Χρόνος ανάγνωσης περίπου:14 λεπτά

Από τη ζωή του βοσκού, του Γεώργιου Χουστουλάκη, 2ο μέρος

Με αφορμή την ένταξη στη λίστα της «Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ελλάδας» της βοσκικής και του κόσμου του βοσκού στον Ψηλορείτη, ανατρέξαμε στο αρχείο μας και βρήκαμε τις παραδοσιακές τεχνικές και πολιτισμικές πρακτικές που συνδέονται άμεσα με την καθημερινότητα των βοσκών και την επιβίωσή τους.

Οι βοσκοί του Ψηλορείτη ακολουθούν για αιώνες τα βήματα των προγόνων τους. Έχουν τον δικό τους κώδικα, τις δικές τους συνήθειες, τις δικές τους πρακτικές για την επιβίωση σε δύσκολες συνθήκες σε ένα περιβάλλον γεμάτο μνήμες, παράδοση, σοφία και άγρια ομορφιά.

Ο τρόπος ζωής τους, οι παραδόσεις, η κοινωνική και οικονομική δραστηριότητά τους, αλλά και στοιχεία, όπως ο ιδιαίτερος κώδικας που διέπει τις ποιμενικές κοινωνίες στην ευρύτερη περιοχή του κατακλυσμένου από μύθους, θρύλους και ιστορία ορεινού όγκου – συμβόλου της Κρήτης -, αποτελούν μοναδικότητες που πλέον εγγράφονται στη λίστα της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ελλάδας.

Σας παρουσιάσουμε λοιπόν τη ζωή του βοσκού σε δύο μέρη. Διαβάστε το πρώτο μέρος. Πρόκειται για ένα απολαυστικό κείμενο που έγγραψε ο μελετητής Γεώργιος Χουστουλάκης με τη βοήθεια του αγαπητού του φίλου Μανώλη Παρασύρη-Μανολούκο από τα Ζωνιανά στον οποίο ανήκουν και οι φωτογραφίες.

 

Μέρος Β΄

Τι ήταν τα ζουλιάτικα

Οι διάφορες περιοχές των βοσκοτόπων, είτε αυτές ήταν σε βουνό είτε στον κάμπο, πάντα σε κάποιον θα ανήκαν, και οι βοσκοί θα έπρεπε να τους πληρώσουν με κάποιο ενοίκιο. Συνήθως οι περιοχές στα πεδινά ανήκαν σε ιδιώτες, και οι βοσκοί τους πλήρωναν συνήθως σε είδος, είτε σε τυρί είτε σε αρνιά ακόμα και σε μαλλί.

Στα όρη όμως οι περισσότεροι βοσκότοποι ήταν κοινοτικοί και οι πληρωμές γινόταν στην κοινότητα, φυσικά σε χρήματα. Αυτές οι πληρωμές λεγόταν ζουλιάτικα. Για 500 πρόβατα για παράδειγμα με 50 λεπτά το πρόβατο, η κοινότητα έπαιρνε 250 δρχ ζουλιάτικα! Και τότε, όπως και σήμερα, γινόταν δήλωση. Όμως αυτή γινόταν στην κοινότητα, για το πόσα οζα είχε ο κάθε ένας. Κατέγραφε ο γραμματικός τα οζα, και βάσει αυτών έβγαζε και την ανάλογη πληρωμή.

Στην καθημερινότητα, στα καφενεία κτ.λ., πολλές φορές γινόταν συζητήσεις, και ρωτάγανε ο ένας τον άλλο βοσκό, πόσα ζουλιάτικα του επέβαλε φέτος η κοινότητα να πληρώσει. Ακόμα και σήμερα συζητιούνται ιστορίες, όπως εκείνη με τις τρεις γειτόνισσες που καθόταν στην αυλή και ρωτούσε η μια την άλλη:

– Ε Μαρία, μα πόσα ζουλιάτικα σας ήρθανε να πλήρώσετε οφέτος;

-250 δραχμές μας ήρθε ο λογαργιασμός, κακορίζικο, και δε κατέω που θα τα βρούμε! Εσάς Ευτέρπη;

-Ε, και εμάς 150 δραχμές μας ήρθενε!

