Χρόνος ανάγνωσης περίπου:19 λεπτά

Η Κνωσός, αναπτύσσεται πάνω στο ύψωμα της Κεφάλας μέσα σε ελιές, αμπέλια και κυπαρίσσια και βρίσκεται 5 χιλ. νοτιοανατολικά του Ηρακλείου. Δίπλα της ρέει ο ποταμός Καίρατος (ο σημερινός Κατσαμπάς). Σύμφωνα με την παράδοση αποτέλεσε την έδρα του βασιλιά Μίνωα και πρωτεύουσα του κράτους του. Με το χώρο του ανακτόρου της Κνωσού συνδέονται οι συναρπαστικοί μύθοι του Λαβύρινθου με τον Μινώταυρο και του Δαίδαλου με τον Ίκαρο. Αναφορές στην Κνωσό, το ανάκτορό της και το Μίνωα γίνονται στον Όμηρο (ο κατάλογος πλοίων της Ιλιάδας αναφέρει ότι η Κρήτη απέστειλε 80 πλοία υπό τις διαταγές του βασιλιά της Κνωσού, Ιδομενέα. Οδύσσεια, τ 178-9), στο Θουκυδίδη (αναφορά στο Μίνωα), στον Ησίοδο και Ηρόδοτο, στο Βακχυλίδη και Πίνδαρο, στον Πλούταρχο και Διόδωρο το Σικελιώτη. Η περίοδος ακμής της πόλης ανάγεται στη μινωική εποχή (2000 – 1350 π.Χ.) κατά την οποία αποτελεί το βασικότερο και πολυπληθέστερο κέντρο της Κρήτης. Και σε μεταγενέστερες περιόδους διαδραματίζει σημαντικό ρόλο και αναπτύσσεται ιδιαίτερα, όπως στην ελληνιστική εποχή.

Η πόλη της Kνωσού κατοικήθηκε συνεχώς από τα τέλη της 7ης χιλιετίας έως και τα ρωμαϊκά χρόνια. Η νεολιθική εποχή χαρακτηρίζεται από το στάδιο της τεχνολογικά εξελιγμένης αγροτικής ζωής (λίθινα εργαλεία και υφαντικά βαρίδια). Οι κάτοικοι από τροφοσυλλέκτες γίνονται οι ίδιοι παραγωγοί (γεωργοί και κτηνοτρόφοι) και παρατηρείται η τάση για μια πιο συστηματική και μόνιμη εγκατάσταση. Οι οικιστικές φάσεις στην Κνωσό διαδέχονται η μια την άλλη, ενώ ο πληθυσμός του οικισμού στα τέλη της Ύστερης Νεολιθικής Εποχής υπολογίζεται σε 1.000 – 2.000 κατοίκους.


Στην Εποχή του Χαλκού, η οποία χαρακτηρίζεται από την κατεργασία του χαλκού, συνεχίζεται πιθανόν η ανάπτυξη του οικισμού. Ωστόσο, κατά τις εργασίες που έγιναν για την κατασκευή του ανακτόρου καταστράφηκαν πολλά παλιότερα κτίσματα. Ο οικισμός, πλέον, αναφέρεται ως Ko-no-so στα κείμενα της Γραμμικής Γραφής Β΄ του 14ου αι. π.X. Ιδιαίτερα έντονη ήταν η κατοίκηση με τα πρώτα (19ος-17ος αι. π.X.), δεύτερα ανάκτορα (16ος-14ος αι. π.X.) και τις πολυτελείς οικίες, τον ξενώνα και τα μινωικά έργα υποδομής. Τα ανάκτορα κτίζονται σε θέσεις που ελέγχουν πεδιάδες και προσβάσεις από τη θάλασσα, ενώ παράλληλα αναπτύσσονται και σημαντικοί οικισμοί γύρω από αυτά. Πόλεις και ανάκτορα μένουν ωστόσο ατείχιστα, επιβεβαιώνοντας τη λεγόμενη pax minoica. Γύρω στο 1700 π.Χ. πιθανόν ένας μεγάλος σεισμός καταστρέφει την Κνωσό και οδηγεί σε εργασίες μεγάλης κλίμακας στην πόλη και στο ανάκτορο. Η πόλη της Κνωσού αναπτύχθηκε σε μεγάλη έκταση και ο πληθυσμός της υπολογίστηκε από τον Evans γύρω στους 80.000 κατοίκους.

Το 1450 π.Χ., μετά από μερική καταστροφή της Κνωσού, εγκαθίστανται στην πόλη Μυκηναίοι, χωρίς όμως να ξανακτίσουν τα ανάκτορα. Από τις επόμενες περιόδους σώζονται λίγα λείψανα, τα περισσότερα από τα οποία είναι τάφοι και ένας μικρός κλασικός ναός στην περιοχή του ανακτόρου. Μεγάλη άνθιση γνώρισε η πόλη κατά την ελληνιστική περίοδο (ιερό Γλαύκου, ιερό Δήμητρας, λαξευτοί τάφοι, χρήση βόρειου νεκροταφείου, οχυρωματικοί πύργοι). Το 67 π.X. ο Quintus Caecilius Metellus Creticus κατέλαβε την Κνωσό και ίδρυσε ρωμαϊκή αποικία με το όνομα Colonia Julia Nobilis. Στην περίοδο αυτή ανήκει η ”έπαυλη του Διονύσου” με τα θαυμάσια ψηφιδωτά.


