Χρόνος ανάγνωσης περίπου:5 λεπτά

Η ιστορία ενός μαθήματος φωτογραφίας, του Δημήτρη Χρηστάκη

Δύο φίλοι περπατούσαν αργά κουβεντιάζοντας στα, έρημα πια, χωράφια του Άη Στράτη. Ο Βύρωνας ο Αηστρατήτης κι ο Δημήτρης ο Κρητικός. Ο Βύρωνας, μηχανικός τηλεπικοινωνιών, μίλαγε για τις μηχανές των μεταδόσεων ψηφιακών σημάτων και για τις εγκαταστάσεις του στο νησί του Άη Στράτη. Ήταν η δουλειά του και το πάθος του δεν κρυβότανε, ούτε και η γνώση η βαθειά, ούτε και η απέριττη σαφήνεια του λόγου του. Περπάταγαν ώρα πολλή και το ’να θέμα διαδέχονταν το άλλο.

Κάποια στιγμή, τα βήματα του Βύρωνα άλλαξαν ρυθμό, σαν να χόρευε έστριψε, κοίταξε χάμω τρυφερά, ολοκλήρωσε ότι έλεγε, σιώπησε, το βλέμμα του αγκάλιασε το τοπίο, χαμογέλασε σκεφτικός κι άλλαξε απότομα κουβέντα.

-Μην πατάς εδώ Δημήτρη … ,

Κοντοστάθηκαν κι οι δύο. Μια σιωπή που δε μετράται με ρολόγια, μια στιγμή που η απορία περιδινίζεται με την αγωνία να βρεθεί σωστή κουβέντα, γεφύρωσε τους φίλους. Τη σιωπή την έλυσε ο Βύρωνας:

-Πάνε πολλά χρόνια, πιτσιρικάς γυρνούσα με τον πατέρα μου από το χωράφι, ο ήλιος ήτανε κοντά να δύσει. Oι σκιές των δέντρων μεγαλώνανε, το κόκκινο αναδυότανε μέσα απ’ όλα τα χρώματα να σμίξει το κόκκινο του ήλιου, το μπλε σκούραινε το πράσινο των φύλων λες και το ‘ριξε ο ουρανός προτού στείλει τον ήλιο να βρει τη θάλασσα και τα δέντρα αποκτούσαν θέση και ξεχώριζαν όπως και τα χόρτα και τα λιγοστά ανθάκια, τα πουλιά βρίσκανε τις φωλιές τους κι όλα ήτανε κουρασμένα από το μεροκάματο μα καθαρά. Εδώ παρακάτω, έτσι, χωρίς αιτίες και προλόγους, ο πατέρας μου, τότε, με ρώτησε ξαφνικά:

-Αν φωτογράφιζες τον τόπο αυτό τι θα τραβούσες;

Ξαφνιάστηκα, δεν ήξερα τι με ρωτούσε, μετά από τόση κούραση στα χωράφια, τι λέει ο πατέρας;

– Δεν ξέρω πατέρα, τι με ρωτάς;

– Να αν ήθελες να μεταφέρεις κάτι απ’ αυτό που βλέπεις γύρω σου, και να το βάλεις στον τοίχο του σπιτιού μας να το βλέπεις, εσύ κι ο κόσμος όταν η ώρα αυτή θα ‘χει πια περάσει, τι θα διάλεγες; Για κοίτα γύρω σου και πες μου, τι θα διάλεγες;

Έκαμε κάδρο τους δείχτες και τους αντίχειρές του και κοίταξε μέσα κάνοντας τη ματιά του φωτογραφική μηχανή. Έκαμα κι εγώ το ίδιο. Μετά από μερικά τραβήγματα χάλασε ο πατέρας μου το «κάδρο του» και μου ’δειξε μια πέτρα στο χώμα.

– Αυτή την πέτρα που βλέπεις εδώ, …

μου λέει,

-… τη βλέπεις την πέτρα αυτή; Μοιάζει με τις άλλες;

– Ναι,

του λέω εγώ,

– τη βλέπω, μα δε μοιάζει, είναι πιο ίσια.

– Για σκύψε και καθάρισέ την απ’ το χώμα,… δες και τη διπλανή της.

Σκύψαμε μαζί, καθάριζα εγώ κι αυτός χάιδευε τις πέτρες.

– Σχηματίζουν μια γωνία, είπα εγώ.

– Και τι σου λέει αυτό, γιατί σχηματίζουν γωνία;

– Κάποιοι άνθρωποι θα τις πελέκησαν και τις έβαλαν έτσι.

– Ναι κάποιοι τις βάλανε, κάποιοι τις χτίσανε και κάποιος ξεκουράζεται κάτω από το χώμα που πατείς, μην τον βαραίνεις …

Από τότε, όποτε περνώ από δω, λοξοδρομώ να μην βαρύνω το χώμα αυτό και κοιτάζω το φως του ήλιου που γράφει, γράφει γράφει ….Το μάθημα της φωτογραφίας που ξεκίνησε ο πατέρας μου πριν από δεκάδες χρόνια συνεχίζεται. Κάθε φορά διαβάζω στον κόσμο κι άλλες εικόνες, κι άλλες φωτογραφίες φορτώνονται στη μνήμη της μηχανής μου για να κρεμαστούνε στο σπίτι μου και στα σπίτια των ανθρώπων που τους αρέσει το φως.