Την Τρίτη όμως γυναίκα δεν τη ρωτήσανε από ευγένεια, γιατί κατέχανε πως ο άνδρας της δεν είχε οζα. Εκείνη όμως πετάχτηκε και είπε:

-Ε εμάς ευτυχώς δεν μας ήρθε να πλερώσωμε -νε πράμα! Δόξα να χει ο Μεγαλοδύναμος!

Το μέτρημα των προβάτων στο κοπάδι

Κάποτε υπήρχε ζωή στο κοπάδι και ο παλιός βοσκός γνώριζε άψογα τη δουλειά του, καθώς αυτή πήγαινε από γενιά σε γενιά. Γνώριζε τις ανάγκες και αδυναμίες των οζών του. Γνώριζε επίσης τεχνικές που του έκαναν τη ζωή πιο εύκολη, ακόμα και στο μέτρημα για τον συνολικό αριθμό των οζων. Ενώ οι νέοι βοσκοί μετράνε και σήμερα ένα – ένα τα πρόβατα τους, και συνήθως μόνο, όταν τα βάζουν στο μαντρί, εν τούτοις οι παλιοί βοσκοί τα μετρούσαν πάντα δυο-δυο, ακόμα και έξω από το μαντρί!

Ένας πρόχειρος τρόπος υπολογισμού για τυχόν κλοπή, ήταν το λεγόμενο αναζήτημα. Με μια θωριά, ματιά δηλαδή, ο καλός βοσκός καταλάβαινε, αν αναζητά ή όχι οζα. Ήταν μια ικανότατα να το γνωρίζει αυτό κάποιος από τον όγκο του κοπαδιού, αν του λείπουν κάποια. Βέβαια σε ένα κοπάδι με 500 οζα, μόνο από 10 και πάνω μπορούσε να αναζητήσει. Αν έλειπαν ένα η δυο, αυτό ήταν δύσκολο.

Οι παλιοί βοσκοί στη βοσκική στέκανε σα τα κεριά γύρω από το κοπάδι, και παραβλέπανε (=παραφυλάγανε) να μην μπούνε σε ξένα σπαρμένα (=σπαρτά), ή σε άλλες ζημιές. Είχαν όμως οι παλιοί βοσκοί και χαλίκια στα χέρια τους και τα πετούσαν σε τυχόν οζά που έμπαιναν σε εζημιά. Αντίθετα βέβαια με το σήμερα, που τα νεαρά βοσκάκια αντί για πέτρες κρατούν κινητά ή τάμπλετ και παίζουν και τα πρόβατα; Ας πάνε όπου θένε!

Χαλικάκια επίσης έβαζαν στις τσέπες τους οι παλιοί βοσκοί, και για άλλο λόγο, αυτός αφορούσε το κανονικό πλέον μέτρημα των οζων τους! Ας πούμε ότι σε μια ορταγιά είχαν 550 οζα, και ήθελαν να τα μετρήσουν, τότε έκαναν το εξής: οδηγούσαν το κοπάδι σε ένα λακκί, και έβαζαν τα αρσενικά να μπουν μπροστά και να ακολουθεί σε γραμμή το υπόλοιπο κοπάδι. Δυο βοσκοί παντούσαν από τα πλάγια να μην γυρίσουν πίσω κάποια, και ένας βοσκός αναλάμβανε το μέτρημα. Έβαζε στην τσέπη του πέντε χαλικάκια, και μέτραγε δυο – δυο. Στα εκατό έκανε παύση κι άφηνε να πέσει κάτω ένα χαλίκι από τα πέντε. Στα διακόσια δεύτερο χαλικάκι, και στα πεντακόσια έριχνε κάτω και το πέμπτο χαλικάκι. Τότε πλέον από τα 500 και πάνω αρνιά μέτραγε πάλι δυο – δυο τα αρνιά, για να βγάλει πια τον ακριβή αριθμό τους! Αυτό με τα χαλίκια το έκαναν για να μην μπερδευτούν με τις εκατοντάδες.

Το αν οι νέοι δεν είχαν την πείρα των παλιών, δεν είναι απόλυτο, πάντως η εμπειρία έπαιζε και αυτή τον ρόλο της.