Στη βυζαντινή εποχή η Κνωσός αποτέλεσε έδρα επισκόπου, ενώ διατηρούνται ακόμη τα λείψανα βασιλικής του 6ου αι. μ.Χ. Μετά την αραβική κατάκτηση της Κρήτης, το λιμάνι του Ηρακλείου αρχίζει να αποκτά μεγαλύτερη σπουδαιότητα, ενώ η Κνωσός αρχίζει να ξεχνιέται σιγά-σιγά. Ένας μικρός οικισμός κτίστηκε πάνω στα ρωμαϊκά ερείπια και αναφέρεται σαν ”Μακρύτοιχος”, παίρνοντας το όνομα του από ένα μακρύ τοίχο, λείψανο της ρωμαϊκής Κνωσού.

Η Κνωσός εντοπίστηκε το 1878 από το Mίνωα Kαλοκαιρινό. Ο A. Evans άρχισε συστηματικές ανασκαφές το 1900, οι οποίες συνεχίστηκαν έως το 1931 με την ανακάλυψη του ανακτόρου, μεγάλου τμήματος της μινωικής πόλης και των νεκροταφείων. Έκτοτε συνεχίζονται οι ανασκαφές στην ευρύτερη περιοχή της Kνωσού από την Αγγλική Αρχαιολογική Σχολή και την ΚΓ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων.

Τα αρχαία λείψανα της Κνωσού που εκτείνονται διάσπαρτα στην περιοχή της μαρτυρούν τη σπουδαιότητα του χώρου. Τα συγκροτήματα μνημείων που διατηρούνται σήμερα ανάγονται χρονολογικά στη νεοανακτορική περίοδο στην οποία ανήκει το δεύτερο ανάκτορο (1700 – 1450 π.Χ.) και διάφορα άλλα κτηριακά συγκροτήματα . Εκτός των λειψάνων της μινωικής εποχής σώζονται και ορισμένα μνημεία μεταγενέστερων εποχών αλλά και νεκροταφεία διαφόρων περιόδων, τα οποία αποδεικνύουν μια συνεχή κατοίκηση στην περιοχή της Κνωσού. Πρόκειται για ένα σημαντικό αρχαιολογικό χώρο διαμονής. Πέρα από το συγκρότημα του μινωικού ανακτόρου μπορεί σήμερα ο επισκέπτης να δει ιδιωτικές οικίες με πλούσιο εσωτερικό τοιχογραφημένο διάκοσμο, ορισμένα δημόσια κτήρια, αλλά και κάποια θρησκευτικά κέντρα. Από τη ρωμαϊκή εποχή σώζεται ιδιωτική ρωμαϊκή περίστυλη οικία με θαυμάσια ψηφιδωτά δάπεδα.

Ο νεολιθικός οικισμός βρέθηκε κάτω από την κεντρική αυλή του ανακτόρου και σε βάθος 7 μ., γεγονός που οφείλεται σε διαδοχικές εγκαταστάσεις (10 οικοδομικά στρώματα). Ο πρώτος οικισμός είχε ημιμόνιμο χαρακτήρα εγκατάστασης, ενώ σταδιακά αποκτά μόνιμο χαρακτήρα, καθώς τα σπίτια διαθέτουν λίθινη κρηπίδα και ανωδομή από πηλό. Ο οικισμός κατείχε πιθανόν έκταση τόση, όση και το μινωικό ανάκτορο. Ο οικισμός της προανακτορικής εποχής δε διατηρήθηκε σχεδόν καθόλου, καθώς καταστράφηκε στο μεγαλύτερο μέρος του από την κατασκευή του ανακτόρου.

Στην πρώτη περίοδο της Εποχής του Χαλκού με την εμφάνιση και επεξεργασία του μετάλλου του χαλκού παρατηρείται μια σταδιακή εξέλιξη και ανάπτυξη. Η οικονομική και πολιτική εξέλιξη οδηγεί γύρω στο 2000 π.Χ. στην ίδρυση του πρώτου ανακτόρου. Γύρω από την κεντρική αυλή αναπτύσσονται τέσσερις πτέρυγες με τα βασιλικά διαμερίσματα, εργαστήρια, ιερά, αποθήκες, θησαυροφυλάκια, την αίθουσα θρόνου και τις αίθουσες συμποσίων.


