτη του Νομικού Τμήματος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, έχει εργαστεί ως συντάκτρια στον περιοδικό Τύπο και ως υπεύθυνη προγράμματος και παραγωγός σε ραδιοφωνικούς σταθμούς. Διηγήματά της -για παιδιά και ενηλίκους- έχουν κατά καιρούς δημοσιευτεί σε εφημερίδες και περιοδικά. Είναι μέλος του Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου και της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Την προσκαλέσαμε να συζητήσουμε για τη συγγραφική της δραστηριότητα, αλλά και για το γυναικείο κίνημα. Ανταποκρίθηκε ένθερμα στην πρόσκλησή μας κι έτσι έχουμε την Εύη Κοντόρα κοντά μας.

Εύη μου σε καλωσορίζω στη «Σβούρα του πολιτισμού». Γράφεις κάτι αυτήν την περίοδο;

Χαίρομαι πολύ που μου δίνεται η ευκαιρία να μιλήσω με μια συνάδελφο για ζητήματα που μας απασχολούν στη συγγραφική μας δραστηριότητα.

Το ζήτημα της συγγραφής με απασχολεί όλη την ώρα, ανεξάρτητα αν αποτυπώνεται στο χαρτί ή όχι, αν καταλήγει σε κάτι ολοκληρωμένο ή αποθηκεύεται ως αρχείο για να αποτελέσει μέρος ενός μεταγενέστερου έργου. Αυτό σημαίνει ότι βρίσκομαι διαρκώς σε μια διαδικασία έρευνας και αναζήτησης που προκύπτει από την επικαιρότητα και από την επαφή μου με τα παιδιά, είτε από τις επισκέψεις μου σε σχολεία είτε με άλλο τρόπο.

Το διάστημα αυτό έχω προχωρήσει στη συγκέντρωση υλικού για ένα νεανικό μυθιστόρημα που θα αναφέρεται στην πρόσφατη πανδημία, αλλά και στον πόλεμο που έχει ξεσπάσει. Επειδή πιστεύω πως η ιστορία έχει πλέον αλλάξει σελίδα και θα κληθούμε όλοι να πάρουμε μέρος στις εξελίξεις που αναμφισβήτητα θα επιταχυνθούν, με απασχολεί η ματιά των παιδιών και των εφήβων γύρω από τα ζητήματα αυτά. Εξάλλου, μια ιστορία (και το μυθιστόρημα, οπωσδήποτε, είναι μια μεγαλύτερη σε έκταση ιστορία) έχει τη δυνατότητα να φωτίζει πλευρές της καθημερινότητας, προτείνοντας στον αναγνώστη να δει με άλλο μάτι πράγματα που του είναι γνωστά, αλλά δεν είχε ενδεχομένως σκεφτεί το ειδικό βάρος που μπορεί να έχουν στη ζωή του.

Από πότε θυμάσαι τον εαυτό σου να γράφεις;