Τα κουδούνια του κοπαδιού

Εδώ στο κάθε κοπάδι έχουμε διαφόρων λογιών κουδούνια, και αυτό για να βγαίνει ένας πιο αρμονικός και πιο γλυκός συνολικός ήχος.

«Όμορφα παν τα πρόβατα, με τα ψιλά λεράκια,

όμορφα παν κι οι κοπελιές με ντελικανιδάκια!»,

θα πει ο ποιητής.

Κουδούνια έχουμε πολλών ειδών, και ανά κατηγορία ζώων.

Τα βαρβάτα αρσενικά, που ήταν για αναπαραγωγή είτε κριγοί είτε τράγοι, αυτά «ήτανε βουβά», δηλαδή δε φορούσαν κουδούνια! Αυτό γιατί τα κουδούνια αποσυντονίζανε τα ζώα επάνω στην ερωτική πράξη της αναπαραγωγής! Όμως σε όλα τα άλλα αρσενικά, τους φορούσαν κουδούνα στα χρονιάρικα, καθώς και σ’ αυτά, που καθοδηγούσαν το κοπάδι, μπροσταρότραγους και μπροσταρόκριγιους.

Κουδούνια οι κριγιοί φορούσαν τα κριγιαρικά, και οι τράγοι τα τραγοκούδουνα. Τα πρόβατα τα προβατοσκλάβερα και τα κατσίκια λέρια, ή γιδόλερα. Τα νεαρά πάλι οζα είχαν άλλα μικρότερα κουδούνια, επίσης άλλα το χειμώνα, κι άλλα το καλοκαίρι!

Οι καθοδηγητές μπροσταρόκριγοι και μπροσταρότραγοι, κατά κανόνα είναι μουνουχισμένοι (=ευνουχισμένοι). Αυτό γινόταν «για να μην έχουνε τον νου των-ε, δεξά κι αριστερά», και αποσπάται έτσι η προσοχή τους κυνηγώντας τα θηλυκά! Απεναντίας θα πρέπει να έχουν τον νου τους μονάχα στην σωστή καθοδήγηση του κοπαδιού, να φροντίζουν να κάνουν τόπο να περάσει το κοπάδι ανάμεσα, είτε από ανθρώπους, είτε από πυκνούς θάμνους, είτε από στενά και δύσβατα μονοπάτια κλπ.

Βέβαια οι μερακλήδες βοσκο,ί που ήθελαν να έχουν και μια όμορφη συγχορδία ήχων στο κοπάδι τους, με καλή λαλιά από κουδούνια, το πετύχαιναν αυτό με ένα σετ κουδουνιών, που έβαζαν στους τράγους τους και αποτελούταν από τρία χοντρά κουδούνια κρητικής προέλευσης, και επίσης μια καμπανέλα, ή ένα μπατινιώτικο, που συνήθως ήταν ρουμελιώτικης προέλευσης. Για αυτό ένα τέτοιο κουδούνι το λέγανε και ρουμελιώτικο.

Εκτός από αυτά τα μεγάλα κουδούνια, τα υπόλοιπα κουδούνια ήταν μικρότερα. Αναλόγως το μέγεθος του ζώου, ο βοσκός του έβαζε και το ανάλογο κουδούνι. Έτσι, ενώ όλα τα κουδούνια κάνουν μια απαλή συγχορδία μεταξύ τους, κάτι σαν κελάηδισμα πουλιών, έρχεται πότε – πότε ο μπάσος ήχος από τη μεγάλη καμπανέλα, ή το μπαντινιώτικο κουδούνι, και γλυκαίνει έτσι τον ήχο των υπολοίπων κουδουνιών!

Τον χειμώνα τους βγάζανε τα μεγάλα κουδούνια και τα πήγαιναν για επισκευή, ενώ τους έβαζαν μικρότερα, επειδή έκανε κρύο, αλλά και για να ξεκουράζονται. Το επόμενο όμως καλοκαίρι τους έβαζαν και πάλι τα ίδια τα δικά τους τα μεγάλα κουδούνια.