Σημαντικά στοιχεία της ραγδαίας ανάπτυξης δίνουν και τα υπόλοιπα κτηριακά συγκροτήματα της εποχής. Το “Μικρό Ανάκτορο” (17ος – 15ος αι. π.X.) βρίσκεται δυτικά του κυρίως ανακτόρου και έχει όλα τα ανακτορικά αρχιτεκτονικά στοιχεία (ξεστή τοιχοδομία, χώρους υποδοχής, περίστυλη αίθουσα, διπλό μέγαρο με πολύθυρα και δεξαμενή καθαρμών-ιερό). Η “Βασιλική Έπαυλη” (14ος αι. π.X.) βρίσκεται βορειοανατολικά του ανακτόρου. Παρουσιάζει έντονο θρησκευτικό χαρακτήρα και ίσως πρόκειται για κατοικία επιφανούς μέλους της αριστοκρατίας ή του ιεραρχείου. Χαρακτηριστικά στοιχεία της έπαυλης είναι τα πολύθυρα, η υπόστυλη κρύπτη με πεσσό και το διπλό κλιμακοστάσιο. Η “Οικία των Τοιχογραφιών” (15ος, 14ος – 12ος αιώνας π.X.) βρίσκεται βορειοδυτικά του Ανακτόρου. Πρόκειται για μικρού μεγέθους οικία αστικού τύπου με πλούσιο εσωτερικό τοιχογραφημένο διάκοσμο. Το “Καραβάν Σεράι” (Ξενώνας) βρίσκεται νότια του ανακτόρου και θεωρήθηκε χώρος υποδοχής και διαμονής επισκεπτών με αίθουσα που περιείχε τοιχογραφίες και λουτρό. Η “Ανεξερεύνητη Οικία” (14ος – 12ος αι. π.X.) βρίσκεται βορειοδυτικά του ανακτόρου και έχει ιδιωτικό-βιοτεχνικό χαρακτήρα. Ο “Βασιλικός Τάφος-Ιερό” βρίσκεται 600 μ. περίπου νότια του ανακτόρου. Φαίνεται ότι εδώ είχε ταφεί κάποιος από τους τελευταίους βασιλιάδες της Kνωσού (17ος – 14ος αι. π.X.). Χαρακτηριστικά αρχιτεκτονικά στοιχεία είναι η είσοδος με αυλή, στοά και ένα μικρό προθάλαμο και υπόστυλη κρύπτη με δύο πεσσούς. Η “Οικία του Αρχιερέα” βρίσκεται 300 μ. νότια του Καραβάν-Σεράι. Εδώ βρέθηκε πέτρινος βωμός με δύο κίονες, τον οποίο πλαισίωναν βάσεις διπλών πελέκεων. Η “Νότια Οικία” (17ος – 15ος αι. π.X.) βρίσκεται νότια του ανακτόρου και πρόκειται για ιδιωτική αστική οικία, τριώροφη με δεξαμενή καθαρμών και υπόστυλη κρύπτη. Από τις μεταγενέστερες εποχές χαρακτηριστικό δείγμα μνημείου αποτελεί η “Έπαυλη του Διονύσου” (2ος αι. μ.X.), ιδιωτική ρωμαϊκή περίστυλη οικία με θαυμάσια ψηφιδωτά δάπεδα του ψηφοθέτου Aπολλιναρίου, που εικονίζουν το Διόνυσο.

Aνάκτορο της Kνωσού

Το Aνάκτορο της Kνωσού είναι το μεγαλύτερο από τα κέντρα της μινωικής εξουσίας. Πρόκειται για ένα κτιριακό συγκρότημα που αναπτύσσεται σε χώρο 22.000 τ.μ. Χτισμένο σ’ ένα κατά μεγάλο ποσοστό τεχνητό λόφο ήταν το εντυπωσιακότερο από τα μινωικά ανάκτορα. Αποτελούσε το κέντρο διοίκησης της μινωικής Κνωσού, η οποία βρίσκεται σε απόσταση 5 χλμ. νοτιοανατολικά του Ηρακλείου. Το πρώτο ανάκτορο κτίστηκε περίπου το 2000 π.Χ. Σύμφωνα με την παράδοση το ανάκτορο της Κνωσού αποτέλεσε την έδρα του βασιλιά Μίνωα.


Γύρω στο 2000 π.X. κτίστηκε το παλαιό ανάκτορο στο νότιο άκρο της πόλης και καταστράφηκε από σεισμό γύρω στο 1900 π.X. Αμέσως επισκευάστηκε, αλλά καταστράφηκε για δεύτερη φορά από σεισμό, περίπου το 1700 π.X. Ο ενιαίος σχεδιασμός που παρουσιάζουν Φαιστός και Μάλια έρχονται σε αντίθεση με το πρώτο ανάκτορο της Κνωσού που κατασκευάστηκε ίσως με την ενοποίηση σημαντικών συγκροτημάτων της προανακτορικής εποχής. Στο σχεδιασμό του αποφεύχθηκαν γενικά οι ευθείς διάδρομοι. Τα στοιχεία αυτά, μαζί με την πολύπλοκη αρχιτεκτονική του δομή, δικαιολογούν τον κρητικό μύθο του Λαβύρινθου. Αμέσως μετά οικοδομήθηκε το νέο ανάκτορο, μεγαλοπρεπέστερο, στα μέσα του 15ου αιώνα π.X. Αχαιοί ηγεμόνες κάθονται πλέον στην αίθουσα του θρόνου του ανακτόρου, οι οποίοι ως απόλυτοι κυρίαρχοι ελέγχουν όλο το νησί. Το ανάκτορο καταστρέφεται και πάλι στα μέσα του 14ου αιώνα π.X. (Yστερομινωική Εποχή IIIA), αυτή τη φορά από πυρκαγιά, και έκτοτε παύει να λειτουργεί ως ανακτορικό κέντρο.

Το ανάκτορο της Κνωσού χωρίζεται σε διάφορα τμήματα, καθένα από τα οποία έχει ξεχωριστή χρήση. Ήταν πολυόροφο, χτισμένο με πελεκητούς δόμους και διακοσμημένο με θαυμάσιες τοιχογραφίες που απεικόνιζαν πιθανόν θρησκευτικές τελετές. Η πρόσβαση γινόταν από τρεις εισόδους που βρίσκονταν στη βόρεια, τη δυτική και τη νότια πλευρά του. Γύρω από την κεντρική αυλή αναπτύσσονται τέσσερις πτέρυγες. Έτσι στην δυτική πλευρά του ανακτόρου υπάρχουν συγκεντρωμένες οι αίθουσες των τελετών στους επάνω ορόφους, οι δημόσιες αποθήκες (18 μακρόστενα δωμάτια) με τα μεγάλα πιθάρια, τα ιερά, τα θησαυροφυλάκια καθώς επίσης και η αίθουσα του θρόνου που αποτελείται από τον προθάλαμο και τον κυρίως χώρο του θρόνου. Στο νοτιοδυτικό τμήμα του ανακτόρου βρίσκεται η Δυτική Αυλή και η Δυτική Είσοδος που οδηγεί στο Διάδρομο Πομπής, που ήταν διακοσμημένος με τοιχογραφίες (“Πρίγκιπας με τα κρίνα”). Στην αριστερή πλευρά του διαδρόμου βρίσκονται τα Προπύλαια και τα περίφημα Διπλά Κέρατα, ένα από τα ιερά σύμβολα της μινωικής θρησκείας.

