Χρόνος ανάγνωσης περίπου:6 λεπτά

Στέλλας Πιθαρούλιου «Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης»

Οι εκδόσεις «Εν Πλω» (Κολοκοτρώνη 49, 105 60 Αθήνα, Τηλ.: 2103226343, https://www.enploeditions.gr/) παρουσίασαν στη σειρά Λαϊκά Παραμύθια, τη συλλογή της Στέλλας Πιθαρούλιου «Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης» ISBN: 978-960-87482-9-1. Η έκδοση αυτή περιλαμβάνει κείμενα της φιλολόγου Στέλλας Πιθαρούλιου είναι μια ανθολόγηση Κρητικών παραμυθιών, όπως η ίδια τα άκουσε χωρίς να παρεμβαίνει σε γλωσσική επεξεργασία και συντακτική διόρθωση. Κι εδώ ακριβώς έγκειται η αξία των παραμυθιών αυτών που απευθύνονται σε μικρούς και σε μεγάλους. Πρόκειται για παραμύθια που συγκινούν, κρατούν σε εγρήγορση τους αναγνώστες και καλλιεργούν τις παιδικές ψυχές. Στο τέλος του έργου δημοσιεύεται ειδικό λεξιλόγιο για την καλύτερη κατανόηση του κειμένου.

Μετά από επικοινωνία με τη συγγραφέα, μας επέτρεψε να δημοσιεύσουμε στον ιστότοπό μας τα παραμύθια που έχει καταγραμμένα στο βιβλίο της.

Η Γρια και το κριάρι (Μελλισουργιό Κισσάμου Χανίων)

Μια φορά ήτανε µια γριά κι ένας γέρος κι είχανε ένα κριάρι. Ο γέρος δεν την αγαπούσε τη γριά κι ήθελε να τηνε τυραννά. Της έλεγενε συνέχεια: «Πήαινε, γριά, να φέρεις χόρτα στο κριάρι!»

Η κακομοίρα µέρα-νύχτα έτρεχε και κουβάλαγε χόρτα. Το κριάρι έτρωγε, έτρωγε ασταμάτητα, Κι ο γέρος ασταμάτητα την έστελνε να του φέρει χόρτα.

«Μα, γέρο µου, να το σφάξουµε πια το κριάρι!» του είπε µια μέρα η γριά. «Δε μπορώ άλλο να κουβαλώ χόρτα!»

«Θα κουβαλάς!» της λέει «γιατί εγώ το κριάρι δεν το σφάζω, µέχρι να βγει το ξύγκι από τον πισινό του!»

Απογοητεύτηκε η γριά. Άμα δεν κουβάλαγε τα χόρτα, ο γέρος την έδερνε. Σου λέει «τι να κάνω; θα κουβαλάω όσο να μπορώ». Ο χασάπης του χωριού όµως, τήνε λυπήθηκε. Της λέει µια μέρα:«Κακομοίρα Υριά, ακόµα βασανίζεσαι μ᾿ αυτό το Κριάρι;»

«Τι να κάνω; Ο γέρος δεν θέλει να το σφάξει και τυραννιέμαι. Δε μπορώ άλλο, θα πεθάνω!»

«Είσαι μπουνταλού! Ο άντρας σου δε βλέπει καλά! Πάρε βαμβάκι και βάλε το στην ουρά του, και πες στο γέρο «γέρο επόρισενε το ξύγκι από τον πισινό του κριαριού, φώναξε το χασάπη!» Αυτός θα δει το βαμβάκι και θα το περάσει για ξύγκι. Θα έρθω εγώ τότε γρήγορα-γρήγορα να το σφάξω!»

Καλή της φάνηκε η ιδέα του χασάπη. Πιάνει κι αυτή και βάνει το βαμβάκι στην ουρά του κριαριού, και µετά µπήγει τις φωνές:

«Ώφου, γέρο, και εγίνηκε αυτό που περίμενες! Εβγήκενε το

ξύγκι από τον πισινό του κριαριού! Έλα γρήγορα γιατί το ξύγκι θα βρωµέσει!»