Έχει αποδειχτεί, πως αρέσουν πολύ στα ζώα να ζουν με τα δικά τους κουδούνια, αυτά που έχουν συνηθίσει, έτσι ώστε να πούμε πως τα θεωρούν μάλιστα ιδιαιτέρως απαραίτητα!

«Ένας βοσκός αφαίρεσε τον χειμώνα από ένα τράγο το κουδούνι του για να το επισκευάσει, και του έβαλε προσωρινά ένα άλλο μικρότερο. Σαν όμως ήρθε πάλι η Άνοιξη κάποια στιγμή ο βοσκός χτύπησε το μεγάλο κουδούνι του τράγου, κι ο τράγος που το άκουσε, αναγνώρισε αμέσως τον ήχο, πως αυτό κάποτε ήταν δικό του, και καταχάρηκε! Έτρεξε λοιπόν προς τον βοσκό που το κρατούσε ακόμα στα χέρια του και εκείνος του το κρέμασε και πάλι στο λαιμό! Έτσι έφυγε χαρούμενος ο τράγος, χοροπηδώντας και πήγε με τους άλλους τράγους. Ήταν έτσι, σαν να τους το «έκανε λείξη», επίδειξη δηλαδή!».

Τα κουδούνια και ο ήχος τους, είναι κάτι που εξυπηρετούσε τη ζωή του κοπαδιού, αλλά και του βοσκού! Και μόνο από τον ήχο κατάφερναν τα ζώα να πλησιάζουν εύκολα το ένα τ’ άλλο, χωρίς να χρειάζεται να πάνε, να το γυρεύουν. Βοηθάει στο να έχει συνοχή το κοπάδι, ακόμα και να μπλεχτούν δυο ξένα κοπάδια μεταξύ τους, πολύ εύκολα μπορούν πάλι από τον ήχο των κουδουνιών τους να καταφέρουν να ξεχωρίσουν μεταξύ τους.

Οι προβιές

Σε κάθε οζο που σφαζόταν από βοσκούς, είτε στο σπίτι, είτε στο κονάκι, είτε στον χασάπη, έβγαζαν περίτεχνα την προβιά (=τομάρι) χωρίς να τρυπηθεί, και την περνούσαν από ένα μακρύ ξύλο ή καλάμι για να στεγνώσει για μερικές μέρες, περίπου μια βδομάδα. Σαν στέγνωναν οι προβιές όλες, ανά δέκα τις έκαναν ένα δέμα, τις φόρτωναν στον γάιδαρο και τις πήγαιναν στον έμπορα.

Πολλές φορές όμως πήγαιναν οι έμποροι στα χωριά που τους έλεγαν προβιδάδες, είτε με κάρα, είτε γαϊδούρια κι αργότερα με αυτοκίνητα. Σε κάθε γειτονιά φώναζαν

– Ο προβιδάς! Προβιές αγοράζω!

Ο προβιδάς έκανε και αυτός ένα επάγγελμα εποχής και πλήρωνε συνήθως τις προβιές που αγόραζε σε χρήματα, αφού πρώτα τις ζύγιζε στον καμπανό που ήταν σε οκάδες, και μετά σε κιλά. Οι προβιές μπορεί να αφήνανε ένα καλό χαρτζιλίκι στον βοσκό, ωστόσο οι περισσότεροι βοσκοί ανέθεταν αυτή τη δουλειά στο γιό τους λέγοντας του:

– Πχιάσε παιδί μου να τα νοικοκυρέψεις ούλα ετούτα-νά, και ότι πχιάσεις δικά σου!

Τα παιδιά, λοιπόν, ταχτοποιούσαν τις προβιές από τα σφαγμένα οζά, τις δίνανε στον προβιδά. Μάζευαν επίσης και τα κέρατα των κριγιώ που αυτά τα δίδανε σε μαχαιράδες, και έτσι είχαν και εκείνα το δικό τους χαρτζιλίκι! Σήμερα πλέον δεν πουλιούνται οι προβιές των αιγοπροβάτων.