Από τότε που έμαθα να γράφω. Πριν μάθω να γράφω, έφτιαχνα ιστορίες και τις έλεγα προφορικά. Θυμάμαι το πρώτο μου ποίημα –ήμουν στην Τετάρτη Δημοτικού. Για να είμαι ειλικρινής, προτιμώ να εκφράζομαι σε πεζό λόγο. Ποιήματα έχω φτιάξει ελάχιστα στη ζωή μου, κυρίως όταν για κάποιο λόγο είναι απαραίτητο να τα εντάξω σε ένα πεζό ή θεατρικό κείμενο. Γι’ αυτό δεν πρόκειται για αμιγώς ποιητικό λόγο, μάλλον στιχάκια θα τα έλεγε κανείς. Η δεύτερη απόπειρα ήταν ένα «μυθιστόρημα» που, αν θυμάμαι καλά, άρχισα να το γράφω την επόμενη χρονιά. Ποτέ δεν τελείωσε και, δυστυχώς, μάλλον χάθηκε σε κάποια μετακόμιση. Πάντοτε όμως μου άρεσε να διαβάζω και να γράφω, αν και δεν είχα σκεφτεί εξαρχής να ασχοληθώ συστηματικά με τη συγγραφή ή να εκθέσω τις όποιες προσπάθειές μου στο κοινό. Την πρώτη μου ιστορία με σκοπό να εκδοθεί την έγραψα όταν ήμουν 23 χρονών και το γεγονός ότι ήταν μια ιστορία για παιδιά ήταν τυχαίο. Εκείνη την περίοδο (1985) αρθρογραφούσα στη «Σύγχρονη Γυναίκα», το περιοδικό που πρόβαλλε τις δράσεις του ριζοσπαστικού γυναικείου κινήματος (ΟΓΕ) εκείνη την εποχή και η συγγραφή της πρώτης εκείνης προσπάθειας έγινε ύστερα από πρόταση μιας συνομήλικης συναδέλφου που έκανε τα γραφιστικά του περιοδικού, με προοπτική να την εικονογραφήσει. Είναι ένα παραμύθι εξαντλημένο εδώ και χρόνια, που εκδόθηκε το 1986, με τίτλο «Ο Σπόρος κι εγώ». Αξίζει να σημειωθεί ότι η απάντηση στην πρότασή μας (η οποία περιλάμβανε κείμενο και εικονογράφηση μαζί) ήρθε μετά από εννέα μήνες, όταν σχεδόν είχαμε ξεχάσει το έργο που προτείναμε, και ήμασταν πια σίγουρες ότι δεν είχε γίνει δεκτό!

Έχει ιδιαίτερη δυσκολία το γράψιμο για παιδιά;

Το γράψιμο, γενικά, έχει τις δυσκολίες του. Και τις έχει από τη στιγμή που θα αποφασίσει κανείς να εκθέσει τα κείμενά του στο αναγνωστικό κοινό, δηλαδή να τα εκδώσει. Όλοι είμαστε εν δυνάμει συγγραφείς. Ειδικά οι έλληνες γράφουν πολύ, κυρίως στίχους, είτε ομοιοκατάληκτους είτε όχι. Είναι όμως άλλο πράγμα να γράφει κανείς γιατί αυτό τον εκφράζει (όπως πχ να ζωγραφίζει, να τραγουδάει ερασιτεχνικά) κι άλλο να γράφει με σκοπό την έκδοση. Γιατί τότε πρέπει να πάρει υπόψη του το κοινό στο οποίο έχει σκοπό να απευθυνθεί. Όχι για να γίνει αρεστός, αλλά για να γίνει κατανοητός.

Το γράψιμο για παιδιά έχει και παραπάνω δυσκολίες. Στον 21ο αιώνα, μάλιστα, στον αιώνα δηλαδή της εικόνας και της τεχνολογίας, οι δυσκολίες πολλαπλασιάζονται. Τα παιδιά απομακρύνονται όλο και περισσότερο από τον γραπτό λόγο, γιατί υπάρχει έτοιμη η εικόνα που μπορούν να την προσλάβουν όλοι ολόιδια και χωρίς κανένα κόπο. Ο γραπτός λόγος βοηθά τον αναγνώστη να την αναπαράγει, αλλά χρειάζεται και προσπάθεια από τον ίδιο για να πετύχει αυτό το αποτέλεσμα. Και δεν χρειάζεται μόνο προσπάθεια. Χρειάζεται γνώσεις και διάθεση για έρευνα. Η σύνθεση και η ανάλυση είναι μέρος της αναγνωστικής διαδικασίας, η οποία ωστόσο σε κανένα σχολείο δεν διδάσκεται, ούτε υπάρχει στόχος να διδαχτεί. Το πώς γίνεται κανείς αναγνώστης, θεατής και ακροατής είναι terra incognita για τα παιδιά και τους νέους, εξάλλου και οι ενήλικοι έχουν ήδη αρκετά απομακρυνθεί από τέτοιες διαδικασίες.