Οι δυο φίλοι συνέχισαν την βόλτα τους, Μηχανικοί κι οι δυο είχανε πολλά να πούνε. Μετά από καιρό ο Δημήτρης έγραψε από την Κρήτη στο Βύρωνα ένα γράμμα.

Αγαπητέ Βύρωνα,

θυμούμαι την ιστορία σου για το μάθημα φωτογραφίας του πατέρα σου στο δρόμο σας από το χωράφι για το σπίτι σας, όταν ήσουν μικρός και σου γράφω. Συχώρα με αν γράφω ακατάστατα μα έχω πιει όλο το μπουκάλι το κρασί που μου ’δωσες σαν έφευγα από τον Άη Στράτη.

Στη θύμηση της ιστορίας σου, ένιωσα να μπαίνω σε τάξη μαθητής και να κάθομαι σιωπηλά στο θρανίο. Είχε πολλά θρανία η τάξη μα κάθονται λίγοι μαθητές χωρίς να μιλούνε. Τα θρανία τα μαστόρεσαν με ξύλα από βαλανιδιές, χωρίς καρφιά, κάποιοι εργάτες, κρυφά από το βλέμμα των χωροφυλάκων, κρυφά από το σκοτάδι και τα ’κρυψαν, τότε, στο φως. Ήτανε τότε, τα χρόνια που μιλούσανε οι πέτρες. Στο φως δε βλέπανε οι χωροφυλάκοι γι’ αυτό και το φοβόντουσαν. Οι εργάτες ήτανε διαβαστεροί, διαβάζανε το φως στις πελεκημένες πέτρες και στα λουλούδια και στον αφρό της θάλασσας και στους ανέμους. Κάνανε τραγούδι το φως για να χορτάσουνε την πείνα και να ζεσταθούνε από το κρύο, για να τους δροσίσει τη δίψα τους. Έτσι, με διάβασμα, μάθανε να φτιάχνουνε και θρανία. Σαν έκατσα σ’ ένα απ’ αυτά τα θρανία, ένιωσα τη γλύκα της σιωπής μου ν’ αγκαλιάζει την απεραντοσύνη μιας μικρής κάμαρης που τη φωτίζει μια λάμπα πετρελαίου. Στα παράθυρα της κάμαρης στάζουνε νερό καθαρό οι φωτογραφίες που στεγνώνουνε κολλημένες στα τζάμια. Χιλιάδες φωτογραφίες. Ο Βασίλης Μανικάκης, φωτεινά σιωπηλός, εμφανίζει μπροστά στους μαθητές του την τελευταία φωτογραφία του στη λεκάνη με τον εμφανιστή, την στερεώνει και την βουτάει στο καθαρό νερό να την ξεπλύνει. Κάτι πέτρες που προβάλλουν από το χώμα στο φως γράφτηκαν με το φως του ήλιου και με το δικό τους το φως στο χαρτί. Το πρώτο μάθημα για την φωτογραφία ξεκίνησε. Έξω από την κάμαρη σκοτάδι. Τα βελανιδένια θρανία καλά.

Βύρωνα ευχαριστώ που ’πες του πατέρα σου να μ’ αφήσει κι εμένα να μπω στην τάξη του. Ελπίζω κάποτε κι εγώ να γίνω φωτογράφος.

Δημήτρης Χρηστάκης

Ο Χρηστάκης Δημήτρης είναι Μηχανολόγος Μηχανικός, καθηγητής στο Ελληνικό Μεσογειακό Πανεπιστήμιο και διευθύνει το εργαστήριο Αιολικής Ενέργειας και Σύνθεσης Ενεργειακών Συστημάτων του τμήματος Μηχανολογίας, διδάσκει τον σχεδιασμό, την κατασκευή και την διαχείριση συστημάτων που μετατρέπουν ήπιες και ανανεώσιμες μορφές της ενέργειας σε μηχανική και ηλεκτρική ενέργεια. Έχει ασχοληθεί με τον σχεδιασμό Αιολικών πάρκων, Ανεμογεννητριών Υδροηλεκτρικών Έργων και συνδυασμών τους. Έχει συμμετάσχει σε μελετητικές ομάδες για το Ενεργειακό Σύστημα της Κρήτης.

Το ερευνητικό του έργο περιλαμβάνει θέματα Φυσικής των Ρευστών, σχεδιασμού ενεργειακών συστημάτων και Εμβιομηχανικής. Έχει εργαστεί ως ερευνητής στο πανεπιστήμιο της Πάτρας, στη Βιομηχανία, στο RISOE Nat. Lab της Δανίας και στο Πολυτεχνείο Κρήτης.

Έχει αναπτύξει δεκάδες ερευνητικά προγράμματα και εκατοντάδες μελέτες Ενεργειακών Συστημάτων. Έχει επιβλέψει διδακτορικές διατριβές στην Ελλάδα και τη Γαλλία. Έχει δημοσιεύσει το έργο του σε περιοδικά, μέσα μαζικής ενημέρωσης και συνέδρια. Σήμερα ασχολείται με την σχέση μεταξύ τεχνολογίας και κοινωνίας και κατασκευάζει εργαστηριακά πρωτότυπα μικρών Ανεμογεννητριών και Ανεμόμυλων. Συμμετέχει στην IEA (International Energy Association και στην IEC (International Electrotechnical Commission).

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:79