Με τις προβιές έκαναν διάφορα δερμάτινα είδη, όπως παντελόνια σακάκια, δερμάτινα στιβάνια, παπούτσια κλπ. Η επεξεργασία τους γινόταν σε βιοτεχνίες που λεγόταν ταμπακαριά. Υπήρχαν τα ταμπακάριά Ηρακλείου, κάπου ανάμεσα στον Καράβολα και στο Παγκρήτιο στάδιο.

Επίσης με τα δέρματα έκαναν και διάφορα ασκιά για υγρά ακόμα και στερεά, για κρασί, για λάδι, για γάλα κ.τ.λ.. Από μεγαλύτερα ζώα ακόμα και μοσχάρια, έκαναν ασκιά, για να μεταφέρουν βούτυρο ή λίπος, κυρίως από το εξωτερικό.

Έφτιαχναν ακόμα και ασκιά για ασκομαντούρες, που πολλές φορές τις έπαιζαν και οι ίδιοι οι βοσκοί στο βουνό για να περνά η ώρα τους, αν και το πιο συνηθισμένο ήταν το θιαμπόλι.

Οι κουρές και οι κουράροι

Ο βοσκός θεωρεί πως και τα οζα του γιορτάζουν κι αυτά, όπως οι άνθρωποι, και η γιορτή τους δεν είναι αυτή που λέμε η γιορτή του τυριού, αλλά είναι στις κουρές τους, που συνήθως γινόταν τέλος του Μάη.

Κατά την 1η όμως του Μάρτη μέχρι το Φλεβάρη κάνανε και τις λεγόμενες κωλοκουρές και κολουκουρίζανε τα ζα για να μην τσιλιούται (=παθαίνουν ευκοίλια), τρώγοντας βρεγμένο χορτάρι και να μπορούν έτσι να τα αρμέγουν καλύτερα. Άδειαζαν δηλαδή ένα μέρος μαλλιού από το πίσω μέρος του ζώου, και φυσικά την ουρά.

Υπάρχει μάλιστα και μια σχετική παλιά παροιμία:

«Καλυτερα ο πρώιμος κωλουκουριστής, παρά ο καλύτερος παραβολιαστής»!

Η παροιμία πάει να πει, πως καλύτερος είναι αυτός που κουρεύει τις ουρές και το πίσω μέρος των ζώων του, παρά αυτόν που παραβολιάζει τα οζα την περίοδο του χορταριού για να μην τρώνε τα ξένα σπαρμένα. Αυτό γιατί τα οζα του κωλοκουριστή είναι καθαρά και άρα πιο υγιή, και όχι τσιλασμένα που είναι σχεδόν άρρωστα, δηλαδή είναι λερωμένο το μαλλί τους πίσω από συνεχείς διάρροιες!

Αυτός που κωλουκουρίζει πρώιμα, ανανεώνει με αυτόν τον τρόπο τα οζα του. Αυτό βέβαια το πίσω μέρος του οζου, που έχει κωλοκουριστεί το Φλεβάρη μέχρι τέλος του Μάη που αρχίζουν οι κανονικές κουρές, το μαλλί τους εκεί έχει μεγαλώσει κάπως. Όμως το σημείο αυτό δεν το κουρεύουν στις κουρές, παρά του χρόνου πάλι στις κωλοκουρές.

Τα ψαλίδια που κούρευαν τα λέγανε κουροψάλιδα, και τα οζα τα κρατούσαν γερά ειδικοί μπουζαστάδες, που συνήθως ήταν νεαροί τσίμαροι, δηλαδή νέοι ή ντελικανιδάκια. Την τέχνη αυτή της κουράς την ήξεραν πάντως όλοι οι βοσκοί.

Στις κουρές πήγαιναν αυτοί που είχαν τα ζα, οι βοσκοί και οι γυναίκες τους. μαζί τους όμως μπορούσαν να έχουν και άλλους καλεσμένους, φίλους συγγενείς κλπ. Όλοι αυτοί που θα πάνε στο βουνό για τις κουρές λέγονται κουράροι! Ευκαιρία λοιπόν να σμίξουν και να δει ο βοσκός τους παλιούς φίλους και συγγενείς του, να κουβεντιάσει μαζί τους για διάφορα θέματα κ.τ.λ., αλλά προπάντων να διασκεδάσουν όλοι παρέα!