Άρα, το να γράψει κανείς μια ιστορία για παιδιά είναι μια εξίσωση γεμάτη αγνώστους, γιατί φυσικά ένας συγγραφέας επιθυμεί το έργο του να διαβαστεί και να κατανοηθεί. Χρειάζεται να έχει επαφή με τα παιδιά, να κατανοεί τις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις της εποχής του και να διαλέγει προσεκτικά τη μορφή με την οποία θα εκθέσει το περιεχόμενο της ιστορίας του. Πολύ περισσότερο που –ευτυχώς– δεν υπάρχουν πια θέματα-ταμπού για τα παιδιά. Έχουν πρόσβαση στα πάντα. Το στοίχημα για ένα συγγραφέα, όπως και για ένα δάσκαλο και ένα γονιό, είναι με ποιο τρόπο (συμβολικό ή ρεαλιστικό, χρησιμοποιώντας χιούμορ, συναίσθημα ή και τα δύο, με τη χρήση του μυστηρίου ή της περιπέτειας που τόσο αρέσουν στα παιδιά) θα διηγηθεί απλά και κατανοητά τα γεγονότα και θα εξηγήσει τις έννοιες, χωρίς να παραλείψει ουσιαστικά στοιχεία, χωρίς να διαστρεβλώσει την αλήθεια.

Αν ήθελες κάτι να πεις στα παιδιά μέσα από το έργο σου, τι θα ήταν αυτό;

Ότι τα πάντα μπορούν να αλλάξουν. Ότι ο άνθρωπος της δουλειάς, γιατί αυτός είναι που παράγει και αναπαράγει τη ζωή σε κάθε έκφραση και κάθε έκφανσή της, είναι και εκείνος που μπορεί μαζί με άλλους, ομοίους του, να αλλάξει τα πάντα. Και ότι η αυριανή βάρδια των εργαζόμενων ανθρώπων, δηλαδή τα σημερινά παιδιά, είναι αυτά που θα έχουν το προνόμιο, περνώντας με γενναιότητα μέσα από τις δυσκολίες που θα βρουν στο δρόμο τους, να αλλάξουν τα πάντα. Θα βάλουν στόχο να γκρεμίσουν τη σάπια κοινωνία στην οποία ζούμε τώρα, τη γεμάτη εκμετάλλευση, καταπίεση, πολέμους και προσφυγιά, και θα φτιάξουν μια άλλη, φιλική στον άνθρωπο, δίκαια για όλους όσοι έχουν τη διάθεση και τη δύναμη να παράγουν, χρησιμοποιώντας τα χέρια και το μυαλό τους, και να χαίρονται τη ζωή.

Τα τελευταία χρόνια, πηγαίνοντας στα σχολεία (απείχα μόνο τα δύο της πανδημίας που, σίγουρα, επηρέασαν ακόμα πιο αρνητικά την ψυχική και κοινωνική ανάπτυξη των παιδιών), διαπιστώνω μια τάση «φυγής» από την πραγματικότητα. Αρκετά παιδιά έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση και χαρακτηρίζουν τη ζωή τους βαρετή κι ασήμαντη, σε αντίθεση με τους ήρωες ορισμένων από τα βιβλία που διαβάζουν, που έχουν τα χαρακτηριστικά ενός σούπερμαν ή μιας σουπεργούμαν. Τα παιδιά δεν βλέπουν διέξοδο από τις δυσκολίες της ζωής τους. Το μέλλον τους το μαντεύουν σκοτεινό, κυρίως αν προέρχονται από τα λαϊκά στρώματα. Εκείνο που πραγματικά με ενδιαφέρει να δουν (και αυτό κυρίως επιδιώκω μέσα από τις ιστορίες μου) είναι να αναγνωρίσουν ότι η πιο όμορφη, η πιο μαγική, η πιο υπέροχη περιπέτεια που μπορούμε να ζήσουμε είναι η εκπληκτική περιπέτεια της δικής μας ζωής. Και ότι μέσα από τις καθημερινές προσπάθειες να γνωρίσουν σωστά τον κόσμο, θα οδηγηθούν κάποια στιγμή σε μια καμπή της ιστορίας όπου θα μπορέσουν να τα αλλάξουν όλα. Και τότε θα γίνουν οι ίδιοι και οι ίδιες πρωταγωνιστές και πρωταγωνίστριες της ζωής και του μέλλοντός τους.