Στην ανατολική πλευρά του αναπτύσσονταν τα βασιλικά διαμερίσματα, στα οποία οδηγούσε ένα μεγάλο κλιμακοστάσιο, τα δωμάτια του προσωπικού και ένα ιερό. Από τα σημαντικότερα δωμάτια είναι η αίθουσα των Διπλών Πελέκεων και το Διαμέρισμα της Βασίλισσας με την τοιχογραφία των δελφινιών. Στα βόρεια και ανατολικά του διαμερίσματος της βασίλισσας βρίσκονται οι βασικές αποθήκες καθώς επίσης και ο Διάδρομος του Ζατρικίου (ένα είδος σκακιού). Ανατολικότερα κατασκευάστηκαν επίσης τα διάφορα εργαστήρια, καθώς και οι βασιλικές αποθήκες. Στην βόρεια πτέρυγα κυριαρχεί το λεγόμενο “Tελωνείο”, μία δεξαμενή καθαρμών και ένα λιθόκτιστο θέατρο. Από το θέατρο ξεκινάει Πλακόστρωτος Δρόμος που οδηγούσε στο μικρό ανάκτορο. Τέλος, στη νότια πτέρυγα υπήρχε το μεγαλοπρεπές νότιο Πρόπυλο.

Οι πρώτες ανασκαφές στον χώρο της Kνωσού διενεργήθηκαν το 1878 από τον έμπορο Mίνωα Kαλοκαιρινό. Τότε ανασκάφηκε τμήμα της δυτικής πτέρυγας. Αργότερα ανασκαφές πραγματοποίησαν ο Αμερικανός πρόξενος W.J. Stillman, ο ανασκαφέας των Mυκηνών και της Τροίας, Γερμανός H. Schliemann με τον συνεργάτη του W. Doerpfeld, ο Γάλλος αρχαιολόγος M. Joubin και ο διευθυντής του Ashmolean Museum της Oξφόρδης, Arthur Evans. Όλοι όμως προσέκρουσαν σε αδυναμία αγοράς του χώρου του ανακτόρου. Όταν η Κρήτη ανακηρύχθηκε ανεξάρτητη (Κρητική Πολιτεία) το 1898, θεσπίστηκε νόμος με τον οποίο όλες οι αρχαιότητες κηρύσσονταν κτήμα της Πολιτείας. Έτσι ξεκίνησε η ανασκαφή του ανακτόρου το 1900 υπό τον A. Evans μέχρι και το 1931 με μικρές διακοπές.

Μικρό Ανάκτορο Κνωσού

Η καινούργια εποχή που ξεκίνησε με την κατασκευή των νέων ανακτόρων στη μινωική Κρήτη αποδεικνύει τη οικονομική ευρωστία και την πολιτική ηρεμία, στην οποία βρισκόταν το νησί. Η Κνωσός αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα οικιστικής ανάπτυξης την περίοδο αυτό. Δεν επισκευάστηκε μόνο εκ νέου το ανάκτορο, το οποίο διακοσμήθηκε με εντυπωσιακές τοιχογραφίες, αλλά σε όλη την έκταση του ανακτόρου και της μινωικής πόλης κατασκευάστηκαν καινούργια συγκροτήματα, βασιλικές επαύλεις και μνημειακοί τάφοι.

Ένα από τα σημαντικά αυτά μνημεία αποτελεί το λεγόμενο ”Μικρό Ανάκτορο” της Κνωσού, το οποίο ήταν οργανικά ενωμένο με το κύριο ανάκτορο. Στο οικοδόμημα αυτό κάποιες από τις αίθουσες του ξεπερνούν σε χάρη και διακόσμηση αυτές του μεγάλου ανακτόρου. Tο “Mικρό Aνάκτορο” (17ος-15ος αιώνας π.X.) βρίσκεται στα δυτικά του δημόσιου δρόμου Κνωσού Ηρακλείου, σε ελάχιστη απόσταση από το κυρίως ανακτόρο, και έχει όλα τα ανακτορικά αρχιτεκτονικά στοιχεία (ξεστή τοιχοδομία, χώροι υποδοχής, περίστυλη αίθουσα, διπλό μέγαρο με πολύθυρα και δεξαμενή καθαρμών-ιερό). Ήταν ένα κτίσμα με ιδιαίτερο θρησκευτικό χαρακτήρα, καθώς διέθετε βωμό, αίθουσες με πεσσούς και θρησκευτικά αντικείμενα βασιλικής τέχνης. Το ξακουστό ρυτό με τη μορφή ταυροκεφαλής από στεατίτη βρέθηκε εδώ. Το θρησκευτικό χαρακτήρα του δεν έχασε το κτίσμα ακόμη και όταν οι Μυκηναίοι ανέλαβαν τα ηνία στην Κρήτη και έκτισαν ένα βωμό, ακριβώς πάνω από το παλιό δωμάτιο με τη δεξαμενή καθαρμού.