Τέλη του Μάη στις κανονικές κουρές, σαν φτάνανε στο βουνό, κάνανε ένα πρόχειρο κολατσιό, μαντρίζανε τις έγκαλες στο μητάτο και μέχρι το μεσημέρι τις κούρευαν μια – μια μέχρι να τελειώσουν. Παράλληλα δυο τρείς άνδρες αναλαμβάνανε να καταστέσουν (σφάξουν και ετοιμάσουν) μερικά αρνιά, ενώ η γυναίκα του καθενός βοσκού που γινόταν η κουρά των οζων τους, κερνούσε όλους τους παρευρισκόμενους, είτε μια ρακί είτε ένα κρασί με ό,τι μεζέ κρατούσε κάθε μια από το χωριό.

Όπως και στις πληρωμές στις ορταγές που αναφέραμε σε προηγούμενη ενότητα, έτσι και στις κουρές, πρώτα κούρευαν τα οζα του μεγάλου αφεντικού, που είχε και τα περισσότερα οζα και ακολουθούσαν οι άλλοι ανάλογα τον αριθμό. Όταν κούρευαν τα οζα κάποιου αφεντικού, δίπλα παρευρισκόταν και η γυναίκα του, που αναλάμβανε η ίδια το μαλλί των οζών τους. Έπιανε δηλαδή όλο το μαλλί ενός προβάτου, το στρίβε με τα δυο της χέρια, η μια χέρα το έστριβε αριστερά και η άλλη δεξιά, το έκανε στενόμακρο, μετά το έκανε ένα κάμπο, και αυτό λεγόταν ποκάρι. Ένα – ένα ποκάρι που έκανε, το έβαζε στα σακιά. 300 πρόβατα σημαίνει και 300 ποκάρια.

Την πρώτη μέρα γινόταν και η γιορτή, όπου άρχιζε, όταν τελείωνε η κουρά των έγκαλων οζών. Εκεί μπορεί να είχαν καλέσει και οργανοπαίχτες, όπου έστηναν και χορό. Όλοι όμως έτρωγαν αυτά τα ωραία που ετοίμαζαν οι μάγειροι, συκώτι ή φλέμονα (=πνεύμονα) τηγανητό, μενούζες (=κοκορέτσια) στη σούβλα, τσιγαριστό κρέας. Παράλληλα είχαν και το βραστό!

Τη δεύτερη μέρα παραλαμβάνανε να κουρέψουν τα στείρα. Ο κάθε βοσκός και εδώ που κούρευαν τα πρόβατα του και πάλι η γυναίκα του θα έκανε ποκάρια το μαλλί και θα το έβαζε στα σακιά, και πάλι θα κερνούσε τον κόσμο ρακή ή κρασί.

Ό,τι ώρα τελείωναν πάντως και οι κουρές στα στείρα, δηλαδή κατά τις δυο το μεσημέρι, θα στήνανε ένα τραπέζι, αλλά αυτή τη φορά με οφτά! Από πιο νωρίς τα ψητά θα τα είχανε οι μάγειροι περασμένα στις σούβλες, που συνήθως γινόταν αντικριστό, και ψηνόταν με τη λάβρα, δηλαδή τη πυριά της φλόγας καθώς αυτή ερχόταν από το πλάι, όχι πάντως με τη δύναμη του κάρβουνου.

Έστηναν τις σούβλες όρθιες γύρου – γύρου από τη φωτιά, γύριζαν τούμπα το κρέας μονάχα μια φορά σαν είχε ψηθεί καλά, οπότε το γύριζαν και από την άλλη! Βέβαια οι βοσκοί στα βουνά, όταν βιαζόταν να ψηθεί το αντικριστό τους, τότε άναβαν δυο φωτιές, μια από την μια πλευρά της σούβλας και άλλη μια από την άλλη!

Ένα έθιμο που είχαν οι μερακλήδες βοσκοί, ήταν στις κουρές να κουρεύουν σε δυο τρία αρσενικά κριάρια όλο το κορμί τους, αφήνοντας του μόνο μια χαίτη μπροστά στον λαιμό, ώστε να τα κάνουν λιονταρόμορφα, να μοιάζουν δηλαδή έτσι με λιοντάρια, όπως στη φωτογραφία!