Ποιό είναι το αγαπημένο σου παιδικό βιβλίο;

Είναι πολλά. Ανάμεσά τους είναι «το Καπλάνι της Βιτρίνας» (Άλκη Ζέη), «τα Παιδιά της Αθήνας» (Δημήτρης Ραβάνης-Ρεντής), «Όμορφη πορτοκαλιά μου» (Χοσέ Μάουρο ντε Βασκονσέλος), «η αδελφή Κούκος» (Βίβιεν Άλκοκ).

Ποιό βιβλίο άλλου λογοτέχνη, θα ήθελες να έχεις γράψει εσύ;

Δεν επιθύμησα ποτέ κάτι τέτοιο. Θαυμάζω πολλούς συγγραφείς για το έργο τους, αλλά γνωρίζω ότι η ταυτότητα του καθενός είναι μοναδική. Οι μοναδικές ταυτότητες παράγουν μοναδικά αποτελέσματα, άλλοτε πιο επιτυχημένα και άλλοτε όχι. Από αυτή την άποψη δεν είχα ποτέ παρόμοιες επιθυμίες. Η δική μου επιθυμία είναι πάντα το κάθε καινούργιο έργο που ολοκληρώνω και αποδίδω στο αναγνωστικό κοινό (παιδιών και ενηλίκων) να είναι τουλάχιστον σε κάτι καλύτερο και πιο προχωρημένο από το προηγούμενο. Με δυο λόγια, ποτέ δεν δίνω προς έκδοση κείμενο που δεν είμαι σίγουρη ότι είναι το καλύτερο που μπορούσα (δεδομένων των υποκειμενικών και αντικειμενικών συνθηκών) στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή.

Είσαι απόφοιτη της Νομικής. Πιστεύεις ότι το σε βοήθησε στο γράψιμο; Γενικότερα τους λογοτέχνες τους βοηθάει να έχουν ένα κάποιο μορφωτικό υπόβαθρο;

Δεν υπάρχει γνώση που να μην βοηθά, ό, τι κι αν κάνει ο καθένας. Παρά το γεγονός ότι δεν είχα ποτέ σκοπό να ακολουθήσω επάγγελμα με τέτοιο προσανατολισμό, η μελέτη του επιστημονικού αντικειμένου, αλλά και οι κοινωνικές και πολιτικές εμπειρίες που απόκτησα ως φοιτήτρια και ως εργαζόμενη σε διάφορα αντικείμενα (από ασκούμενη δικηγόρος και τηλεφωνήτρια ή βοηθός λογιστή ως συντάκτρια και παραγωγός σε έντυπα και ραδιοτηλεοπτικά μέσα) χωρίς αμφιβολία με «προίκισαν» αρκετά, ώστε να χρησιμοποιήσω αυτή την «προίκα» στο μετέπειτα συγγραφικό έργο, είτε απευθυνόταν σε ενηλίκους είτε σε παιδιά και εφήβους.