Το ”Μικρό Ανάκτορο” αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κτήριο μετά από το μεγάλο ανάκτορο. Η ανατολική του πρόσοψη έχει καταστραφεί εντελώς. Το σημαντικό αυτό κτήριο διαθέτει ενδιαφέροντα λατρευτικά δωμάτια, ανάμεσα σε αυτά τρεις αίθουσες με πεσσούς και λατρευτικές εγκαταστάσεις και μια βάση καθαρμού. Το συνολικό συγκρότημα, διαστάσεων 45 x 28 μ., πρέπει να είχε ακόμη έναν όροφο. Η είσοδος βρισκόταν στα ανατολικά και οδηγούσε σε ένα προθάλαμο. Από κει μέσω ενός πολυθύρου με τρία πλατιά σκαλοπάτια οδηγούνταν ο επισκέπτης σε μια περίστυλη αυλή. Στο βόρειο μέρος της αυλής άλλο πολύθυρο οδηγούσε στην επίσημη αίθουσα του συγκροτήματος. Πρόκειται για μια ορθογώνια αίθουσα που με ένα πολύθυρο χωρίζεται σε δύο δωμάτια και με άλλα πολύθυρα επικοινωνεί στα ανατολικά με κιονοστοιχία βεράντας. Οι τοίχοι ήταν διακοσμημένοι με γυψόλιθο και το δάπεδο πλακοστρωμένο. Πίσω από το βόρειο τμήμα της αίθουσας υπάρχει το ”πλυντήριο”, χώρος με αποχέτευση που συνδέεται με τον εξωτερικό αγωγό, ενώ πίσω από το νότιο τμήμα της αίθουσας βρίσκεται στεγασμένη μια δεξαμενή καθαρμών. Δυτικότερα και νοτιότερα υπάρχουν άλλα δωμάτια διαφόρων χρήσεων. Δύο μεγάλες κλίμακες (δυτικά και νότια) πλαισιώνουν τη μεγάλη αίθουσα με τους πεσσούς. Τη σπουδαιότητα και τον ιερό χαρακτήρα της αίθουσας αυτής φανερώνουν τα λατρευτικά αντικείμενα που βρέθηκαν εκεί, μεταξύ αυτών και μια βάση με διπλούς πελέκεις. Ακόμη μια εντυπωσιακή αίθουσα με πεσσούς βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του συγκροτήματος. Οι διαστάσεις του ανεσκαμμένου τμήματος, περίπου 90 μ. μήκος και περισσότερο από 30 μ. πλάτος, δίνουν μνημειακή μορφή στο κτίσμα αυτό.

Η μικρή απόσταση του ”Μικρού Ανακτόρου” με το θεατρικό χώρο του ανακτόρου της Κνωσού, περίπου 230 μ., η ιερή οδός που σύνδεε τους δύο αυτούς χώρους φανερώνουν την οργανική ένωση του ιερών αυτών κτισμάτων, όπου πιθανόν μέσω της οδού θα μεταφέρονταν ιερά αγάλματα και θρησκευτικά κειμήλια μπροστά από πλήθος ανθρώπων, που θα παρακολουθούσαν τις τελετουργίες αυτές. Μετά την καταστροφή της Κνωσού (υστερομινωική ΙΙΙΒ περίοδος) το Μικρό ανάκτορο χρησιμοποιήθηκε ως ιερό φετιχιστικό ειδώλων, όπως δείχνουν και τα πέτρινα ειδώλια που βρέθηκαν εκεί.

Βασιλική έπαυλη Κνωσού

Σημαντικό μνημείο της Κνωσού με ιδιαίτερη αρχιτεκτονική μορφή αποτελεί η λεγόμενη Βασιλική έπαυλη, η οποία βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του ανακτόρου. Παρουσιάζει έντονο θρησκευτικό χαρακτήρα και ίσως πρόκειται για κατοικία επιφανούς μέλους της αριστοκρατίας ή του ιεραρχείου. Χαρακτηριστικά στοιχεία της Έπαυλης είναι τα πολύθυρα, η υπόστυλη κρύπτη με πεσσό και το διπλό κλιμακοστάσιο. Κατασκευάστηκε σε μια τομή της πλαγιάς του λόφου, ενώ η πρόσοψή της έβλεπε ανατολικά στην κοιλάδα του Καιράτου ποταμού. Σώζεται το ισόγειο και έχει αναστηλωθεί μέρος του πρώτου ορόφου, ενώ υπήρχε και δέυτερος όροφος από πάνω.