«Φώναξε του χασάπη!» της λέει αυτός και πολεμούσε να δει το ξύγκι στον πισινό του κριαριού.

Ἠρθε ο χασάπης που ήτανε µέσα στο κόλπο, έβγαλε το βαµβάκι από τον πισινό του κριαριού, το έσφαξε γρήγορα-γρήγορα.

«Πήγαινε τώρα, γρα, στον ποταμό, να πλύνεις τα άντερα του κριαριού» της λέει ο γέρος.

Πάει στον ποταμό κι εκεί που τα έπλενε, κατεβαίνει ένας αετός και της λέει;

«Γριά μου, θα µου δώσεις κι εμένα ένα κομµατάκι;»

«Αγ, αἴτέ µου, ποὺ άµα σοῦ δώσω τ᾽ αντέρι,θα µε σκοτώσει ο γέρος την καηµένη!»

Κρύφτηκε ο αϊτός και μέχρι να πάει η γριά να φέρει νερό, πάει και της παίρνει τα άντερα. Του λέει η γριά:

«Δώσε μου, αϊτέ τ᾽ αντέρι, για θα µε δείρει ο γέρος την καημένη!»

«Έφερές µου, εσύ, πουλί;» τση λέει ο αετός.

«Να το βρω πού το πουλί;» λέει αυτή.

«Στην κλωσσού!»

Πάει η κακοµοίρα η γριά στην κλωσσού: «Δώσ᾽ μου κλωσσού πουλί, να το πάω τ’ αετού, κι αϊτός τ’ αντέρι, να µη µε δείρει ο γέρος την καηµένη!»

«Έφερές µου, εσύ, στάρι;»

«Να το βρω πού, το στάρι;»

«Στον αλωνάρη».

Πάει η γριά στον αλωνάρη.

«Δώσ᾽ µου, αλωνάρη, στάρι, να το πάω στην κλωσσού, κι η κλωσσού πουλί, να το πάω τ᾽ αετού, κι αετός τ’ αντέρι, να µη µε δείρει ο γέρος την καηµένη!»

Λέει: «Ἐφερές µου παρασύρα;»

«Είντα πού θα τηνε βρω την παρασύρα;»

«Στη βουρλιά!»

Πάει η γριά στη βουρλιά: «Δώσ’ µου, βουρλιά, παρασύρα, να την πάω τ᾽ αλωνάρη, κι ο αλωνάρης στάρι, να το πάω στην κλωσσού, κι η κλωσσού πουλί, να το πάω τ᾽ αετού, κι αετός τ᾽αντέρι, να µη µε δείρει ο γέρος την καπµένη!»

«Έδωσές μου, εσύ, νερό;» Γιατί η βουρλιά χωρίς νερό δε ζει.

«Πού να το βρω το νερό;»

«Στο σύννεφο!»

Πάει πάλι η γριά στο σύννεφο.

«Δώσε µου, σύννεφο, νερό, να το πάω της βουρλιάς, Κι η βουρλιά παρασύρα, να την πάω τ’ αλωνάρη, κι ο αλωνάρης στάρι, να το πάω στην κλωσσού, κι η κλωσσού πουλί, να το πάω τ᾽ αετού, κι αετός τ᾿ αντέρι, να µη µε δείρει ο γέρος την καημένη!»

«Μου ᾿φερες, εσύ, λιβάνι;»

«Πού να το βρω το λιβάνι;»

«Στον µπακάλη!»

Πάει στον µπακάλη: «Δώσε µου, µπακάλη, λιβάνι, να το πάω στο σύννεφο, και το σύννεφο νερό, να το πάω της βουρλιάς, κι η βουρλιά παρασύρα, να την πάω τ᾽ αλωνάρη, κι ο αλωνάρης στάρι, να το πάω στην κλωσσού, κι η κλωσσού πουλί, να το πάω τ᾿ αετού, κι αετός τ’ αντέρι, να µη µε δείρει ο γέρος την καηµένη!»