Πιστεύεις ότι ένας λογοτέχνης μπορεί να ζει από τα έργα του ή πρέπει να κάνει και κάποια άλλη δουλειά για να ζήσει;

Εγώ τουλάχιστον δεν έχω καταφέρει να ζήσω από αυτή τη δραστηριότητα. Υπάρχουν, βέβαια, συνάδελφοι που το καταφέρνουν. Εξαρτάται πώς έχει σκοπό κανείς να δρομολογήσει τη συγγραφική του κατεύθυνση. Προσωπικά, δεν είμαι πολύ παραγωγική. Μου παίρνει πολύ χρόνο η έρευνα για τα αντικείμενα τα οποία πραγματεύονται οι ιστορίες μου και, επιπλέον, είμαι λίγο «ψείρας» στη γλωσσική απόδοση. Ένα θέμα είναι ο χρόνος, γιατί δεν ασχολούμαι μόνο με τη συγγραφή. Με δυο λόγια, για να ζήσει κάποιος συγγραφέας από τα βιβλία του, πρέπει να έχει αποφασίσει ότι θα ασχολείται συνέχεια με τη συγγραφή. Να είναι επίσης σε διαρκή συνεννόηση με τον εκδότη (ή τους εκδότες του). Από τη στιγμή που –δυστυχώς– το βιβλίο αντιμετωπίζεται ως εμπόρευμα που φέρνει κέρδη στις επιχειρήσεις, οι επιχειρηματίες έχουν λόγο και στο περιεχόμενο και στη μορφή των βιβλίων που εκδίδουν. Οι συγγραφείς που μπορούν να κερδίσουν τη ζωή τους από τα βιβλία τους (η έκδοση ενός βιβλίου είναι ένα πολύ ακριβό project) πρέπει ουσιαστικά να παίρνουν υπόψη τους τις κατευθύνσεις των εκδοτών. Το βιβλίο είναι πλέον ένα εξόχως ανταγωνιστικό προϊόν (εμπόρευμα). Το κέρδος παρακινεί τον εκδότη να διαμορφώνει τις «τάσεις», ώστε να μπορούν εύκολα να απορροφηθούν και να αναπαραχθούν τα έργα ενός συγγραφέα. Σε αυτή την περίπτωση, ο «επαγγελματίας» συγγραφέας πρέπει να αποφασίσει να είναι και κατανοητός και αρεστός στο κοινό. Να γίνει δηλαδή μια κότα που έχει βρει τη συνταγή για να γεννάει χρυσά αυγά. Αν δεν το κάνει μόνος του, υπάρχει ο εκδότης που τον προσανατολίζει.

Το λογοτεχνικό βιβλίο, ιδιαίτερα αυτό που απευθύνεται στα παιδιά, βρίσκει τη θέση του στις σχολικές βιβλιοθήκες, συνολικότερα στο εκπαιδευτικό μας σύστημα;

Οι σχολικές βιβλιοθήκες, στις περισσότερες περιπτώσεις, είναι μια πονεμένη ιστορία. Κλειδωμένες τζαμαρίες με βιβλία βρίσκει κανείς σε πολλά σχολεία. Τι είναι αυτά τα βιβλία και από πού προέρχονται είναι μια δεύτερη πονεμένη ιστορία. Βιβλιοθηκονόμοι που θα μπορούσαν να στρέψουν το ενδιαφέρον των παιδιών στην ανάγνωση, με βάση τη δημιουργία μιας καλά οργανωμένης βιβλιοθήκης, σπανιότατα υπάρχουν. Παίρνοντας υπόψη και αυτό που αναφέρθηκε παραπάνω, ότι δηλαδή συναντάμε παντελή έλλειψη προσανατολισμού σε τέτοιες διαδικασίες από το εκπαιδευτικό σύστημα, οι βιβλιοθήκες, στη συντριπτική τους πλειονότητα, υπάρχουν για να υπάρχουν. Μόνο η πρωτοβουλία κάποιων δασκάλων που με ατομικές προσπάθειες πασχίζουν να στρέψουν το ενδιαφέρον των μαθητών τους στη φιλαναγνωσία μπορεί να ζωντανέψει τις «κοιμισμένες» βιβλιοθήκες των σχολείων. Αλλά, όπως εύκολα γίνεται αντιληπτό, καμιά ατομική πρωτοβουλία δεν μπορεί να φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Οι μαθήτριες και οι μαθητές, φεύγοντας από το Δημοτικό για να πάνε στο Γυμνάσιο, μπαίνουν σε άλλη φάση, ακόμα πιο ανταγωνιστική μαθησιακά από αυτή που άφησαν, και η όποια ευχαρίστηση από τα βιβλία, τουλάχιστον σε επίπεδο τάξης, γίνεται παρελθόν.