Η βασιλική έπαυλη κτίστηκε κατά την Υστερομινωική I περίοδο (14ος αι. π.Χ.) και χωρίζεται από το ανάκτορο της Κνωσού με έναν πλακοστρωμένο δρόμο, ο οποίος ονομάστηκε από τους ανασκαφείς βασιλικός δρόμος. Τόσο η θέση της, όσο και αρκετές αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες δείχνουν ότι η βασιλική έπαυλη συνδεόταν οργανικά με το ανάκτορο. Μέσω ενός τοιχισμένου αύλειου χώρου έφτανε ο επισκέπτης στην είσοδο της έπαυλης, η οποία διέθετε τη χαρακτηριστική μορφή των μυκηναϊκών μεγάρων με δύο κίονες μεταξύ των παραστάδων. Από έναν φωταγωγό έμπαινε κανείς στον προθάλαμο και από κει στην κύρια αίθουσα του μινωικού πολύθυρου. Οι τοίχοι είναι επενδυμένοι με πλάκες από γυψόλιθο, όπως και το δάπεδο. Μετά τον πρόδομο ακολουθούσε η κύρια αίθουσα του οικοδομήματος, ορθογώνιας κάτοψης. Ένα πολύ σημαντικό στοιχείο της αίθουσας αυτής, που δε συναντάται σε άλλες επαύλεις, είναι ο λίθινος θρόνος, που βρέθηκε σε μία κόγχη της νότιας πλευράς. Η κόγχη, στην οποία βρέθηκε ο θρόνος, ήταν απομονωμένη με σκαλιά και κίονες και επικοινωνούσε μέσω ενός φωταγωγού με τον επάνω όροφο. Αυτή η αρχιτεκτονική διάταξη με το υποβλητικό σκηνικό δηλώνει ότι ο συγκεκριμένος χώρος προοριζόταν για κάποιες θρησκευτικές τελετουργίες.

Από την κεντρική αίθουσα οδηγείται κανείς σε μία υπόστυλη κρύπτη, στην οποία υπήρχαν αυλάκια και κοιλότητες, κατασκευασμένα προφανώς για να δέχονται υγρές προσφορές. Οι τοίχοι της κρύπτης ήταν κτισμένοι με γυψόλιθο, ενώ το δάπεδό της ήταν στρωμένο με γυψολιθικές πλάκες. Ένα ιδιόμορφο χαρακτηριστικό της βασιλικής έπαυλης είναι το ιδιότυπο κλιμακοστάσιο που χωριζόταν σε δύο πτέρυγες καθώς οδηγούσε στον επάνω όροφο. Το νοτιοανατολικό τμήμα της έπαυλης, στο οποίο βρισκόταν μία πλακοστρωμένη αίθουσα, ένα λουτρό και μία τουαλέτα, φαίνεται ότι είχε ιδιωτικό χαρακτήρα.

Οικία των τοιχογραφιών στην Κνωσό

Γύρω από το ανάκτορο εκτεινόταν η πόλη της Κνωσού που περιμένει ακόμη να ανασκαφεί. Μέχρι σήμερα έχουν ανασκαφεί μόνο επαύλεις ή κτήρια που θεωρήθηκαν κατοικίες αξιωματούχων, οι οποίοι πρέπει να είχαν άμεση σχέση με το ανάκτορο. Η οικία των τοιχογραφιών βρίσκεται στη βορειοδυτική πλευρά του ανακτόρου της Κνωσού, στη νότια πλευρά του βασιλικού δρόμου. Είναι ένα μικρό και απλό σε αρχιτεκτονική μορφή κτήριο, που βρίσκεται σήμερα σε κατάσταση κακής διατήρησης, αλλά εντυπωσιάζει με τις τοιχογραφίες που βρέθηκαν εκεί. Χρονολογείται τον 15ο – 12ο αι. π.X. και πρόκειται για μικρού μεγέθους οικία αστικού τύπου με πλούσιο εσωτερικό τοιχογραφημένο διάκοσμο.

Η οικία διαθέτει μια σχεδόν ορθογώνια κάτοψη. Η είσοδος βρίσκεται στη νοτιοδυτική γωνία. Η τοιχοδομία αποτελείται από καλοδουλεμένους γυψόλιθους πάνω σε ασβεστολιθικό θεμέλιο. Η οικία διαθέτει τρία μακρόστενα δωμάτια στη νότια πλευρά της, ενώ μια σειρά από μικρά τετράγωνα και ορθογώνια δωμάτια καλύπτουν τη βόρεια πλευρά. Στην κύρια αίθουσα της κατοικίας βρισκόταν ένα δάπεδο με πλαίσιο. Εντυπωσιάζει, επίσης, το δάπεδο του νοτιοανατολικού γωνιακού δωματίου, διακοσμημένο με μια ζώνη από κονίαμα γύρω από κέντρο στρωμένο με πλάκες από σιδηρόπετρα. Το ενδιαφέρον του κτηρίου εστιάζεται στα αναρίθμητα σπαράγματα τοιχογραφιών που αποκαλύφθηκαν όχι πεσμένα αλλά μάλλον τακτοποιημένα σε ένα μέρος του κεντρικού μακρόστενου δωματίου. Λεπτές στρώσεις από ζωγραφισμένο κονίαμα, πάχους μόλις 4 χιλιοστών, βρέθηκαν σε διαδοχικά στρώματα. Από τα σπαράγματα αυτά συμπληρώθηκε η τοιχογραφία με τους γαλάζιους πιθήκους και η τοιχογραφία των χελιδονιών.

Νότια οικία Κνωσού

Η λεγόμενη ”Νότια Οικία” αποτελεί ακόμη ένα δείγμα μινωικής αρχιτεκτονικής, έπαυλη κάποιου μινωίτη ιδιώτη. Πρόκειται για ιδιωτική αστική οικία, τριώροφη με δεξαμενή καθαρμών και υπόστυλη κρύπτη. Βρίσκεται στη νοτιοδυτική γωνία του μεγάλου ανακτόρου της Κνωσού. Από τα ανασκαφικά ευρήματα συμπεραίνεται ότι η οικία κατασκευάστηκε μετά την καταστροφή του σεισμού το 1600 π.Χ., καθώς ο δυτικός τοίχος της θεμελιώθηκε πάνω στα ερείπια της Βαθμιδωτής Στοάς η οποία πριν από το σεισμό οδηγούσε στη νοτιοδυτική είσοδο του ανακτόρου.Έχει εν μέρει αναστηλωθεί.