Φωτογραφία λιονταροκουρεμένου τράγου.

Αργά – αργά τη δεύτερη μέρα κατά τις τέσσερις με πέντε, κι αφού είχαν χορτάσει όλοι, φόρτωναν στα χτήματα τους τα τσουβάλια με τα ποκάρια και τα άλλα συμπράγκαλα, και έπαιρναν όλοι οι κουράροι το δρόμο του γυρισμού για το χωριό.

Εκεί πάλι στο χωριό οι γυναίκες βαστούσαν και ένα γουλίδι (κομμάτι) οφτό κρέας, και «αποχερίζανε και τσι γειτόνους» δηλαδή δίνανε από ένα μεζέ στη κάθε γειτόνισσα.

Πολλοί ήταν εκείνοι που δεν είχαν καθόλου πρόβατα, άρα ούτε μαλλί να φτιάξουν μια μπλούζα του παιδιού, ή ένα ρούχο να σκεπαστούν. Πήγαιναν λοιπόν επίτηδες να βοηθήσουν κι εκείνοι στις κουρές, μπας και στο τέλος τους δώσουν ένα δυο ποκάρια. Φυσικά ο κάθε βοσκός τους έδινε πράγματι από δυο ποκάρια για τη βοήθεια τους. Επίσης άλλα δυο στον μαντρατζή, και αλλά δυο στον γκαλονόμο, που κι αυτοί δεν είχαν ζα.

Όλοι αυτοί τώρα που πήγαιναν για βοήθεια, αν ήταν πέντε τα αφεντικά βοσκοί στη κουρά, θα μάζευε ο κάθε ένας τους τουλάχιστον από 10 ποκάρια! Επίσης, αν οι ίδιοι πήγαιναν και σε άλλες κουρές, μπορεί να μάζευαν και 50 ποκάρια έκαστος! Αρκετά για τις ανάγκες της οικογένειας τους για τη χρονιά!

Πλέον οι γυναίκες που έφερναν τα ποκάρια στο σπίτι, οι ίδιες επεξεργάζονταν σιγά – σιγά το μαλλί, το έπλεναν, το λεύκαιναν, το έκαναν κλωστή στη ρόκα, και μετά στον αργαλειό. Έφτιαχναν έτσι τα ρούχα της οικογένειας τα προικιά της κόρης, τον γαμπά του βοσκού, κλινοσκεπάσματα και πολλά -πολλά άλλα!

Κείμενο: Γεώργιος Χουστουλάκης

Φωτογραφία με τις κουρές: Μανόλης Παρασύρης Μανολούκος

Κείμενο: Γεώργιος Χουστουλάκης

Φωτογραφία με τις κουρές: Μανόλης Παρασύρης Μανολούκος

ΠΡΟΤΑΣΗ:

Για τους φίλους που θέλουν να μάθουν περισσότερα για τη ζωή του βοσκού στα ορεινά του Ψηλορείτη, μπορούμε να προτείνουμε κάποια βιβλία.

  • Ένα βιβλίο το έχει γράψει ο Ζωνιανός κος Δημήτριος Παρασύρης συνταξιούχος, πρώην δάσκαλος με τίτλο «Τα Ζωνιανά της ιστορίας και της παράδοσης».
  • Επίσης ακόμα άλλο ένα με τίτλο «Νη Ζα», (= μα το Δία) που αφορά την ιστορία του χωριού από την μινωική εποχή μέχρι σήμερα.
  • Άλλα δυο βιβλία που είναι γραμμένα μάλιστα σε ομοιοκατάληκτους στίχους, έχει γράψει ο κ. Μανόλης Παρασύρης-Μανολουκος, με τίτλους «Παλιού αραγού βαστάγια» λαογραφικό, και
  • «Ο μύθος του Σφεντόνη», που αφορά την ιστορία της μυθολογίας της Κρήτης.
  • Πρόκειται επίσης να κυκλοφορήσει άλλο ένα σπουδαίο λαογραφικό βιβλίο με τίτλο «Οι μαντιλοδεσές».

.

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:108