Συμμετέχεις παράλληλα στο γυναικείο κίνημα μέσα από τις γραμμές της ΟΓΕ. Πιστεύεις ότι η θέση των λογοτεχνών είναι δίπλα στο λαϊκό κίνημα;

Πιστεύω ότι η θέση των λογοτεχνών είναι μέσα στο λαϊκό κίνημα. Πέρα από το γεγονός ότι ο λογοτέχνης είναι ένας άνθρωπος όπως όλοι οι άλλοι, εργαζόμενος και σε άλλη ή σε άλλες δουλειές στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων (άρα θεωρώ απολύτως απαραίτητο να συμμετέχει στη δράση του εργατικού σωματείου και άλλων φορέων του λαϊκού κινήματος), η ποιότητα του έργου του κατά την άποψή μου οπωσδήποτε αναβαθμίζεται. Τίποτα δεν υπάρχει μέσα στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού μας. Η ζωή, οι εικόνες, οι εμπειρίες, η έμπνευση βρίσκονται έξω, μέσα στους καθημερινούς αγώνες των ανθρώπων για να καλυτερέψουν τη ζωή τους. Η ΟΓΕ, το ριζοσπαστικό γυναικείο κίνημα, που επί 46 χρόνια παλεύει για την ισοτιμία και τη χειραφέτηση των εργαζόμενων γυναικών, καταλαμβάνει ένα μεγάλο κομμάτι της καθημερινής δράσης των συνειδητοποιημένων γυναικών, όποια δουλειά κι αν κάνουν, όποια ιδιότητα κι αν έχουν. Ταυτόχρονα αποτελεί μια μεγάλη δεξαμενή από όπου μπορεί να αντλήσει μια γυναίκα συγγραφέας, είτε γράφει για μεγαλύτερες είτε για μικρότερες ηλικίες.

Μπορεί μια γυναίκα μέσα από τα καθημερινά προβλήματα της σαν εργαζόμενη, σύζυγος, μητέρα, να συνειδητοποιήσει τις αιτίες της καταπίεσης και να αναπτύξει τη διεκδίκηση μιας νέας κοινωνίας χωρίς εκμετάλλευση, ισοτιμίας, δικαιοσύνης κι ελευθερίας;

Δεν μίλησα τυχαία προηγουμένως για «δεξαμενή». Το ριζοσπαστικό γυναικείο κίνημα είναι μια δεξαμενή όχι μόνο ιδεών αλλά και εμπειριών για τις γυναίκες, ειδικά τις νέες, που οι προκλήσεις της εποχής μας τις αφήνουν έρμαια των πολιτικών της ΕΕ και των κυβερνήσεων που εφαρμόζουν αυτές τις πολιτικές. Οι γυναίκες σήμερα αλέθονται στα γρανάζια των μονοπωλιακών ομίλων. Η ανισοτιμία τους τις καθιστά εύκολα θύματα των μηχανισμών που παράγουν τα κέρδη των ομίλων αυτών. Σαν εργαζόμενη, η γυναίκα υποφέρει από την εκμετάλλευση, από τις ευέλικτες εργασιακές σχέσεις, από το τσάκισμα των εργασιακών της δικαιωμάτων. Σαν μητέρα, ζει μέσα σε μιαν ατέρμονη ανασφάλεια, καταπιεσμένη και διαρκώς εκτεθειμένη στην ακρίβεια, στους πολέμους, την προσφυγιά, αγωνιώντας χωρίς διακοπή για την υγεία, την εκπαίδευση, τη ζωή και το μέλλον των παιδιών της. Συντρίβεται από τις μυλόπετρες των εργασιακών υποχρεώσεων από τη μια και της σχεδόν αποκλειστικής φροντίδας για το σπίτι, τα παιδιά, τα ηλικιωμένα και ανήμπορα μέλη της οικογένειας από την άλλη. Σχεδόν χωρίς κοινωνικές παροχές, είναι υποχρεωμένη να βάζει βαθιά το χέρι στην τσέπη ή να αρκείται σε υποβαθμισμένες υπηρεσίες για να καλύψει τις σύγχρονες ανάγκες της.