Από τη Νότια Οικία έχουν διασωθεί τμήματα του ισογείου, των άλλων δύο ορόφων και ίσως να διέθετε και τρίτο όροφο. Η είσοδος της έπαυλης βρισκόταν πιθανόν στη νοτιοανατολική γωνία. Το ισόγειο διέθετε δύο χώρους, από τους οποίους ο ένας είχε τρεις πεσσούς στη σειρά, ενώ ο άλλος περιείχε χάλκινα εργαλεία και διπλούς πέλεκεις. Σον πρώτο όροφο υπάρχει μια κρύπτη με πεσσό, όοπου βρέθηκε βάση για διπλό πέλεκυ και άλλη μία για ιερά αντικείμενα (πιθανόν ιερά κέρατα). Στη βορειοανατολική πλευρά του πρώτου ορόφου ανοίγεται η κύρια αίθουσα της οικίας με πλακόστρωτο δάπεδο. Ο προθάλαμος της αίθουσας αυτής βρίσκεται στα νότια και οδηγούσε πιθανόν στην είσοδο της οικίας. Στα δυτικά της κύριας αίθουσας υπάρχει ένα λουτρό. Ένας διάδρομος στα νότια του λουτρού οδηγούσε σε κλιμακοστάσιο, από το οποίο οι ιδιοκτήτες της οικίας κατέβαιναν στο ισόγειο. Εντύπωση προκαλούν οι παραστάδες της εισόδου που είναι μονολιθικές από γυψόλιθο. Ακόμη διατηρούνται ίχνη του μηχανισμού με τον οποίο κλείδωνε η πόρτα: ξύλινη μπάρα έμπαινε στον τόρμο της παραστάδας και στερεωνόταν με χάλκινο καρφί. Μια άλλη σκάλα οδηγούσε στο δεύτερο όροφο, ενώ δίπλα της υπάρχει ένα δωμάτιο με μια σειρά από βάσεις κιόνων, ακριβώς πάνω από τους πεσσούς του ισογείου, και στη συνέχεια, ακόμη ένα δωμάτιο. Η βόρεια πλευρά του δωματίου αυτού επικοινωνεί με έναν χώρο, ο οποίος διέθετε ίσως νιπτήρα και αποχωρητήριο στη γωνία.

”Ανεξερεύνητη Οικία” Κνωσού

Ένα ακόμη δείγμα μινωικής αρχιτεκτονικής αποτελεί η λεγόμενη ”Ανεξερεύνητη Οικία”, η οποία ονομάστηκε έτσι από τον Evans, γιατί ο ίδιος είχε αποκαλύψει μόνο την ανατολική της πρόσοψη. Η συγκεκριμένη οικία βρίσκεται βορειοδυτικά του μεγάλου ανακτόρου και ακριβώς πίσω από το Μικρό ανάκτορο της Κνωσού. Έχει ιδιωτικό-βιοτεχνικό χαρακτήρα, όπως συμπεραίνεται από τα ανασκαφικά ευρήματα. Σήμερα, το συγκρότημα αυτό έχει εξ ολοκλήρου ανασκαφεί.

Πρόκειται για ορθογώνιο κτήριο με κεντρική αίθουσα με 4 πεσσούς, διαδρόμους, αποθήκες και κλιμακοστάσιο. Συνδεόταν με το Μικρό ανάκτορο με μια γέφυρα, διέθετε θαυμάσια λαξευτή πρόσοψη και σκάλες για τον επάνω όροφο. Από τα δωμάτια που διέθετε η οικία, το σημαντικότερο ήταν η κεντρική αίθουσα με λαξευτή τοιχοδομία και τέσσερις πεσσούς. Το οικοδόμημα αυτό κατασκευάστηκε κατά την Υστερομινωική ΙΑ περίοδο (1600/1580 – 1480 π.Χ.), κατοικήθηκε και στην Υστερομινωική ΙΙ – ΙΙΙΑ περίοδο (1425 – 1340/1330 π.Χ.), όπως φανερώνουν πρόσθετοι τοίχοι στην κεντρική αίθουσα, που ανήκουν στην εποχή της μυκηναϊκής εξουσίας στην Κνωσό. Το κτήριο καταστράφηκε από πυρκαγιά γύρω στο 1375 π.Χ., ωστόσο υπάρχουν ενδείξεις για επαναχρησιμοποίησή του σε μεταγενέστερα χρόνια.

Ξενώνας Κνωσού

Ακολουθώντας κανείς το δημόσιο δρόμο Ηρακλείου-Κνωσού προς τα νότια, προσπερνά το μεγάλο ανάκτορο και φτάνει σε ένα σημείο, όπου βρίσκεται ένα ακόμη σημαντικό μνημείο της Κνωσού, ο Ξενώνας ή το Καραβάν Σεράι, όπως χαρακτηριστικά το ονόμασε ο Evans. Το συγκεκριμένο κτίσμα θεωρήθηκε χώρος υποδοχής και διαμονής επισκεπτών με αίθουσα που περιείχε τοιχογραφίες και λουτρό, λόγω των ευρημάτων που βρέθηκαν εκεί (κομμάτια από πήλινες μπανιέρες).