Λέειτ ης ο µπακάλης: «Έφερές µου, εσύ, φιλί;»

«Πού να το βρω εγώ το φιλί;»

«Στην κοπελιά!»

Πάει η γριά στην κοπελιά: «Δώσ᾽ μου, κοπελιά, φιλί, να το πάω του μπακάλη, κι ο µπακάλης λιβάνι, να το πάω στο σύννεφο, Και το σύννεφο νερό, να το πάω της βουρλιάς, κι η βουρλιά παρασύρα, να την πάω τ᾿ αλωνάρη, κι ο αλωνάρης στάρι, να το πάω στην κλωσσού, κι π κλωσσού πουλί, νατο πάω τ᾽ αετού, κι αετός τ᾽ αντέρι, να µη µε δείρει ο γέρος την καηµένη».

«Έφερές µου, εσύ, παπούτσια;»

«Να τα βρω πού τα παπούτσια;»

Λέει της η κοπελιά: «Στον τσαγκάρη!»

Πάει η γριά στον τσαγκάρη: «Δώσε µου, τσαγκάρῃ, παπούτσια, να τα πάω τση κοπελιάς, κι η κοπελιά φιλί, να το πάω του µπακάλη, κι ο μπακάλης λιβάνι, να το πάω στο σύννεφο,

και το σύννεφο νερό, να το πάω της βουρλιάς, κι η βουρλιά παρασύρα, να την πάω τ᾽ αλωνάρη, κι ο αλωνάρης στάρι, να το πάω στην κλωσσού, κι η κλωσσού πουλί, να το πάω τ αετού, κι αετός τ᾽ αντέρι, να µη µε δείρει ο γέρος την καηµένη!»

Λέει ο τσαγκάρης: «Έφερές µου, εσύ, πετσί για να φτιάξω τα παπούτσια;»

«Πού να το βρω εγώ το πετσί;»

«Στο γουρούνι!»

«Δώσε µου, γουρούνι, πετσί, να το πάω στον τσαγκάρη, κι ο τσαγκάρης παπούτσια, να τα πάω τση κοπελιάς, κι η κοπελιά φιλί, να το πάω του µπακάλη, κι ο μπακάλης λιβάνι, να το πάω στο σύννεφο, και το σύννεφο νερό, να το πάω της βουρλιάς, κι η βουρλιά παρασύρα, να την πάω τ᾿ αλωνάρη, κι ο αλωνάρης στάρι, να το πάω στην κλωσσού, κι η κλωσσού πουλί, να το πάω τ’ αετού, κι αετός τ᾽ αντέρι, να µη µε δείρει ο γέρος την καημένη!»

Τση λέει και το γουρούνι: «Μου έφερες εσύ βελανίδια;»

«Πού να τα βρω τα βελανίδια;»

«Στη βελανιδιά».

Πάει η γριά στη βελανιδιά. Λέει: «Δώσε μου, βελανιδιά, βελανίδια, να τα πάω στο γουρούνι, και το γουρούνι πετσί, να το πάω του τσαγκάρη, κι ο τσαγκάρης παπούτσια, να τα πάω τση κοπελιάς, κι η κοπελιά φιλί, να το πάω του µπακάλη, κι ο µπακάλης λιβάνι, να το πάω στο σύννεφο, και το σύννεφο νερό, να το πάω της βουρλιάς, κι η βουρλιά παρασύρα, να την πάω τ᾽ αλωνάρη, κι ο αλωνάρης στάρι, να το πάω στην κλωσσού, κι η κλωσσού πουλί, να το πάω τ’ αετού, κι αετός τ’ αντέρι, να µη µε δείρει ο γέρος την καηµένη!»

Λέει της η βελανιδιά: «Ανέβα πάνω να τα πάρεις!»

Κι ανεβαίνει η γριά στη βελανιδιά και σπάνε τα κλωνάρια, και πέφτει και σκοτώνεται.

Στέλλα Πιθαρούλιου

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:74