Σε όλα αυτά δεν είναι μόνη. Το ριζοσπαστικό γυναικείο κίνημα, το εργατικό σωματείο έχει τη δυνατότητα να της προσφέρει και την αλήθεια και την ελπίδα. Η δράση, και μόνο αυτή, μπορεί να της ανοίξει διάπλατα τους ορίζοντες των αιτιών για τα δεινά τα οποία βιώνει μαζί με τον σύντροφό της, την οικογένειά της, τους συναδέλφους της. Μέσα στο συλλογικό αγώνα μπορεί να βρει επίσης και το κουράγιο να υπερνικήσει τους φόβους της, να διεκδικήσει μια νέα κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση. Να αντιληφθεί όχι μόνο τις αιτίες αλλά και το περιεχόμενο της γυναικείας ανισοτιμίας στις πιο σύγχρονες μορφές της. Να ορίσει τι σημαίνει δικαιοσύνη και ελευθερία για την ίδια και για τις συναγωνίστριες και τους συναγωνιστές της, όπως και με ποιο τρόπο θα μπορέσει να την κατακτήσει.

Έχουν εκδοθεί τα βιβλία της:

  • Ο σπόρος κι εγώ, «Σύγχρονη Εποχή»(εξαντλημένο)
  • Το κυνήγι της χαμένης παρτιτούρας, «Σύγχρονη Εποχή»(Βραβείο Εταιρείας Ελλήνων λογοτεχνών Μιχαήλας Αβέρωφ)
  • Η ανταρσία της Κυριακής, «Ψυχογιός»
  • Τρεις καβγάδες και μια σκανταλιά, «Ψυχογιός»
  • Πέντε πολεμικές μάσκες, «Σύγχρονη Εποχή»
  • Η συμμορία των εφτά, «Ψυχογιός»
  • Τα μυστήρια της οδού Κενταύρων, «Σύγχρονη Εποχή»
  • 12 μέρες από τη ζωή του Αϊ-Βασίλη, «Σύγχρονη Εποχή»
  • Οι δικές μας ιστορίες «Σύγχρονη Εποχή»
  • Λόγια της τάξης «Σύγχρονη Εποχή»
  • Συνηθισμένες κι ασήμαντες «Σύγχρονη Εποχή»

Έχει εικονογραφήσει το βιβλίο του Δημήτρη Ραβάνη-Ρεντή «Παραμυθέατρο 2» (εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»)

Έχει συμμετάσχει με διήγημά της στην Ανθολογία Διηγήματος του Β΄ Λογοτεχνικού Διαγωνισμού «Αντώνης Σαμαράκης» (εκδόσεις «Καστανιώτη»)

Συμμετέχει επίσης στις θεματικές Ανθολογίες Διηγημάτων: «Ήρθαν τα Χριστούγεννα κι η Πρωτοχρονιά», «Η Τρομαχτούλα, ο Παφ-Πουφ και τα φαντάσματα», «Ιστορίες Φιλαναγνωσίας» (από τις εκδόσεις «Ψυχογιός»), «Γεια σου φίλε!» (από τις εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»).

Βαγγελιώ Καρακατσάνη

Δεν έχω ούτε μια άσπρη τρίχα στην ψυχή μου / κι ούτε σταγόνα γεροντίστικης ευγένειας...
Αναγνώσεις:132