Επικοινωνούσε με το ανάκτορο με γέφυρα. Οι τοίχοι του ήταν διακοσμημένοι με τοιχογραφίες που απεικονίζουν τοπίο με πέρδικες και τσαλαπετινούς.

Έχουν αναστηλωθεί δύο δωμάτια του Ξενώνα με πρόσοψη προς το ανάκτορο. Το ανατολικό έχει μορφή πρόπυλου και εσωτερικά ήταν διακοσμημένο με την περίφημη τοιχογραφία με τις πέρδικες. Το στυλ της τοιχογραφίας θυμίζει αρκετά τις τοιχογραφίες της οικίας των τοιχογραφιών. Στο διπλανό δωμάτιο υπάρχει μια μικρή λίθινη δεξαμενή που ο Evans πίστευε ότι χρησίμευε στους ταξιδιώτες για ποδόλουτρο.

Βασιλικός Τάφος-Ιερό

Ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της Κρήτης και το τελευταίο που αποκάλυψε ο Evans κατά τη διάρκεια των ανασκαφών του βρίσκεται 600 μ. περίπου νότια του μεγάλου ανακτόρου. Eπικοινωνούσε με την Oικία του Aρχιερέα με πλακόστρωτο δρόμο. Φαίνεται ότι εδώ είχε ταφεί κάποιος από τους τελευταίους βασιλιάδες της Kνωσού (17ος – 14ος αι. π.X.). Xαρακτηριστικά αρχιτεκτονικά στοιχεία του είναι η είσοδος με αυλή, στοά με ένα μικρό προθάλαμο και υπόστυλη κρύπτη με δύο πεσσούς. Είναι διώροφος με ταφικό θάλαμο που είναι σκαλισμένος στο βράχο. Ο επάνω όροφος πιστεύεται ότι χρησίμευε σαν ιερό για τη λατρεία των νεκρών.

Η κατασκευή του τοποθετείται χρονολογικά στη Μεσομινωική ΙΙΙΒ περίοδο (1850 – 1700/1650 π.Χ.) και έπειτα από μερική καταστροφή επισκευάστηκε στη Ύστερη Μινωική ΙΑ περίοδο (1600/1580 – 1480 π.Χ.). Ο μνημειακός αυτός τάφος διαθέτει δύο ορόφους. Ο κάτω όροφος περιελάμβανε τον θαλαμωτό τάφο, έναν ορθογώνιο νεκρικό θάλαμο με έναν κεντρικό πεσσό. Εντυπωσιάζει η λαυξετή του τοιχοδομία.Η είσοδος στο βασιλικό τάφο γινόταν από τα βόρεια. Εκεί υπήρχε μια στοά με δύο κίονες. Απέναντι από τη στοά υπήρχε μια πλακόστρωτη αυλή και η είσοδος του διαδρόμου που οδηγούσε στο νεκρικό θάλαμο. Στον προθάλαμο οδηγούσε ένας διάδρομος, ο οποίος πλαισιωνόταν από μικρά δωμάτια στη νότια και βόρεια πλευρά του. Στη νότια πλευρά του διαδρόμου βρισκόταν το κλιμακοστάσιο που οδηγούσε στον πάνω όροφο και στο ιερό. Ο προθάλαμος, η κρύπτη των πεσσών, διέθετε δύο πεσσούς. Εκεί βρέθηκαν οστεοφυλάκια για τα οποία υπέθεσε ο Evans ότι έγιναν για να ενταφιαστούν νεκροί από το μεγάλο σεισμό του 1600 π.Χ. Ακριβώς πάνω από τον προθάλαμο βρισκόταν το ιερό. Κατά την Ύστερη Μινωική ΙΑ περίοδο (1600/1580 – 1480 π.Χ.) ο προθάλαμος δέχτηκε κάποιες μετατροπές και επισκευές. Ο νεκρικός θάλαμος βρισκόταν στη δυτική πλευρά του συγκροτήματος και διέθετε έναν κεντρικό πεσσό. Ήταν λαξευμένος μέσα σε μαλακό βράχο. Η οροφή του, που ήταν ο φυσικός βράχος, ήταν βαμμένη γαλάζια. Πιθανόν ο νεκρός να είχε τοποθετηθεί σε ξύλινη λάρνακα, η οποία δε σώθηκε. Οι τοίχοι του θαλάμου ήταν διακοσμημένοι με γυψόλιθο. Με την ίδια πέτρα διακοσμήθηκε και το δάπεδο, σχηματίζοντας ένα πλαίσιο γύρω από τον πεσσό. Μέσα στο νεκρικό θάλαμο, στη βορειοδυτική γωνία του, βρέθηκε ωστόσο μια μεταγενέστερη ταφή του τέλους της Υστερομινωικής ΙΙ περιόδου (1425 – 1390 π.Χ.).

Το κλιμακοστάσιο του διαδρόμου οδηγούσε στον πάνω όροφο, όπου κατασκευάστηκε το ιερό. Πρόκειται γιαν έναν χώρο με δύο κίονες, ακριβώς πάνω από τους πεσσούς του προθαλάμου. Η διάταξη του τάφου θυμίζει αρκετά την περιγραφή του Διόδωρου του Σικελιώτη, ο οποίος κάνει λόγο για τον τάφο του Μίνωα στη Σικελία: αναφέρει ότι υπήρχε ναός της Αφροδίτης πάνω από τον κυρίως τάφο. Ο βασιλικός Τάφος-Ιερό έχει αναστηλωθεί από τον Evans.

ΠΗΓΗ: ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:56