Χρόνος ανάγνωσης περίπου:2 λεπτά

Σου ’κρυβε την όψη του φονιά

.

(μνήμη Ελένης Τοπαλούδη)

Εδώ κι ένα χρόνο κοιμάσαι κάτω απ’ το χώμα.

Δεν ξυπνάς και δεν ακούς το θρήνο των δικών σου.

Αμάν! Τι βλέπω; Διόλου αλλόκοτο το βλέμμα σου δεν είναι.

Με λένε Μπαλτά… ακούστε με, έχω συγκλονιστεί.

Οι λόγοι; Δεν είστε η πρώτη που ’χετε φονευτεί

και μου θυμίζετε τη μικρή μου αδελφή. Μου ’πε:

θα μπορούσε και σ’ εμένα να μου ’χε τύχει.

Ναι, θα μπορούσε και στη μικρή μου αδελφή να τύχει.

Να περπατήσουμε μαζί. Τα βράδια δίνω μάχη για να βγω

έξω από της χαύνωσης το χρόνο τον κακό. Όμως,

πλην της χαύνωσης υπάρχει κι η Ντροπή.

Ως κι ο Θάνατος εντράπηκε με τέτοιο θάνατο. Ήρθε

παρά τη θέλησή του και κοίταζε κατάπληκτος τις κτηνωδίες.

Ποιος είμαι κι εγώ και να γράψω τι; Αλλά κι εσύ,

βγήκες έξω για να μάθεις, τι λένε για τα θλιβερά οι ζωντανοί.

Ναι, για να μάθεις, τι λένε για τα θλιβερά οι ζωντανοί.

Τώρα είμαι στου ψυχολόγου Μαμαλιάρη.

Φίλος, και δεν έχει τύχει να τον χρειαστώ ποτέ.

Ακούς; Η γραμματέας δε σταματά να κλείνει ραντεβού.

Δεν ντρέπεται ο φόρος, ούτε αστειεύεται η απόλυση

γι’ αυτό και τέτοια ζήτηση από ψυχές και ψυχές.

Ναι, τέτοια ζήτηση από ψυχές και ψυχές.

Πως είναι μη κατορθωτό ν’ αντιληφθούμε

της παραφροσύνης τη σπορά. Άσε που

σε κάποια βρέφη έχει ήδη φυτευτεί. Έτσι λέει,

και με κοιτά μ’ ένα βλέμμα που το μάταιο δηλώνει.

Όχι, δε μ’ αρέσει το βλέμμα που το μάταιο δηλώνει.

Στου κινητού μου την οθόνη − να τι διαβάζω:

ότι ήσουν λαθρολάγνα. Μάλιστα. Ότι σε βίαζαν

και σε χτύπαγαν λυγίζοντας την αντίστασή σου

κι ότι σε σήκωσαν και σε πέταξαν στη θάλασσα;

Έλα, δε χάνω χρόνο με φασίστες και αισχρούς.

Όχι, δε χάνω χρόνο με φασίστες και αισχρούς.

Να και το πάρκο. Ναι, είναι όμορφα πολύ να βλέπεις

στις τραμπάλες και στις τσουλήθρες τα παιδιά.

Βρίσκω και το φίλο μου το Φάνη.

− Πού να βρεις την όρεξη και την τροφή,

να δράσεις για να κερδίσεις, τι;

Μόνο να φροντίζεις για το δικό σου το κορίτσι.

− Όχι, του λέω, δεν αρκεί.

Γι’ αυτό κι η μοναξιά, ναι η μοναξιά

σου ’κρυβε, Ελένη, την όψη του φονιά.

Χμμ… σου ’κρυβε την όψη του φονιά.

Όσο σε χτυπούσαν, είμαι σίγουρος

ότι το σίδερο θα πήρε έκφραση

ακραίας διάψευσης και πόνου,

διότι τα χέρια που το φτιάξανε

δεν το ’χανε για τέτοια χρήση.

Όπως και το σπίτι και το βαν

κι όλοι του νησιού οι δρόμοι –

που ’χουμε σκορπίσει όλοι

και δεν έτυχε ούτε μ’ έναν

από μας να περπατήσεις.

Ναι, η πείρα λέει πως θα γλίτωνες

αν έστω κι ένας πρόσεχε

την παγίδα που σου ’χαν στήσει.

Βγήκε σε καλό που περπατήσαμε μαζί.

Να που φτάσαμε − ποιος να το ’ξερε

στην πύλη του σπιτιού σου.

Σε αφήνω· ξημερώνει

και θα φανεί

στου φύλακα το μάτι

ύποπτο.

.

Παναγιώτης Μηλιώτης

[από την ποιητική του συλλογή, «Λιώναν με τις μπότες το χορτάρι», Ενύπνιο, 2021, ISBN 978-618-5551-08-7]

.

Ο Παναγιώτης Μηλιώτης γεννήθηκε το 1983 στην Αθήνα. Σπούδασε ηλεκτρονικός κι εργάζεται στον κλάδο των τηλεπικοινωνιών. Ποιητικές του συλλογές:

Μια ανάσα δρόμο (Εκδόσεις Ars Nocturna, 2013 – Βραβείο Γιάννη Βαρβέρη της Εταιρείας Συγγραφέων),

Το σκίτσο στην ντουλάπα (β´ έκδοση Εκδόσεις Ενύπνιο, 2020)

Το σκίτσο στην ντουλάπα (Εκδόσεις Θράκα, 2017)

Λιώναν με τις μπότες το χορτάρι, (Εκδόσεις Ενύπνιο, 2021).

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:110